File Photo: Τουρκικές και ρωσικές δυνάμεις ανατολικά του Ευφράτη. Photo via Twitter, @tcsavunma
Της ΧΡΙΣΤΙΑΝΝΑΣ Δ. ΛΙΟΥΝΤΡΗ (*)
Η τελευταία επιχείρηση της Τουρκίας στο συριακό έδαφος (έχουν προηγηθεί άλλες τρεις) δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη. Εντάσσεται στο διακηρυγμένο εδώ και χρόνια πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής του νέο-οθωμανισμού, το οποίο συνοψίζεται στην δημιουργία, με κάθε διαθέσιμο μέσο, τουρκικών σφαιρών επιρροής στις περιοχές που κάλυπτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το ζητούμενο απέναντι σε αυτή την εκπεφρασμένη υψηλή στρατηγική της Τουρκίας είναι το αν και πώς αντιδρούν οι χώρες που επηρεάζονται από αυτήν.
Η Τουρκία δεν θέτει ζητήματα μόνο στην Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά συνολικά στην Ευρώπη και διασταλτικά στις ΗΠΑ.
Αναλυτικότερα, η ισχυροποίηση της Τουρκίας ως δρώντα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή θέτει ζητήματα υπαρξιακά για την ασφάλεια και την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Κύπρου, που είναι κράτη – μέλη της Ευρώπης, και διαμορφώνει μία νέα ισορροπία στην περιοχή, στην οποία η Τουρκία εμφανίζεται να έχει ισχυροποιημένο ρόλο στις όποιες διαπραγματεύσεις για όποιο ζήτημα (ενεργειακό, προσφυγικό-μεταναστευτικό) σε μία Ευρώπη, όπου τα κράτη- μέλη, ιδίως η Γαλλία και η Γερμανία, έχουν διαφορετικές επιδιώξεις εξωτερικής πολιτικής, οι οποίες και εκφράζονται σε εθνικό-κρατικό επίπεδο.
Είναι προφανές ότι στις όποιες διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, δεν διαπραγματεύεται η Ευρώπη ως κοινό μέτωπο αλλά τα Ευρωπαϊκά κράτη και προφανώς όχι επί τη βάσει του διεθνούς δικαίου και των ευρωπαϊκών αξιών περί κράτους-δικαίου, δημοκρατίας κλπ. αλλά επί τη βάσει σταθμίσεων του εθνικού συμφέροντος, όπως αυτό καθορίζεται για κάθε κράτος ξεχωριστά.
Πράγματι, οι ΗΠΑ φαίνονται διατεθειμένες να αφήσουν χώρο στη Ρωσία στην Κεντρική Ασία και στην Μέση Ανατολή ώστε να συγκεντρώσουν την προσοχή τους στην Κίνα. Η μετατόπιση του διεθνούς ανταγωνισμού στην Ασία είναι γεγονός το οποίο έχει αφήσει την Ευρώπη σε αμηχανία, καθώς έχει απωλέσει την πρωταρχική της σημασία (ως ανάχωμα της Ρωσικής επέκτασης) για τα αμερικανικά συμφέροντα. Η Ευρώπη καλείται να ενηλικιωθεί και να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της.
Επί αυτού, αξίζει να σημειωθεί ότι, ιδίως επί Τραμπ, οι ΗΠΑ φαίνεται να επιφυλάσσουν έναν νέο ρόλο στην Ρωσία, ο οποίος ομοιάζει με τον ρόλο που είχε η Κίνα κατόπιν του προσεταιρισμού της από τον Νίξον: μπορεί να γίνει λόγος για μία νέα τριγωνική σχέση, με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν τον προσεταιρισμό της Ρωσίας για να εξισορροπήσουν την εξ Ανατολών απειλή. Η σύγκρουση με τη Ρωσία δεν είναι πλέον συμφέρουσα. Προς τούτο, οι ΗΠΑ «δίνουν» στην Ρωσία τη Μέση Ανατολή.
Επιπλέον, οι στρατοί των ευρωπαϊκών χωρών έχουν χρόνια να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας και η κοινή γνώμη δεν είναι εξοικειωμένη με την ιδέα του ενδεχομένου ή της αναγκαιότητας ενός πολέμου. Επιπλέον, το εγχείρημα του ενωμένου μετώπου έναντι εξωτερικών απειλών δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι η ενοποίηση δεν έχει φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο, ιδίως σε ζητήματα θεσμικά και κοινωνικής συνοχής.
Υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις και διαιρετικές τομές εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχουν διογκώσει την επιφυλακτικότητα και την έλλειψη ανοχής μεταξύ Ευρωπαϊκών λαών και κυβερνήσεων. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη άρνηση της Γαλλίας να ξεκινήσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία εκφράζει ακριβώς τη λογική της παύσης της διεύρυνσης χωρίς την προηγούμενη εμβάθυνση της ενοποίησης καθώς επίσης και της επιθυμίας της να μην επιτρέψει την είσοδο χωρών που ανήκουν στη γερμανική σφαίρα επιρροής.
Το με βάση το διεθνές δίκαιο δικαίωμά σου παραμένει κενό γράμμα αν δεν υπάρχει επαρκής στρατιωτική (αλλά και οικονομική και πολιτισμική) ισχύς να το πραγματώσει. Ο πληθυσμός μας είναι κάτω των 10 εκατομμυρίων και σε περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία, προκύπτουν τα εξής εύλογα και πρακτικά ερωτήματα: αφενός, πόσο έτοιμη είναι η κοινωνία μας να στείλει τα παιδιά της προς υπεράσπιση βωμών και εστιών, αφετέρου πόσες εφεδρείες θα έχουμε απέναντι σε μία χώρα με πληθυσμό κοντά στα 80 εκατομμύρια και εξοικειωμένη με τον πόλεμο.
Είναι προφανές ότι το διακύβευμα είναι υπαρξιακό και απαιτεί από τις πολιτικές δυνάμεις να συσπειρωθούν και να δώσουν συνολικές λύσεις, μακριά από εκλογικές και ψηφοθηρικές σταθμίσεις.
(*) Η κ. Χριστιάννα Δ. Λιούντρη είναι πτυχιούχος Διεθνών Σχέσεων και τελειόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Ουδείς πίστευε ότι ο Τραμπ θα πρόδιδε τον καλύτερο του φίλο: Κι όμως… Η σειρά τώρα του Ταγίπ;