Λευκωσία: Σημείο προς σημείο απαντά ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ, Νικόλας Παπαδόπουλος στις θέσεις που του ανέπτυξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας για το κοινό ανακοινωθέν σε επιστολή ημερομηνίας 10 Φεβρουαρίου 2014. Υπενθυμίζεται ότι ο Νικόλας Παπαδόπουλος έχει εκφράσει την έντονη διαφωνία του με το κείμενο της κοινής διακήρυξης, το οποίο όπως επισημαίνει αποτελεί συμφωνία υψηλού επιπέδου και παραπέμπει σε μία κακή λύση τύπου Ανάν. Ολο το κείμενο ακολουθεί:
Λευκωσία, 18 Φεβρουαρίου 2014
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Έχω λάβει την επιστολή σας, ημερομηνίας 10 Φεβρουαρίου 2014 και σας ευχαριστώ.
Παρακάμπτω αναφορές της επιστολής, οι οποίες εκφεύγουν των πλαισίων της πολιτικής αντιπαράθεσης, επιθυμώντας ο μεταξύ μας διάλογος να επικεντρωθεί σε επιχειρήματα και όχι σε στείρες αντιπαραθέσεις.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση επιχειρημάτων, σημειώνω ότι στην επιστολή σας, όπως και στην εισαγωγική δήλωση της πρόσφατης διάσκεψης τύπου που παραχωρήσατε, ακολουθήσατε την τακτική της αποσπασματικής επίκλησης διατάξεων της Συμφωνίας σας με τον κ. Έρογλου, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο σε συζήτηση επί της ουσίας.
Παραθέτω λοιπόν ζητήματα που θεωρώ απολύτως ουσιαστικά.
Αντίθετα προστίθεται στο κείμενο μια καινοφανής φράση, η οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε συμφωνία υψηλού επιπέδου και η οποία δυνατόν να ερμηνευτεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά ως επιφύλαξη ή και εξαίρεση στην αναφορά για «το σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες» καθώς με βάση το κείμενο, όλες οι προαναφερόμενες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη «…τη διακριτική ταυτότητα («distinct identity») και ακεραιότητα («integrity»)…», μία παράμετρος που παραπέμπει στη διχαστική και διχοτομική πολιτική της εθνοκάθαρσης που προωθεί η Τουρκία στο νησί τα τελευταία 40 χρόνια.
2. Σχέδιο Ανάν και «Έγγραφο Ντάουνερ»
Στο σημείο (2) της επιστολής σας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πρόνοια της Παραγράφου 2, η οποία αναφέρει πως «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα (του Κυπριακού) θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Υποστηρίζετε ότι η πρόνοια αυτή δίνει το δικαίωμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να εγείρει θέματα που θεωρεί απαράδεκτα ή να αποκλείσει τη συζήτηση θεμάτων τα οποία έχουν συμφωνηθεί, όπως για παράδειγμα τα τρία singles.
Όμως, εάν η πρόνοια αυτή δίνει τέτοιο δικαίωμα στην πλευρά μας, τότε ανάλογο δικαίωμα δίνει και στην τουρκική πλευρά. Οι συνεχείς επικλήσεις, τόσο από τον κ. Ταλάτ όσο και από τον κ. Έρογλου του Σχεδίου Ανάν στο τραπέζι των συνομιλιών από το 2008 μέχρι το 2012, οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι το «Έγγραφο Ντάουνερ» και το Σχέδιο Ανάν, το οποίο έχει απορριφθεί από τον Κυπριακό Ελληνισμό, θα επανέλθουν στη συζήτηση, μέσω της Συμφωνίας σας με τον κ. Ερογλου.
Στο σημείο (3) της επιστολής σας, επιχειρείτε να απαντήσετε στη θέση μας ότι η Συμφωνία δίνει από τώρα στην τουρκική πλευρά, ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών, τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι οι ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει αποδεχθεί τα δικαιώματα ενός λαού για τους Τουρκοκύπριους και το δικαίωμα να έχουν κράτος.
Φοβούμαι ότι τα επιχειρήματα αυτά (σημεία (α) έως (ε), σελ. 4-6) πάσχουν από υπεραπλουστεύσεις, υπερβολές και ωραιοποιήσεις. Πιο συγκριμένα:
(α) Στη Συμφωνία δεν γίνεται αναφορά «σε συστατικά στοιχεία που αποτελούν τον κυπριακό λαό» αλλά ούτε και υπάρχει κάποια πρόνοια, σύμφωνα με την οποία να γίνεται υπέρβαση των κοινοτήτων «όπως αυτές αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα του 1960». Τα μόνα συστατικά στοιχεία που αναφέρονται στη Συμφωνία είναι τα «συνιστώντα κράτη», καθώς επίσης γίνεται αναφορά σε «Ελληνοκύπριους» και «Τουρκοκύπριους», χωρίς αυτοί να συνδέονται με την έννοια «κυπριακός λαός».
Ως εκ τούτου, η αναφορά στη Συμφωνία ότι η κυριαρχία προέρχεται ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποια έννοια κυπριακού λαού, αλλά – σε συνδυασμό με άλλες πρόνοιες της – παραπέμπει σε ξεχωριστή κυριαρχία και συντακτική εξουσία από την κάθε «οντότητα» (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) ξεχωριστά.
(β) Τα επιχειρήματά σας αγνοούν ότι η Συμφωνία κατοχυρώνει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δικαιώματα και προνόμια για πρώτη φορά, τα οποία αποκτούν ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών. Το Σύνταγμα του 1960 δεν αναγνώριζε κυριαρχία στους τουρκοκύπριους. Αυτό έγινε, για πρώτη φορά από το 1960, στη Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου.
(γ) Θα ήθελα να επισημάνω ότι στα επιχειρήματα σας συγχέονται προτάσεις, που κατατέθηκαν από καιρού εις καιρόν στο τραπέζι των συνομιλιών, με μια συμφωνία, όπως η Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου. Άλλο προτάσεις και άλλο συμφωνία. Το αν στο παρελθόν υπήρξαν προτάσεις στις οποίες γινόταν αναφορά σε «συνιστώντα κράτη» δεν μπορεί να ταυτιστεί με το περιεχόμενο μιας Συμφωνίας. Οι προτάσεις γίνονται στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης με στόχο κάποια ανταλλάγματα. Στην περίπτωση της Συμφωνίας σας όμως έγιναν παραχωρήσεις στην τουρκική πλευρά, που είναι κεκτημένο της διαδικασίας χωρίς κάποιο ανάλογο αντάλλαγμα.
(δ) Η διαφωνία και ανησυχία που διατύπωσα στην επιστολή μου, ημερομηνίας 6 Φεβρουαρίου 2014, σε σχέση με το κατάλοιπο εξουσίας κρίνω πως είναι ορθή και δικαιολογημένη. Αυτό προκύπτει και από τη δική σας επιβεβαίωση ότι όντως έχετε εκχωρήσει το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη», αλλά και από τη γενική και αόριστη – κατά την άποψη μου – ερμηνεία για τον τρόπο που το ζήτημα αυτό θα αντιμετωπιστεί στο τραπέζι των συνομιλιών. Όχι μόνο αναγνωρίζετε ότι το κατάλοιπο εξουσίας παραχωρήθηκε χωρίς επαρκή ρύθμιση του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται, αλλά προχωρείτε και στη λανθασμένη άποψη ότι αυτό ήταν φυσιολογικό να γίνει διότι, όπως αναφέρετε, το κατάλοιπο εξουσίας στα ομοσπονδιακά κράτη «ανήκει κατά κανόνα» στις ομόσπονδες πολιτείες. Επιτρέψετε μου να πω ότι η παραδοχή αυτή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν είναι δυνατόν να εκχωρούνται στην άλλη πλευρά τόσο σοβαρά θέματα χωρίς σαφή ρύθμιση, χωρίς ανταλλάγματα με το επιχείρημα ότι «αυτό ισχύει κατά κανόνα στις ομόσπονδες πολιτείες». Επισημάνω πως σήμερα λειτουργούν στον κόσμο επιτυχημένα ομοσπονδιακά πολιτεύματα τα οποία διατηρούν το κατάλοιπο εξουσίας στην ομοσπονδιακή τους Κυβέρνηση. Η Ινδία και ο Καναδάς είναι μόνο δυο τέτοια παραδείγματα. Επομένως, το ότι στην προκειμένη περίπτωση εσείς επιλέξατε να εκχωρήσετε το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη» αυτό αποτελεί εκ των πραγμάτων μια σημαντική υποχώρηση και δωρεά της πλευράς μας και μάλιστα χωρίς να έχει κερδηθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
(ε) Πρέπει να υπενθυμίσω ότι τα ζητήματα στο Κυπριακό εξελίσσονται κυρίως σε ένα πολιτικό πλαίσιο. Παρόλο που η ένωση και η απόσχιση απαγορεύονται ρητά από το Σύνταγμα και τις σχετικές Συνθήκες του 1960, η Τουρκία έχει εισβάλει και διχοτομήσει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη συνεχιζόμενη κατοχή, συντηρεί μια αποσχιστική οντότητα και προωθεί δια του τουρκικού στρατού κατοχής την «ομαλοποίηση» των δεδομένων που έχει δημιουργήσει επί του εδάφους. Με το να γίνονται τόσο σημαντικές παραχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να ενθαρρύνονται τα διχοτομικά και αποσχιστικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο.
Εξακολουθώ να έχω την άποψη πως με τη Συμφωνία εκχωρείται στους Τουρκοκύπριους κυριαρχία και εξουσίες, οι οποίες ούτε απορρέουν από το Σύνταγμα του 1960 ούτε και προϋπήρξαν σε οποιοδήποτε κείμενο συμφωνίας στο παρελθόν.
Υποστηρίζετε στην επιστολή σας ότι οι τρείς βασικές αρχές που πρέπει να διακρίνουν ένα κράτος, δηλαδή Διεθνής Προσωπικότητα, Κυριαρχία και Ιθαγένεια, είναι ξεκάθαρα στη Συμφωνία. Δυστυχώς όμως, το κείμενο της Συμφωνίας δεν μπορεί να υποστηρίξει τη θέση αυτή.
Α. Διεθνής προσωπικότητα
Παρουσιάζετε το ζήτημα της διεθνούς προσωπικότητας ως τελεσίδικα λυμένο στη Συμφωνία. Παραγνωρίζει όμως ότι οι εξουσίες που δίνονται (ή και άλλες που ενδεχομένως να δοθούν στα «συνιστώντα κράτη») σε συνδυασμό με το ότι αυτά θα έχουν το κατάλοιπο εξουσίας, δημιουργεί μια προοπτική νόθευσης της «μίας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας». Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει κατά πόσο τα συνιστώντα κράτη θα έχουν τη δυνατότητα διακριτής διεθνούς εκπροσώπησης, της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, να συνάπτουν συμφωνίες, να έχουν εμπορικές πολιτισμικές ή άλλες σχέσεις με κράτη και οργανισμούς. Μόνο εάν αυτό ξεκαθαριζόταν στη Συμφωνία, θα μπορούσαμε να μιλούμε για μια καθαρή και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Από τη στιγμή που αυτό δεν γίνεται, η Συμφωνία είναι ασαφής και επί της μίας διεθνούς προσωπικότητας.
Υπενθυμίζω πως, όπως ανέφερα και στην προηγούμενη επιστολή μου, και οι συνομοσπονδίες έχουν μια διεθνή προσωπικότητα. Το κατά πόσο τα συντακτικά τους μέρη συνεχίζουν να έχουν το δικαίωμα διεθνούς εκπροσώπησης είναι άσχετο και διαφορετικό θέμα συζήτησης.
Β. Κυριαρχία
Επαναλαμβάνω την άποψη μου ότι στη Συμφωνία η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη». Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Συμφωνία, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης Συμφωνίας η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
Η προσπάθεια που γίνεται στην επιστολή σας να αντικρουστούν αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι πειστική:
(α) Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει τη φύση του δικαιώματος που δίδεται για χωριστά δημοψηφίσματα. Η θέση σας ότι δίνεται μόνο συντακτικό δικαίωμα είναι απλώς μια ερμηνεία που δίνεται μετά τη Συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, από πού αντλούν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι χωριστή συντακτική εξουσία; Το Σύνταγμα του 1960 δεν τους δίνει τέτοια εξουσία.
(β) Θεωρώ ότι επιχειρείτε να ωραιοποιήσετε τη διαίρεση της κυριαρχίας, όπως αυτή προνοείται στη Συμφωνία, με αναφορές σχετικά με τις αρμοδιότητες ή εξουσίες που θα εκχωρηθούν στην ομόσπονδη κυβέρνηση και στα «συνιστώντα κράτη». Σημειώνω ακόμα ότι αναφέρεστε σε «ομόσπονδο κράτος», αναφορά που δεν γίνεται στη Συμφωνία. Η δική σας ερμηνεία δεν αναιρεί το γεγονός ότι η αναφορά που γίνεται στη Συμφωνία για την κυριαρχία είναι αβέβαιη, ασαφής και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του Κυπριακού Ελληνισμού.
(γ) Ούτε το επιχείρημα ότι τα τρία singles θα περιλαμβάνονται στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα μπορεί να αναιρέσει τον προβληματικό χαρακτήρα της πρόνοιας για την κυριαρχία στη Συμφωνία. Κατ’ αρχήν, τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει στη Συμφωνία και, δεύτερο και σημαντικότερο, αν η πρόνοια για την κυριαρχία στο Σύνταγμα θα είναι η ίδια με αυτή της Συμφωνίας, τότε το πρόβλημα θα παραμείνει το ίδιο.
(δ) Τέλος, για τέταρτη φορά παραβλέπεται το γεγονός ότι η διατύπωση που γίνεται στη Συμφωνία περί απαγόρευσης της ένωσης, της απόσχισης και της διχοτόμησης δεν μπορεί να άρει τις ανησυχίες περί της αποκτήσεως του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους Τουρκοκύπριους, διότι αυτό το επιδιώκουν ούτως ή άλλως από το 1963, με τη υποστήριξη της Τουρκίας.
Γ. Ιθαγένεια
Η επιχειρηματολογία σας δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει με επιτυχία ούτε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία στο θέμα της μιας και μόνης ιθαγένειας. Η αναγνώριση «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», όπως και οι σχετικές αναφορές που γίνονται για το ζήτημα της ιθαγένειας δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς. Η νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή το 1974, καθώς και η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της συνεχιζόμενης κατοχής, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται από τη Συμφωνία, αλλά, αντίθετα, οι πρόνοιές της Συμφωνίας τείνουν να δικαιώσουν και την εθνοκάθαρση και τα αποτελέσματα της κατοχής.
(α) Από τη στιγμή που η Συμφωνία δεν αντιμετωπίζει καθόλου το ζήτημα του εποικισμού, τότε παραμένει ασαφές το ποιοι θα είναι πολίτες της «ενωμένης Κύπρου» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) και κατ’ επέκταση ποιοι θα είναι δικαιούχοι της ιθαγένειας του κράτους και της ιθαγένειας των συνιστώντων κρατών.
Καμία πρόνοια στη Συμφωνία δεν κάνει αναφορά ή παραπομπή στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως υποστηρίζετε, σχετικά με το ποιος μπορεί να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν συμφωνώ με την ερμηνεία σας σύμφωνα με την οποία η αποδοχή της πρόνοιας για εσωτερική ιθαγένεια απορρέει φυσιολογικά από την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των δύο συνιστώντων κρατών. Τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναφέρονται στην πολιτική ισότητα δεν κάνουν καμία αναφορά σε ζητήματα ξεχωριστής εσωτερικής ιθαγένειας. Αυτή είναι απλά μια νέα παραχώρηση στους «Τουρκοκυπρίους» (όρος που κατά την τουρκική πλευρά περιλαμβάνει όλους τους «πολίτες» του ψευδοκράτους), πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
(β) Δεν κατανοώ πως η παντελής απουσία αναφοράς στο πρόβλημα της εθνοκάθαρσης, των εποίκων, το προσφυγικό, το εδαφικό, την ασφάλεια και άλλα συναφή ζητήματα, «ενισχύει τον αγώνα μας για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής και ελεύθερης εγκατάστασης των προσφύγων μας…».
Στην επιστολή σας αποκαλύπτετε μια ακόμα παραχώρηση. Αναφέρετε ότι «το δικαίωμα ψήφου για την Άνω Βουλή ή τη Γερουσία, όπου διασφαλίζεται η πολιτική ισότητα, θα ενασκείται όχι με βάση τον τόπο κατοικίας, αλλά την ιδιότητα του πολίτη της καθεμιάς των συνιστώσων πολιτειών». Γίνεται λοιπόν μια ακόμα ερμηνεία του όρου «πολιτική ισότητα» με τρόπο που πλήττει τα πολιτικά δικαιώματα των Κυπρίων και εμβαθύνει τα διχαστικά στοιχεία της όποιας λύσης.
Δυστυχώς, οι διατυπώσεις που γίνονται στη Συμφωνία αφήνουν τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά, αλλά και σε τρίτους, να προβούν σε πολιτικές ερμηνείες, οι οποίες θα είναι επιζήμιες για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήδη η τουρκική ερμηνεία της Συμφωνίας, η οποία έγινε τόσο στο πλαίσιο της συνάντησης της 11ης Φεβρουαρίου όσο και σε άλλες περιπτώσεις, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Οι πάγιες νομικές θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι πολλές γνωματεύσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς έχουν μια ισχυρή νομική αξία για την υπόθεσή μας.
Το Κυπριακό και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού στο σύστημα διεθνών σχέσεων, όμως, δεν γίνεται στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαμάχης. Αν τη λύση θα την έδινε το Διεθνές Δικαστήριο, τότε η προετοιμασία και τα επιχειρήματα θα έπρεπε να ήταν απόλυτα νομικά. Ο αγώνας όμως είναι πολιτικός και τα νομικά επιχειρήματα είναι ενισχυτικά σε κάποιο βαθμό. Δεν πρέπει όμως να υποκαθιστούν την ουσία ούτε να μας παρασύρουν σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, όπως αυτές που έγιναν με τη Συμφωνία αυτή.
Για να είναι σαφές, το ζήτημα της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί να υπονοείται απλώς ή να εξάγεται μέσα από τις γραμμές ή ερμηνείες διάφορων προνοιών. Πρέπει να είναι σαφώς καταγραμμένο. Μόνο τότε θα είναι διασφαλισμένη η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ασάφεια δεν ήταν ούτε πρόκειται να είναι ποτέ σύμμαχός της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Στη Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου πουθενά δεν αναφέρεται η Κυπριακή Δημοκρατία και ούτε φυσικά και η μετεξέλιξη της. Όμως οι τεράστιοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβάλλουν να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το ζήτημα. Εδώ δεν χωρούν «εποικοδομητικές» ασάφειες. Σκεφτείτε απλά τι θα συμβεί αν προχωρήσουμε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αντικατάσταση της με τη νέα «ενωμένη Κύπρο» όπως υπονοεί ή και εμμέσως προνοεί η Συμφωνία σας. Αν σε κάποιο κατοπινό στάδιο οι Τουρκοκύπριοι επιλέξουν να προχωρήσουν σε μια πράξη απόσχισης και να ανακηρύξουν το δικό τους κράτος, θα επανέλθει η Κυπριακή Δημοκρατία; Αν όχι, ποιο κράτος θα είναι τότε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών; Πως θα εκπροσωπούμαστε στους διεθνείς θεσμούς και στα διεθνή φόρα όταν εμείς θα έχουμε υποβιβαστεί από κράτος σε κοινότητα και θα έχουμε χάσει το μοναδικό μας πλεονέκτημα, το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος – την Κυπριακή Δημοκρατία – ενώ οι τουρκοκύπριοι θα έχουν πίσω τους την πλήρη στήριξη της Τουρκίας;
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Από την 1η Δεκεμβρίου 2013, όταν είχα την τιμή να αναλάβω τα καθήκοντα του Προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος και να λάβω γνώση των διαφόρων προσχεδίων για συμφωνία η οποία να αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων, είχα την ευκαιρία να εξηγήσω τεκμηριωμένα, τόσο στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας όσο και στις συσκέψεις των Αρχηγών των Κομμάτων αλλά και ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου, τους λόγους για τους οποίους το Δημοκρατικό Κόμμα διαφωνεί με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης Συμφωνίας.
Συνειδητά δεν δημοσιοποίησα τις έντονες διαφωνίες του Κόμματος, σε μια προσπάθεια διευκόλυνσης των χειρισμών σας αλλά και διατήρησης του κλίματος επικοινωνίας που είχαμε. Σκοπός μου δεν ήταν η όποια επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος αλλά η ουσιαστική συν-διαμόρφωση πολιτικής στα πλαίσια της συνεργασίας μας.
Δυστυχώς, αποφασίσατε να αγνοήσετε τις θέσεις, τις διαφωνίες και τις ανησυχίες του Δημοκρατικού Κόμματος, να εγκαταλείψετε την πρόταση που ο ίδιος υποβάλατε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 2 Ιανουαρίου 2014 και να προχωρήσετε στη συγκεκριμένη κακή – κατά την άποψή μας – συμφωνία. Αυτή δε η πρακτική που ακολουθήσατε, καθιστά αδόκιμη και αντιπαραγωγική μια εκ των υστέρων παροχή εξηγήσεων οι οποίες δεν πρόκειται να αλλάξουν την ουσία και το περιεχόμενο της Συμφωνίας.
Το Δημοκρατικό Κόμμα επιθυμούσε να μην προχωρήσετε σε αυτή τη Συμφωνία, όχι απλώς γιατί η Συμφωνία αυτή είναι αντίθετη με όσα συμφωνήθηκαν προεκλογικώς αλλά, κυρίως, γιατί με τη Συμφωνία αυτή η τουρκική πλευρά επιτυγχάνει τους περισσότερους διαχρονικούς στόχους της, πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και ανεξαρτήτως της έκβασής τους.
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Το Δημοκρατικό Κόμμα θα αξιολογήσει την όλη κατάσταση και θα λάβει τις αποφάσεις του με γνώμονα τις διαχρονικές θέσεις του Κόμματος και με στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού ελληνισμού.
Με εκτίμηση
Νικόλας Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Δημοκρατικού Κόμματος