Οι διαδηλώσεις στην Ευρώπη εναντίον των Ταλιμπάν συνεχιζονται. Το στιγμιότυπο είναι από το Άμστερνταμ της Ολλανδίας. EPA, RAMON VAN FLYMEN
Μετά από έναν 20ετή πόλεμο εναντίον του σκοταδιστικού τζιχαντιστικού κινήματος, ολόκληρη η ανθρωπότητα παρακολούθησε εντελώς παθητικά την επιστροφή του Αφγανιστάν στον Μεσαίωνα.
Πρόκειται για μια οικτρή αποτυχία και μεγάλη ήττα της Δύσης. Εκτός από το ανυπολόγιστο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος, είναι πολύ πιθανό να επιστρέψει σε μεγαλύτερο βαθμό η τρομοκρατική απειλή σε Ευρώπη και Αμερική.
Φαίνεται ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Σ’ αυτή την χώρα, με τις πανάρχαιες πολιτισμικές ρίζες, υπέστησαν βαριές ήττες η Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση και τώρα οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στα 20 χρόνια πολέμου σκοτώθηκαν 2.448 Αμερικανοί στρατιώτες, χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν (με πολλαπλές αναπηρίες και ψυχικές διαταραχές), ενώ δεν υπάρχει ακριβής απολογισμός θυμάτων από πλευράς Αφγανών.
Είκοσι χρόνια επίσης συμπληρώνονται φέτος από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, που, άλλαξαν τον κόσμο, όπως είχε αναφερθεί επανειλημμένως.
Οι αποφάσεις του προέδρου Τζο Μπάιντεν, για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και το Ιράκ επανέφεραν στο προσκήνιο τα ζητήματα που αφορούν τα τραγικά αποτελέσματα αυτών των δύο πολέμων και συνάμα τα πικρά διδάγματα.
Το βασικότερο εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιο το πραγματικό κόστος τους και αν η Αμερική και η Ευρώπη εμφανίζονται ασφαλέστερες έναντι της ισλαμιστικής τρομοκρατικής απειλής;
Αν η επιχείρηση στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί εξαιτίας της βάρβαρης επίθεσης στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, η αμερικανοβρετανική επιχείρηση στο Ιράκ (Ιρακινή Ελευθερία ή Σοκ και Δέος) στις 20 Μαρτίου 2003 χαρακτηρίστηκε «παράνομη» από την πλειοψηφία των κρατών μελών του ΟΗΕ.
Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ο ισχυρισμός των κυβερνήσεων Τζορτζ Μπους και Τόνι Μπλερ ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν είχε όπλα μαζικής καταστροφής ήταν ψεύτικος επειδή τέτοια όπλα δεν βρέθηκαν ποτέ στο Ιράκ και ο στυγνός δικτάτορας της Βαγδάτης δεν είχε καμία σχέση με την τρομοκρατική δράση της Αλ Κάιντα.
Την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι από τότε που το Αφγανιστάν και το Ιράκ βρέθηκαν «υπό την προστασία» της Δύσης, είχαν τις πιο διεφθαρμένες κυβερνήσεις στον κόσμο. Είκοσι χρόνια μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, οι δυο αυτοί πόλεμοι άφησαν βαριές και πολύπλευρες απώλειες για τον Αμερικανικό λαό, αλλά τεράστια κέρδη για πολλούς λομπίστες και για το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Σε δημοσιεύματα σε αμερικανικά ΜΜΕ (με βάση πληροφορίες από πηγές στο Πεντάγωνο), μέσα σ’ αυτές τις δυο δεκαετίες, οι Αφγανοί έβλεπαν την αστυνομία τους ως «το πιο μισητό ίδρυμα» στην χώρα τους. Επίσης, αναφέρθηκε ότι είχαν γίνει επανειλημμένως λεηλασίες από στρατιώτες και αξιωματικούς. Η διαφθορά ήταν τόσο έντονη που πολλοί Αφγανοί άρχισαν να αμφισβητούν αν η κυβέρνησή τους ή οι Ταλιμπάν ήταν το μεγαλύτερο κακό.
Τελικά, τόσο στο Αφγανιστάν, όσο και στο Ιράκ, η πλειοψηφία των πολιτών όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την τρομοκρατία των Ταλιμπάν και του Ισλαμικού Κράτους αντίστοιχα, αλλά και τις διεφθαρμένες κυβερνήσεις τους, καθώς και τις συνεχείς ξένες παρεμβάσεις.
Μετά λοιπόν από τους δύο πολύνεκρους, πολυδάπανους, καταστροφικούς και χαμένους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ δεν επικράτησαν η ελευθερία και η δημοκρατία, αλλά η τρομοκρατία και η διαφθορά.
Η ανάγκη για άμεση αντίδραση των ΗΠΑ και της διεθνούς κοινότητας στα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, επισκιάστηκε από ποικιλόμορφα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα, που, επέφεραν τραγικές συνέπειες.