Κρίνοντας από όσα διηµείφθησαν µπροστά από τις κάµερες το βράδυ της Τρίτης στην Άγκυρα, η συνέντευξη Τσίπρα – Ερντογάν ήταν ίσως ό,τι πιο βαρετό έχει συµβεί στο µέτωπο των Ελληνοτουρκικών τα τελευταία χρόνια. Με την Τουρκία, βέβαια, από την άλλη, µερικές φορές καλύτερα να πλήττουµε, παρά να τσακωνόµαστε.
Η εξωτερική πολιτική, ωστόσο, δεν είναι αγώνας ορισµένου χρόνου, µε αρχή, µέση και τέλος. ∆εν ολοκληρώνεται µε το πέρας µιας επίσκεψης. Αποτυπώνεται µεν σε δηλώσεις αξιωµατούχων, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτές.
Δεν ωφελεί να παριστάνουµε τις οσίες παρθένες που προσβάλλονται κάθε φορά που η τουρκική ηγεσία αναµασά τετριµµένες προκλήσεις και προφανώς δεν είναι όλες οι προκλήσεις ίδιες.
∆εν υπερασπίζεται τους οκτώ.
Υπό άλλες συνθήκες, στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, οι οκτώ θα είχαν εκδοθεί χωρίς πολλά πολλά. Όποιος διαφωνεί, ας ανατρέξει στην από πολλές απόψεις διαφορετική, πλην όµως ενδεικτική, υπόθεση Οτσαλάν.
Σε αυτά τα ζητήµατα υπάρχουν διαφωνίες µε την Τουρκία, τις οποίες θα πρέπει να συνεχίσουµε να διαχειριζόµαστε µέσα σε ένα ελεγχόµενο πλαίσιο. Δεν έχουν όµως όλα τα θέµατα («οκτώ», επαναλειτουργία Χάλκης, Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα, µουσουλµανική µειονότητα Θράκης, ελληνική µειονότητα στην Τουρκία κ.ά.) την ίδια βαρύτητα και υπό αυτήν την έννοια θα ήταν επικίνδυνο να µπουν όλα σε ένα ίδιο καλάθι συµψηφισµών, όπως θα ήθελε η Τουρκία.
Η Τουρκία έχει, όµως, και ανάγκες (στρατηγικές, οικονοµικές, ενεργειακές) αλλά και πολλούς εχθρούς, ενώ παράλληλα βρίσκεται εκτεθειµένη σε πολλά µέτωπα, ακόµη και στρατιωτικά. Ανάγκες, σχέσεις και µέτωπα που µπορούν να λειτουργήσουν και ως µοχλός πίεσης στα χέρια της Ελλάδας, παράλληλα µε τους ανοιχτούς διαύλους και τα µέτρα οικοδόµησης εµπιστοσύνης.
Καλή η διαπραγµάτευση, αλλά ακόµη καλύτερη όταν γίνεται µε ικανά… διαπραγµατευτικά χαρτιά.
Η “ανάρμοστη” σχέση Αλέξη και Ταγίπ: Ο ένας “αγοράζει” ηρεμία, ο άλλος “βλέπει” Ευρώπη…