File Photo: Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συζήτηση με θέμα «Η ανάγκη για εθνική σύμπραξη» στο Βιομηχανικό συνέδριο του ΣΕΒ. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ
Ο Αμερικανός διπλωμάτης Ουίλλιαμ Κρόφορντ (William Crawford) διετέλεσε πρέσβης στην Κύπρο από το 1974 μέχρι το 1978. Ανέλαβε κατεπείγοντως καθήκοντα με εντολή του προϊσταμένου του Χένρι Κίσσινγκερ την βδομάδα μετά την δολοφονία του πρέσβη Ρότζερ Ντέιβις στην αμερικανική πρεσβεία, στις 19 Δεκεμβρίου 1974.
Εκλήθη προφανώς λόγω της προηγούμενης του υπηρεσίας ως επιτετραμμένου στη Λευκωσία από το 1968 μέχρι το 1972. Είχε δηλαδή και εμπειρία και γνώσεις για την Κύπρο και τα ελληνοτουρκικά.
Σας παραθέτω σε δική μου ελεύθερη μετάφραση την εκτίμησή του:
Κατά τον Κρόφορντ – που καταγράφει τις αναμνήσεις του σε μακροσκελή συνέντευξη τον Οκτώβριο του 1988 για το αρχείο του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών (Oral History):
“Στα τέσσερα χρόνια της παραμονής μου εκεί, (στην Κύπρο) προσπαθήσαμε με αμέτρητους τρόπους να αντιμετωπίσουμε τη δισεπίλυτη αυτή κατάσταση, δισεπίλυτη διότι η Τουρκία πέτυχε, το 1974, αυτό που για πολύ καιρό επιθυμούσε που ήταν να μεταφέρει την Κύπρο εκτός του ομιχλώδους πεδίου της ελληνο-τουρκικής επιρροής, σε μια αμετάκλητη ζώνη τουρκικής στρατιωτικής ηγεμονίας. Στους Τούρκους δεν άρεσε η ιδέα πως ένα νησί τριάντα μίλια από τις ακτές της θα μπορούσε ξαφνικά να γίνει εχθρικό και να τους αποκόψει από την νότο”.
Προς επίρρωση της εκτίμησής του, ο Κρόφορντ παραπέμπει αυτολεξεί πως του εξέφρασε την τουρκική αυτή αντίληψη ο Τούρκος πρέσβης. Και η αντίληψη αυτή αφορούσε τουρκικό επεκτατισμό πρώτα κατά της Κύπρου και μετά κατά της Ελλάδας. Και όλα αυτά πολύ πριν υπάρξει κάν θέμα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, που αίολα προβάλλλουν όσοι σε Ελλάδα και Κύπρο έχουν “ελληνοποιήσει” την τουρκική προπαγάνδα.
Επί λέξει ο Τούρκος είπε στον Κρόφορντ το 1974:
Η τοποθέτηση αυτή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τη Ναζιστική θεώρηση περί “ζωτικού χώρου”- “lebensraum”. Πριν το Β´ Π.Π. η Γερμανία ήταν η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη, σε όγκο και πληθυσμό. Όμως δεν μπορούσαν να “αναπνεύσουν” οι ναζιστές του Χίτλερ. Για να “αναπνεύσουν” λοιπόν ενσωμάτωσαν πρώτα την Αυστρία, διαμέλισαν μετά την Τσεχοσλοβακία- στο Μόναχο το 1938- και επέδραμαν στην Πολωνία το 1939. Μετά από τις συνεχιζόμενες επιδρομικές τους ενέργειες, έγινε πλέον ξεκάθαρο πως το ναζιστικό θηρίο ήταν αδηφάγο. Και με τη καθυστερημένη αυτή διαπίστωση ακολούθησε, νομοτελειακά, ο Β´ Π.Π.
Ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος διότι η πολιτική κατευνασμού του Χίτλερ κατέρρευσε παταγωδώς. Κύριος αρχιτέκτονας της πολιτικής αυτής ήταν ο πρωθυπουργός της Βρεττανίας Νέβιλ Τσάμπερλειν που θεωρούσε πως το ξεπούλημα της ελευθερίας μιας μακρινής και μικρής χώρας- της Τσεχοσλοβακίας- ήταν αρκετό για να εξημερωθεί το ναζιστικό θηρίο. Και μαζί με την Γαλλία, πρέπει να λεχθεί, παρέδωσαν τη Τσεχοσλοβακία στις βουλιμίες των ναζιστικών ορδών. Μετά που άρχισε ο πολέμος, ο Τσώρτσιλ είπε για τον Τσάμπερλειν: “Είχε τη επιλογή μεταξύ πολέμου και ταπείνωσης, επέλεξε την ταπείνωση αλλά εισέπραξε και τον πόλεμο”.
Για τους Τούρκους- που ποτέ δεν αποδέχθηκαν διεθνείς θεσμούς και αντιλήψεις για διαπραγματεύσεις και επίλυση διακρατικών διαφόρων- το μέτρο παραμένει πάντοτε η ισχύς και η άσκησή της. Την αδυναμία την χλευάζουν. Αυτή υπήρξε η κρίση και συμβουλή Ισραηλινού, που υπηρετούσε στην Τουρκία μεταπολεμικά, προς τους προϊσταμένους του στο Τέλ Αβίβ:
Η επταετία κατέδειξε στους Τούρκους πως την ηγεσία του ελληνικού στρατού αποτελούσαν γαλονάδες της σειράς και όχι “μιμητές” των δικών τους κεμαλιστών στρατιωτικών. Τους “διάβασαν” απόλυτα με το φιάσκο της συνάντησης στον Έβρο (Κενάν- Αλεξανδρούπολη) το Σεπτέμβριο του 1967.
Τότε, ο ισχυρός ανήρ της χούντας Παπαδόπουλος προσπάθησε με εξυπνακισμούς να πείσει τον πρωθυπουργό Ντεμιρέλ πως είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας να αποδεχθεί την “ένωση” με αντάλλαγμα τουρκική βάση στην Κύπρο. Η Τουρκία είχε απορρίψει μετά τα βδεγλυμίας τέτοια πρόταση τον Αύγουστο του 1964 (επιστολή Ερκίν προς Άτσεσον 28/8/1964).
Ο Ντεμιρέλ έκοψε τη φόρα του Παπαδόπουλου λέγοντας του πως το συμφέρον της Τουρκίας καθορίζεται από την Τουρκία και όχι από την Ελλάδα. Και επιστρέφοντας έδωσε το πράσινο φως να ασκηθεί πίεση εναντίον της χούντας με τη πρώτη ευκαιρία.
Δυστυχώς στο άνοιγμα του Αιγαίου συνέβαλε και η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την επιπόλαιη απόφαση της να αποσυρθεί από τη στρατιωτική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τότε το ελληνικό Υπουργείο Άμυνας και ο Υπουργός Ευάγγελος Αβέρωφ εξέφρασαν την αντίθεση τους.
Θέση τους ήταν όχι απόσυρση αλλά αποχή από τις εργασίες της πτέρυγας, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της Ατλαντικής συμμαχίας. Γνώριζαν πως από το 1964 η Τουρκία απαιτούσε επίμονα την αλλαγή του νατοϊκού καθεστώτος άμυνας στο Αιγαίο το οποίο ήταν κατοχυρωμένο υπέρ της Ελλάδας.
Όμως ο διπλωματικός σύμβουλος του Καραμανλή, διπλωμάτης Άγγελος Βλάχος, επέμενε ουρλιάζοντας στους διαδρόμους- κυριολεκτικά- πως η Ελλάδα έπρεπε να αποχωρήσει διότι αυτό απαιτούσε η τιμή της, μια τιμή που για επτά χρόνια δεν την σκέφτηκε όταν ευλαβικά υπηρετούσε την χούντα. Έγινε έτσι το δικό του και για το οποίο ανοήτα περηφανεύεται στο βιβλίο του, “Αποφοίτηση 1974” (Ωκεανίδα, 2001).
Μια ακόμη καταστροφική συνέπεια την χουντικής επταετίας ήταν η απαξίωση των Ελλήνων αξιωματικών. Η απαξίωση αυτή κορυφώθηκε την νύχτα των Ιμίων όταν ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης αρνήθηκε να μεταβεί στο ΥΠΑΜ, ως ώφειλε, με αποτέλεσμα να τον ψάχνει ο Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων με το τηλέφωνο στο χέρι….
Διαθέτει ικανότοτατους αξιωματικούς και ένοπλες δυνάμεις. Μαζί με την απαιτούμενη πολιτική βούληση η επιθετικότητα της Άγκυρας μπορεί να ελεγχθεί. Εφόσον όμως η Ελλάδα αναγκαστεί να επιλέξει, θα πρέπει στην Αθήνα να γνωρίζουν πως η Τουρκία διαθέτει την ικανότητα να την επιβαρύνει ακόμη και με την αφορμή του πολέμου.
Οι ελληνικές γελοιότητες με την ΑΟΖ και τη Λιβύη: Τελικά μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας…