Ο πίνακας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Σμύρνη Χαλκά Μπουνάρ 1928». Φωτογραφία από το ΑΠΕ- ΜΠΕ
Σε ένα χωριό μόλις 140 κατοίκων, τον παλιό Κουλουμδάδο ή Κλουμιδάδου που στις αρχές της δεκαετίας του 1950 μετονομάστηκε σε Νάπη τιμής ένεκεν του παρακείμενου αρχαίου ναού του Ναπαίου Απόλλωνα και της αρχαίας κώμης που κάπου εκεί λέει ότι βρισκόταν, θα τιμηθεί φέτος η μνήμη των 90 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.
Στις 24 Μαρτίου του 1934 λένε ότι πέθανε.
Δηλώθηκε στις 25 γιατί ένας φουστανελάς πρέπει να πεθάνει σαν και τους άλλους «τρελούς» που εκείνη τη μέρα το 1821 ξεσηκώθηκαν. Στις 25 πάντως Μαρτίου τον παράχωσαν με μια κουβέρτα εκεί στο τμήμα των απόρων του νεκροταφείου του Αγίου Παντελεήμονα, λίγα μέτρα από το σπίτι του. Το σπίτι που του είχε παραχωρηθεί για να κάθεται και να μη γυρνά από χωριό σε χωριό. Και για να ζωγραφίζει σε τελάρα μόνο για λογαριασμό των τεχνοκριτικών που είχαν δει την αξία του και απλά συγκέντρωναν έργα του. Κάτι ψάρια χαλασμένα λένε είχε φάει και πέθανε από δηλητηρίαση. Οι γείτονες τον αναγύρεψαν και τον βρήκαν. Πότε να πέθανε λοιπόν; Τέτοιες μέρες ήταν και δεν έχει σημασία…
Η καλή κάμαρα στο σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου στο χωριό αυτό σκεπάστηκε από ήρωες της επανάστασης του 1821 και το Μεγαλέξανδρο. Μα είχε ιστορήσει κι άλλες ζωγραφιές ο Θεόφιλος, στον καφενέ και σε σπίτια. Οι περισσότερες από τις τελευταίες σκεπάστηκαν από ασβέστη και χάθηκαν. Μια ζωγραφιά από τον καφενέ σώθηκε μετά από περιπέτειες και σήμερα, 24 Μαρτίου, επιστρέφει στη Νάπη για να εκτεθεί για μια μέρα μέχρι να επιστρέψει οριστικά. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο.
Στα 1960 το σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου κηρύχτηκε διατηρητέο. Στα πρώτα χρόνια της χούντας… αποχαρακτηρίστηκε. Και ω του θαύματος γρήγορα αποκαθηλώθηκαν από ιδιώτες οι ζωγραφιές και το ταβάνι και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα. Στα 1970 αγοράστηκαν από το κράτος και πλέον μετά από περιπέτειες εκτίθενται στο Μουσείο Νεώτερου Ελληνικού Πολιτισμού στην Αθήνα.
Και το σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου παραμένει πια «ορφανό» μισό και βάλε αιώνα, χωρίς τα χρώματα του Θεόφιλου.
Κηρυγμένο μνημείο πια αν και χωρίς τις ζωγραφιές του μελετάται η αναστήλωσή του και η ανασύσταση της καλής κάμαρας με αντίγραφα των ζωγραφιών.
«Θέλουμε, λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ η πρόεδρος των λιγοστών ανθρώπων του χωριού Ταξιαρχούλα Παλαιολόγου, να λειτουργήσει το σπίτι της Μαριγώς ως ένας χώρος πολιτισμού, τέτοιος που μπορεί να βοηθήσει στο ξαναζωντάνεμα της Νάπης».
Με τη βοήθεια των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού ολοκληρώνεται η απαραίτητη μελέτη. Εκτός από την παλιά κάμαρα θα μεταφερθεί εκεί και η λαογραφική αλλά και η αρχαιολογική συλλογή που σήμερα παραμένουν κλεισμένες στο ισόγειο του παλιού σχολειού του χωριού. Μια σημαντική έκθεση που έκλεισε στα χρόνια της κρίσης και δεν ξανάνοιξε ποτέ. Σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου θα ξαναστηθεί η έκθεση “Νάπη, πόλις Λέσβου” που εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2001 και που δεν λειτουργεί πλέον αλλά που ειδικά και μόνο την Κυριακή θα ξανανοίξει. Εκεί φιλοξενούνται πέντε άριστα διατηρούμενα αιολικά κιονόκρανα, που μεταφέρθηκαν από τον αύλειο χώρο του ναϊδρίου του Ταξιάρχη, το οποίο βρίσκεται στην θέση Τρουλωτή της αγροτικής περιφέρειας της Νάπης. Το ναΐδριο είναι κτισμένο επάνω στα ερείπια βασιλικής των παλαιοχριστιανικών χρόνων, γνωστής ως Βασιλικής Κλομιδάδου. Μαζί με τα κιονόκρανα εκτίθενται αρράβδωτοι σφόνδυλοι και βάσεις κιόνων, που περισυνελέγησαν από αγροκτήματα και εξωκκλήσια της περιοχής. Τα αρχιτεκτονικά μέλη της Συλλογής προέρχονται από τον γειτονικό περίπτερο ναό της Κλοπεδής, η τελευταία φάση του οποίου χρονολογείται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.
Στο σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου τέλος θα εκτεθεί και ο πίνακας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ «Σμύρνη Χαλκά Μπουνάρ 1928». Ο πίνακας ιδιοκτησίας του Δήμου Δυτικής Λέσβου, είχε δωριθεί στο Σχολείο της Νάπης από τον Κοινοτάρχη Παλαιολόγο Καραγιάννη και εδώ και περίπου 15 χρόνια φυλάσσεται από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λέσβου.
Όλα ετούτα τα σχέδια στο δρόμο της υλοποίησης θα ανακοινωθούν σήμερα σε μια εκδήλωση που οργανώνει ο Δήμος Δυτικής Λέσβου και θα ξεκινήσει με ένα τρισάγιο για την ψυχούλα του φουστανελά ζωγράφου στο παρεκκλήσι της Παναγίτσας απέναντι από το σπίτι της Ζόλκου όπου απάγκιαζε σαν ζωγράφιζε.
«Το σπίτι της Μαριγώς Ζόλκου θα είναι ένα μουσείο της ιδιομορφίας του λεσβιακού πολιτισμού από τη διαμόρφωση του τύπου του αιολικού κιονόκρανου καθώς και η συνέχεια της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους και τους χρόνους των ζωγραφιών του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ» λέει ο Ταξιάρχης Βέρρος δήμαρχος της Δυτικής Λέσβου που οργανώνει την εκδήλωση στη μνήμη του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Στρατής Μπαλάσκας
Μυτιλήνη, Λέσβος
ΥΓ: Η φράση του τίτλου στα εισαγωγικά, από την περίφημη περιγραφή του Σεφέρη για το έργο του Θεόφιλου: «Ο Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE