Ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας με τον συνεργάτη της Hellas Journal, Παναγιώτη Παύλο. Φωτογραφία Αντώνης Κουμουρίδης
Aποκλειστική συνέντευξη
στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΥΛΟ*, Όσλο-Νορβηγία
Τον περίμενα το πρωί στο ξενοδοχείο που διέμενε, στο κέντρο του Όσλο, την επομένη της συναυλίας του το Σάββατο 4 Νοεμβρίου, εδώ, στη γη των Βίκινγκ.
Με την προσμονή εκείνη που νιώθεις όταν περιμένεις να συναντήσεις όχι απλώς μια προσωπικότητα, αλλά ένα μύθο με τον οποίο πρωτοσυναντήθηκες μυστικά ήδη κατά τα πρώτα παιδικά σου χρόνια, τότε που αρχές της δεκαετίας του ᾽80, στο σπίτι του παππού Λευτέρη και της γιαγιάς Μαρίνας στα Νέα Λιόσια, το Ίλιον, χαράχθηκε μέσα σου αυτή η τόσο ιδιαίτερη -έτσι την αισθανόσουν από τότε- φωνή που σε ταξίδευε τόσο μοναδικά για να σου ανοίξει άλλους κόσμους, πολυδιάστατους, που όσο μεγαλώνεις ολοένα συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να τους περιγράψεις με λέξεις.
Μέσα μου αντηχούσε ακόμη αυτή η ίδια ακριβώς φωνή του, η αναλλοίωτη στον χρόνο, από την προηγούμενη εκπληκτική βραδιά της πρώτης -ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες- παρουσίας του στη νορβηγική πρωτεύουσα.
Μιας βραδιάς που αν θα έπρεπε να τη χαρακτηρίσω με μια λέξη αυτή θα ήταν η μύηση. Διότι ο Γιώργος Νταλάρας είναι πρωτίστως μύστης και η φωνή του ιερουργική. Και έχουν και γι᾽ αυτό δίκιο οι μουσικοί του που όλοι ανεξαιρέτως, εδώ και πολλά χρόνια, τον αποκαλούν «θείο»: πράγματι, μύστης είναι αυτός που μυστικά σε μυεί στο θείον…
Δεν άργησε. Ξαφνικά ήταν εδώ, μπροστά μου, χαμογελαστός, ήρεμος, γεμάτος ενέργεια, απλός, προσηνής τόσο, σε σημείο να απορείς και να θαυμάζεις πώς μια τέτοια μεγαλειώδης προσωπικότητα κρύβεται μέσα στην απλότητα.
Με καλημέρισε με πολύ ενδιαφέρον, με φωνή ζεστή, γλυκιά που μολονότι σε ηχητική συχνότητα προφορικού λόγου έφερε αυτόν τον γνωστό, οικείο σε μένα -όπως και σε εκατομμύρια άλλους- παλμό και τη θέρμη εκείνη της δόνησης που μόνον ορισμένοι πολύ αισθαντικοί άνθρωποι εκπέμπουν.
Του ζήτησα, έτσι τελείως αυθόρμητα και στιγμιαία, να τον αγκαλιάσω. Ήταν ο μόνος τρόπος που είχα ώστε να του εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το ότι επί 35 και πλέον χρόνια τον ακούω, και με τα φυσικά αυτιά μου αλλά κυρίως με τα ώτα του νοός και της ψυχής -ξέρετε πώς, όταν η μουσική εξακολουθεί πλέον να ιερουργείται μέσα στα ηχεία της μνήμης αφού ο φυσικός ήχος παρέλθει- να ερμηνεύει και να καταθέτει στη σκηνή του κόσμου ό,τι ομορφότερο έχει παράξει ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός, το ελληνικό τραγούδι, κι όχι μόνον. Φωνή προερχόμενη από τα βάθη του παρελθόντος της πρώτης μνήμης που οδηγεί στο μέλλον…
Ανταποκρίθηκε αμέσως, σφίγγοντάς με στην αγκαλιά του τρεις φορές. Ήταν η στιγμή που διαπίστωνα με θαυμασμό ότι η φωνή ενός ανθρώπου, το άσμα του, όταν ο άνθρωπος είναι αληθινός, ανυπόκριτος, είναι συνάρτηση του όλου ανθρώπου. Διότι η αγκαλιά αυτή εκφραζόταν με την ίδια ζωντάνια, άρθρωση και εσωτερική τάση που διακρίνει το τραγούδι του!
Την ίδια ακριβώς αυτή μοναδική άρθρωση που όμοιά της δεν έχω ματακούσει. Κι όσοι από εμάς ασχολούνται με τη φιλοσοφία γνωρίζουμε ότι η ενέργεια του ανθρώπου εξαρτάται και πηγάζει από την ουσία του και την υπόστασή του. Πρόκειται για μια αφανή αρμονία του «όλου» που για να μην την αδικήσεις διατυπώνοντάς την, θα πρέπει να καταφύγεις στις πρωταρχές λέξεων όπως «καλλιτέχνης», δηλαδή τεχνίτης του κάλλους, «τραγωδός», «μουσικός» και όλα τα συναφή.
Η έκπληξη αυτού του εναγκαλισμού που προσπάθησα να σας περιγράψω δεν ήταν η μόνη. Διότι το πρώτο πράγμα που ο Γιώργος Νταλάρας μου είπε μόλις συναντηθήκαμε, σχεδόν απολογούμενος, ήταν το εξής: «Ξέρετε, δεν μπορούσαμε να παίξουμε περισσότερο εχθές διότι είχαμε περιορισμό χρόνου από τη νορβηγική νομοθεσία, κι έπρεπε δυστυχώς να σταματήσουμε στις δύο ώρες».
Μπορεί εσάς να σας ακούγεται λογικό αλλά εγώ τα έχασα λίγο όταν μου το είπε. Διότι πράγματι, αυτό που στριφογύριζε διαρκώς στο μυαλό μου, από τη στιγμή που τελείωσε η συναυλία μέχρι και τη συνάντησή μας το επόμενο πρωί, ήταν το «γιατί δεν ξαναβγήκαν στη σκηνή μολονότι δώσαμε το πλέον μακρόσυρτο χειροκρότημα που έχω δει σε ζωντανή συναυλία…»!
Και πιστέψτε με, έχω βρεθεί σε πάρα πολλές. Όντως, εδώ στο Όσλο ο κόσμος συνέχισε να καταχειροκροτά τον Γιώργο Νταλάρα, αφότου έφυγε από τη σκηνή, επί επτά λεπτά με το ρολόι.
Τον παρεκάλεσα, λοιπόν, να κάνουμε αυτή τη συζήτηση. Για όλους εσάς.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Όλα όσα αναφέρατε είναι πολύ συγκινητικά. Και με κάνουν να επιβεβαιώνω -για μια ακόμη φορά- πως τελικά δεν ήταν καθόλου λάθος που πήρα τόσο πολύ σοβαρά το τραγούδι και τη μουσική. Δεν ήταν καθόλου λάθος κάποιες επιλογές. Δεν μετάνιωσα ποτέ για την απόφασή μου να φύγω από τα νυχτερινά κέντρα πολύ μικρός.
Αυτή η ελευθερία μου χάρισε τα ταξίδια και τις συναυλίες στο εξωτερικό, ακόμη και σε μέρη που δεν είχε παίξει προηγουμένως Έλληνας καλλιτέχνης. Είναι ίσως από τις λίγες φορές που θα με ακούσετε να καυχιέμαι για κάτι. Ή μάλλον να νιώθω περήφανος που σε αυτή τη δουλειά δεν λειτούργησα σαν ένας επαγγελματίας τραγουδιστής που κυνήγαγα την επιτυχία αλλά αντιμετώπισα την υπόθεση του τραγουδιού και σαν μια ευκαιρία να γνωρίσω άλλους πολιτισμούς και να μεταφέρω κι εγώ με τη σειρά μου τα τραγούδια μας σε άλλες χώρες με άλλη κουλτούρα.
Έτσι ξεκινήσαμε, με δυσκολίες στην αρχή, αλλά καταφέραμε να εξελίξουμε και να εδραιώσουμε μια σχέση με το κοινό στο εξωτερικό που χαρακτηρίζεται από συνέπεια κι εμπιστοσύνη. Είναι πολύ τιμητικό και πολύ συγκινητικό να ακούς από έναν Νορβηγό να λέει «ο Νταλάρας είναι παρών σε όλη μου τη ζωή». Δείχνει πως δεν πήγε χαμένη η προσπάθεια. Δείχνει πως το όνειρο δεν έμεινε όνειρο.
Γι’ αυτά και πολλά άλλα είμαι πολύ χαρούμενος που μετά από πολλά χρόνια ήρθα ξανά στο Όσλο. Για το μόνο που λυπάμαι είναι που δεν μπορέσαμε να τραγουδήσουμε όσο θα θέλαμε επειδή υπήρχε χρονικός περιορισμός.
Εμείς, συνήθως, κάνουμε ένα πρόγραμμα τριών ωρών. Ακούγαμε από τα παρασκήνια το χειροκρότημα του κόσμου και στενοχωριόμασταν που δεν μπορούσαμε να βγούμε στη σκηνή ξανά και ξανά. Ίσως τους οφείλουμε μια επόμενη συναυλία…
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Εσείς τη χαρακτηρίζετε ιστορική. Εγώ θα έλεγα πως ήταν μια από τις ωραιότερες και πιο «γεμάτες» συναυλίες. Μου μετέφεραν οι συνεργάτες μου πως πριν αρχίσουμε είχε σχηματιστεί μια τεράστια ουρά από ανθρώπους έξω από το θέατρο.
Και αργότερα, όταν ξεκινήσαμε, και από τις πρώτες νότες ακούγαμε τον κόσμο να τραγουδά στα ελληνικά ή διακρίναμε από τη σκηνή τους Έλληνες να μεταφράζουν στους φίλους τους Νορβηγούς τους στίχους…
Τι να σας πω; Τον ενθουσιασμό και την λαχτάρα που ένιωσαν οι ακροατές τον νιώσαμε κι εμείς. Και στο φινάλε ήταν και ενθουσιασμός και ικανοποίηση κι ευγνωμοσύνη.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Νομίζω πως η σκέψη και η αγωνία μου πάντα επικεντρώνεται στο πώς θα μεταφέρω με τον καλύτερο τρόπο τη μουσική μας.
Πώς θα καταφέρω -μαζί με τους μουσικούς – να κατανοήσουν οι ξένοι ακροατές τον τόπο μας και πώς οι συμπατριώτες μας που επέλεξαν μια άλλη χώρα για δεύτερη πατρίδα θα ξανανιώσουν τη ζεστασιά της μάνας πατρίδας ξεχνώντας την πίκρα που πήραν φεύγοντας.
Η σκέψη και η αγωνία μου είναι να τους θυμίζουμε όλα όσα τους κάνουν περήφανους, όλα όσα κάνουν Έλληνες και ξένους να την αγαπούν. Όσον αφορά στο πρακτικό μέρος της προετοιμασίας πρέπει να σας εξομολογηθώ πως το πιο δύσκολο κομμάτι είναι η επιλογή των τραγουδιών.
Είναι τόσα πολλά τα τραγούδια που δεν είναι καθόλου εύκολο όταν αναγκαστικά μένουν κάποια εκτός προγράμματος.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Είναι πολύ φυσικό να ζουν σε «άλλο κόσμο». Είναι πολύ φυσικό να θέλουν να ζήσουν σε «άλλο κόσμο». Είναι νομοτέλεια αυτό. Οι νέοι έχουν άλλες παραστάσεις, η τεχνολογία τους έχει δώσει άλλες ευκαιρίες όσον αφορά στη μάθηση και στη μόρφωση αλλά παράλληλα ίσως και να τους έφερε και προβλήματα. Υπερπληροφόρηση – παραπληροφόρηση, αλήθεια και fake, η ουσία βρίσκεται στους τίτλους ή στο περιεχόμενο;
Οι νέοι έχουν εφόδια γνώσης καλύτερα από τα δικά μας. Και ανήσυχοι είναι και προβληματισμένοι είναι και όνειρα έχουν για τα οποία θέλουν να αγωνιστούν. Υπάρχει όμως η μοναξιά ακόμη και στον τρόπο που τα διεκδικούν.
Αντιμετωπίζουν άλλου είδους δυσκολίες κι ένα περιβάλλον που ενώ φαίνεται να τους παρέχει τα πάντα, παράλληλα τους στερεί ακόμη και την επιβίωση, τουλάχιστον όσον αφορά μεγάλη μερίδα των νέων μας. Έχουμε υποχρέωση εμείς να βοηθήσουμε και να συμπαρασταθούμε, όσο μπορούμε κι αντέχουμε.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Για μένα ήταν από τα βασικά κίνητρα για να ασχοληθώ με τη μουσική. Κύριο μέλημά μου ήταν να προσφέρω στο τραγούδι ό,τι μπορώ και να διασφαλίσω τη συνέχειά του καθώς και τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Τη σύνδεση των παλαιότερων με τους νεότερους καλλιτέχνες. Το μοίρασμα των γνώσεων κι εμπειριών.
Οι κοινωνικές συνθήκες και οι αλλαγές σαφώς κι επηρεάζουν τη μουσική αφού πρωτίστως επηρεάζουν τους εκφραστές της. Ένα τραγούδι μπορεί να περιγράψει ένα ιστορικό γεγονός ή το ιστορικό υπόβαθρο μιας περιόδου. Γιατί είναι η πιο άμεση τέχνη, οι άνθρωποι το εμπιστεύτηκαν και -μέσω αυτού- μίλησαν για τα πάθη, τα λάθη, τα βιώματά τους.
Δεν είναι οι καλλιτέχνες ξεκομμένοι από τα προβλήματα της κοινωνίας. Ποτέ δεν ήταν! Επιπλέον, βοήθησαν, όποτε τους ζητήθηκε και όσο μπορούσαν, στα αιτήματα και στις διεκδικήσεις των κοινωνιών. Δεν πρέπει να τα ξεχνάμε αυτά.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Η Ελλάδα είναι για μένα πάντα η «Όμορφη και παράξενη Πατρίδα ωσάν αυτή που μου ‘λαχε δεν είδα» μαζί με όλα τα άλλα που περιγράφει ο Οδυσσέας Ελύτης σε αυτό το τραγούδι. Ανεξαρτήτως μεγάλων μεταβάσεων και ραγδαίων εξελίξεων.
Ελπίζω κι εύχομαι η Ελλάδα και οι Έλληνες να μην χάσουν αξίες κι αρετές όπως η αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη θα έπρεπε να είναι οδηγός και κόντρα στη μισαλλοδοξία και στη διχόνοια που προκαλεί η ανέχεια. Η αλληλεγγύη και η συγκατάβαση είναι απαραίτητες για το ανάχωμα στα ακραία συμπτώματα που τείνουν να γίνουν η πιο μολυσματική και αθεράπευτη ασθένεια του καιρού μας.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Δεν ξέρω πόσο η μουσική και τα τραγούδια μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία καλύτερου μέλλοντος για όλους, εντός ή εκτός ελληνικής επικράτειας. Αυτό που μπορεί η μουσική και το καταφέρνει σίγουρα είναι να δίνει χαρά, ελπίδα, παρηγοριά. Δεν είναι ανούσια αυτά. Είναι πολύ σημαντικά, ειδικά σε μια εποχή που κυριαρχεί η δυστοπία και η απογοήτευση.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Από μικρός τραγουδούσα. Είναι άλλωστε μοιραία και απόλυτα βιωματική η σχέση μου με το τραγούδι. Οι ήχοι και τα τραγούδια με συντρόφευαν από μωρό. Ενώ όμως όλοι με ξέρετε ως τραγουδιστή εγώ είμαι μουσικός. Άλλωστε δεν νοείται ο τραγουδιστής να μην είναι μουσικός. Όταν τραγουδάω κάνω μουσική.
Μουσική δεν είναι μόνο οι συναυλίες και οι δίσκοι. Είναι η μελέτη, οι πρόβες, είναι τα σόλα, είναι τα γυρίσματα. Η φωνή είναι ένα μουσικό όργανο. Όπως καταλαβαίνετε η μουσική είναι ζωή και δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή χωρίς μουσική.
Γι’ αυτό σας απαντώ πως για μένα πρόκειται για βίωμα κι ανάγκη και με βεβαιότητα σας λέω πως ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, τελικά με τη μουσική θα ασχολιόμουν. Μετά από τόσα χρόνια συνεχίζω να κάνω μια δουλειά που αγαπάω, είναι η πολυτέλεια που έχω ώστε να κάνω ό,τι ονειρεύτηκα κι αγάπησα. Από παιδί…
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Είναι πολλοί οι καλλιτέχνες που με ενέπνευσαν και με επηρέασαν ως μουσικό. Κι από όλα τα είδη του τραγουδιού. Είναι οι φωνές που ερμήνευσαν τα φάντος και το φλαμένκο.
Είναι οι Άραβες και οι Βαλκάνιοι. Μαγικές κι αξεπέραστες φωνές που αγαπώ και θαυμάζω πολύ. Και είναι βέβαια και οι δικοί μας τραγουδιστές. Από τον Κάβουρα και τον Αραπάκη ως τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση. Αλλά και τον Πολυμέρη και τον Γούναρη. Οι μεγάλοι τραγουδιστές είναι η φωνή τους, το ταλέντο τους αλλά και τα τραγούδια που επέλεξαν να τραγουδήσουν.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι η μεγαλύτερη επιτυχία. Οι χρυσοί και οι πλατινένιοι δίσκοι; Οι συναυλίες στα μεγάλα γήπεδα; Η αγάπη του κόσμου που τόσα χρόνια κατανοεί -στην πλειοψηφία του- αυτόν τον άνθρωπο της εμμονής και της επιμονής για το καλύτερο; Η μεγαλύτερη επιτυχία μου είναι η μεγάλη προίκα τραγουδιών.
Αν πρέπει να ξεχωρίσω όμως κάτι όχι ως επιτυχία αλλά ως διαρκή κι επίπονη εργασία είναι η ενασχόλησή μου με τα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα πήρα σχεδόν ξεχασμένα και διωγμένα σε μια εποχή άνθησης του πολιτικού τραγουδιού και τα παίξαμε στις μπουάτ της Πλάκας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας γίνανε μύστες μιας μεγάλης ιστορίας της ελληνικής μουσικής.
Κατανόησαν πως το ρεμπέτικο δεν ήταν ένα μουσειακό είδος αλλά αποτελούσε την παράδοσή μας που μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά και ξανά και να ακουμπάμε. Μια ζωντανή παρακαταθήκη, το πιο επαναστατικό και ζωντανό είδος της μουσικής μας.
Με αυτά τα τραγούδια νιώθω πως έμαθα τον κόσμο. Μπήκα βαθιά στη μουσική κι έδωσα ισόβια υπόσχεση πως δεν θα σταματήσω ποτέ να τα τραγουδάω.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Υπάρχουν τραγούδια που ταυτίστηκα κι εγώ και ο κόσμος μαζί τους. Τα πρώτα τραγούδια του Κουγιουμτζή και του Λοΐζου που μου έδωσαν φωνή και υπόσταση σε δύσκολους καιρούς.
Υπάρχουν οι στίχοι του Λευτέρη (Παπαδόπουλου) και του Μάνου (Ελευθερίου) που για μένα ήταν πάντα ένας ολόφωτος φάρος, Οι στίχοι τους και οι ίδιοι με την παρέα τους.
Υπάρχει ο Καλδάρας που πίστεψε σε μένα από την πρώτη στιγμή δίνοντάς μου να τραγουδήσω τα στιβαρά του λαϊκά τραγούδια και την «Μικρά Ασία» του. Υπάρχει ο Θεοδωράκης και τα πρώτα τραγούδια μετά την πτώση της χούντας.
Ο Μαρκόπουλος και τα «Παραπονεμένα λόγια». Υπάρχουν τα λαϊκά του Νικολόπουλου και του Άκη Πάνου, υπάρχουν και τα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα τραγούδια των νέων συνθετών που ζήτησαν βοήθεια και στήριξη αλλά ξέρουν πως κι εγώ «ανταμείφθηκα» με την αγάπη που πήρα από εκείνους και το «ευχαριστώ» τους.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Αν θέλω να αλλάξω κάτι είναι κάποιες πρώτες ερμηνείες που θεωρώ πως δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που ήθελα εγώ, λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας μου όταν ηχογραφήθηκαν.
Στη δισκογραφία ξεκίνησα σχεδόν 18 χρονών και είναι φυσικό να δυσανασχετώ κάποιες φορές με τη φωνή μου τότε. Βέβαια ακούω πολλούς φίλους ακροατές να αντιδρούν με αυτή μου την άποψη και να επιμένουν πως εκείνες οι ερμηνείες έχουν τη φρεσκάδα και το πάθος ενός νέου τραγουδιστή με πολλά όνειρα.
Πως είναι ερμηνείες που δείχνουν την αγάπη για το τραγούδι και την θέληση για μια ελπιδοφόρα συνέχεια. Μπορεί και να έχουν δίκιο…
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Με σεβασμό και λατρεία κυριολεκτικά! Όταν αποφασίζω να ερμηνεύσω ξανά κάποια τραγούδια ή ένα ολοκληρωμένο μουσικό έργο δεν είναι από πρόθεση να ανταγωνιστώ ή να ξεπεράσω την πρώτη εκτέλεση. Είναι από διάθεση να μεταφέρω στη δική μου γενιά αλλά και στους νεότερους ό,τι έμαθα κι ό,τι αγάπησα, μέσα από τη δική μου οπτική και το δικό μου βίωμα.
Τα μεγάλα τραγούδια τα θεωρούσα ανέκαθεν στοιχείο της μυθολογίας του τόπου μας. Ενός τόπου που αγαπά και τους μύθους και τις διαχρονικές αλληγορίες. Τους μύθους μου εγώ ποτέ δεν τους γκρέμισα.
Αντίθετα προσπάθησα να συντηρήσω τη μνήμη τους και να αναδείξω την ουσία του έργου τους. Ποτέ δεν σταμάτησα να ψάχνω τις πρώτες εκτελέσεις και πάντα αναζητούσα αφορμές για να επανέρχομαι και να μπαίνω στον πειρασμό της προσαρμογής στη σύγχρονη εποχή και στο σύγχρονο ήχο χωρίς όμως να προδίδω το μουσικό ύφος ή το κείμενο.
Ειδικά στα μεγάλα ποιητικά έργα χρειάζεται θρησκευτική προσήλωση στο κείμενο, στην εκφορά των λέξεων, ακόμη και στα σημεία στίξης. Καταλαβαίνετε, επομένως, τι συμβαίνει κάθε φορά που καταπιάνομαι με τις επανεκτελέσεις.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Είναι πολλά τα χρόνια και είναι -πραγματικά- χιλιάδες οι εμφανίσεις και σημαντικές οι συνεργασίες. Είναι πολλές και μεγάλες οι χαρές και οι συγκινήσεις. Έχω εξαιρετικές αναμνήσεις από τα ταξίδια μας στο εξωτερικό.
Πώς μπορώ να ξεχάσω που το 1994 συγκεντρώθηκαν 24.000 άνθρωποι σε ένα γήπεδο της Νέας Υόρκης και τραγουδούσαν αλλά παράλληλα διαδήλωναν για την μεγάλη αδικία στην Κύπρο; Καταγράφηκε ως η μεγαλύτερη συναυλία ελληνικής μουσικής στο εξωτερικό. Είναι και οι συναυλίες μας με τις σημαντικές συμφωνικές ορχήστρες στα σπουδαιότερα θέατρα του κόσμου.
Γίνεται να ξεχάσω τις συναυλίες στο Ισραήλ ή στο Ελσίνκι που τραγουδούσαν τα τραγούδια μας κι ας υπήρχαν ελάχιστοι Έλληνες στο ακροατήριο; Πάντα θα θυμάμαι με συγκίνηση τη συναυλία μας στο Σχοινούδι στην Ίμβρο. Εκεί δεν υπήρχε η επιβλητική σκηνή ενός διάσημου θεάτρου, ως συνήθως, αλλά ήταν το χώμα και σκηνικό τα ερειπωμένα σπίτια…
Οι συναυλίες στην Αυστραλία στην Opera House αλλά και η πρώτη φορά για συναυλία Έλληνα καλλιτέχνη στη Νέα Ζηλανδία. Το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου» να αντηχεί σε άπταιστα ελληνικά από τους ξένους ακροατές, όπου γης.
Όλα αυτά τα χρόνια τραγουδήσαμε τα μεγάλα τραγούδια των Ελλήνων δημιουργών στους σπουδαιότερους χώρους. Οι άνθρωποι μας αντιμετωπίζουν με αγάπη και σεβασμό και πρέπει να είμαστε περήφανοι γι’ αυτό.
Όσο για τις συνεργασίες, νιώθω τυχερός γιατί από την αρχή του ξεκινήματός μου κιόλας συνάντησα σπουδαίους ανθρώπους. Αργότερα συνεργάστηκα με συγκροτήματα και τραγουδοποιούς που ενώ υπήρχε η αίσθηση μιας άλλης μουσικής νοοτροπίας, στην ουσία υπήρχε κοινή αντίληψη και αγάπη και ήθος.
Αλλά και οι ξένοι καλλιτέχνες όπως ο Στινγκ, ο Πάκο ντε Λουτσία, ο Αλ ντι Μέολα, η Ντούλτσε Πόντες. Νιώθω πως αυτές οι συνεργασίες είναι ένα είδος αναγνώρισης της προσπάθειάς μας όλα αυτά τα χρόνια.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Νομίζω πως -στην περίπτωσή μου- τη δύναμη, τη ζωντάνια, το πάθος μου τα δίνει η ευθύνη. Είναι η ευθύνη απέναντι στον κόσμο που με πίστεψε, που με εμπιστεύθηκε κι εγώ από την πλευρά μου δεν τον πρόδωσα ποτέ.
Είναι η ευθύνη και το κίνητρο για να κάνεις κάτι άλλο, κάτι ακόμη καλύτερο ή και διαφορετικό για τον κόσμο. Δύναμη και ζωντάνια και πάθος είναι και η συνεργασία με νέους ανθρώπους που έχουν ταλέντο και σεβασμό. Αυτό ακόμη το επιδιώκω. Να βοηθώ -όσο μπορώ και «χρησιμοποιώντας» τη φήμη μου- νέους μουσικούς και τραγουδιστές που έχουν αξία.
Εδώ όμως θέλω να προσθέσω και κάτι άλλο που έχει σχέση με τις επιλογές και τη φιλοσοφία μου για τη ζωή. Από μικρό παιδί αγαπούσα τον αθλητισμό, δεν έπινα και δεν μου άρεσε το ξενύχτι. «Πόνταρα» στο φως της μέρας και στην πραγματική ζωή.
Η πραγματική ζωή έχει κούραση, έχει μελέτη, έχει δυσκολίες αλλά έχει και χαρές κι αγάπη. Η αγάπη είναι το όπλο για να αντιμετωπίσεις όλες τις ρωγμές, ακόμη και του χρόνου. Όλα αυτά, επομένως, είναι που με κάνουν ανθεκτικό και δημιουργικό.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Το τραγούδι είναι ο λόγος, η μουσική και η ερμηνεία. Δεν είναι υπόθεση ενός ατόμου αλλά πρόκειται για συλλογική δουλειά. Και ο στιχουργός και ο μουσικός και ο ερμηνευτής έχουν μερίδιο ευθύνης στο αποτέλεσμα.
Πρέπει να γνωρίζουν τη σημασία του τραγουδιού – ειδικά όταν αναφερόμαστε σε έναν τραγουδιστή λαό όπως είναι ο δικός μας. Κινητήριος δύναμη θα πρέπει να είναι ακριβώς αυτή η ευθύνη, η δύναμη που παίρνουμε από τον κόσμο και η αγάπη για τη μουσική. Αλλά επιτρέψτε μου να σταθώ ιδιαίτερα σε κάτι που αναφέρατε.
Είναι αλήθεια πως κάποια τραγούδια δεν είχαν την αποδοχή που θα έπρεπε επειδή ατύχησαν στην ερμηνεία. Ένα τραγούδι, επομένως, για να είναι «ευτυχισμένο» όπως έλεγε ο Μάνος Ελευθερίου, χρειάζεται και τους τρεις συντελεστές του. Και χρειάζεται να σέβεται ο ένας τη δουλειά του άλλου.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Αναφέρατε τις Πυθαγόρειες αναλογίες. Οπότε σίγουρα γνωρίζετε πως ο Πυθαγόρας κατέτασσε τη μουσική -μαζί με την αστρονομία και τη γεωμετρία- ως μία από τις βασικές επιστήμες για την κατανόηση της ζωής και της φύσης.
Θα ανέφερα εδώ και μία φράση του Πολύβιου «είναι ωφέλιμο για τους ανθρώπους να ασκούνται στη μουσική». Νομίζω πως η μουσική μπορεί να γίνει φάρμακο γιατί είναι ζωή. Φυσικά και λειτουργεί θεραπευτικά και η επιρροή της μόνο ευεργετική είναι.
Οι τέχνες γενικότερα έχουν ευεργετική επιρροή γιατί είναι επικοινωνία, έκφραση και δημιουργικότητα.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Δεν ξέρω αν βρίσκω την ισορροπία μεταξύ πιστότητας πρωτοτύπου σε σχέση με τη δική μου οπτική. Ίσως ο χρόνος και ο κόσμος να αναγνωρίζουν το τελικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Το αυθεντικό το ορίζει η ειλικρίνεια της προσέγγισης καθώς και η γνώση. Είμαι όμως πολύ σκεπτικός με έννοιες όπως «αυθεντικό» γιατί εμπεριέχουν κρίση και μάλιστα υποκειμενική.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Η μουσική βιομηχανία και η δισκογραφία περνά μεγάλη κρίση. Είμαστε ίσως στη χειρότερη περίοδο. Παλιότερα επένδυε περισσότερο στα καλά τραγούδια. Το παρελθόν και η ιστορία του τραγουδιού απέδειξε πως η μάχη με το χρόνο δεν κερδίζεται από το μοδάτο και το περιστασιακό.
Τα καλά τραγούδια και οι καλές φωνές νικάνε το χρόνο και κερδίζουν το σεβασμό των ακροατών. Επίσης, αν αναζητήσουμε τους καταλόγους της ελληνικής ή της παγκόσμιας δισκογραφίας θα διαπιστώσουμε πως το καλό είναι και εμπορικό.
Η καλλιτεχνική αξία δεν υστερούσε όσον αφορά και στην εμπορική υπεραξία. Δεν θα έπρεπε να το υποτιμάνε αυτό ούτε οι υπεύθυνοι των δισκογραφικών εταιριών ούτε και οι καλλιτέχνες, αν θέλουν να κερδίσουν οι ίδιοι και τα τραγούδια τους τη μάχη με το χρόνο.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Για έναν άνθρωπο που είναι πολλά χρόνια στη δισκογραφία και που είδε και τις καλές και τις κακές στιγμές του τραγουδιού, η απάντηση είναι πλέον απλή. Ο καλός στίχος είναι το κυρίαρχο που μετρά στην επιλογή. Δεν χωράνε εκπτώσεις.
Για τη γενιά μας που μεγαλώσαμε και ζήσαμε μαθαίνοντας από τους ποιητές δεν χωράνε συμβιβασμοί ή διακανονισμοί στο θέμα του καλού στίχου. Κι όταν έχεις τραγουδήσει τέτοια «ακριβά» δώρα τότε η επιλογή γίνεται μόνο με κριτήριο το καλό. Η έννοια μου ήταν να βρίσκω ωραία τραγούδια και να τα ερμηνεύω με σεβασμό, ευθύνη και γνώση.
Όσον αφορά στη διαφορετική προσέγγιση στην ερμηνεία, χρησιμοποιήσατε το επίθετο ελεύθερη δίπλα στην λέξη στιχουργία. Είναι γεγονός πως μπροστά σε ένα ποιητικό κείμενο δεν μπορείς να κινηθείς ελεύθερα ή να υπερβείς το όριο των λέξεων και του ποιητή.
Προσωπικά, με τον ίδιο σεβασμό αντιμετωπίζω έναν ποιητή και το έργο του με αυτό ενός λαϊκού στιχουργού. Γιατί πολλές φορές έχουμε συναντήσει θαυμάσια λαϊκά τραγούδια που είναι «φορτωμένα» με το βάρος και το κύρος της ποίησης.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Ο τρόπος είναι ένας και καθόλου εύκολος: είναι η γνώση που σε συνδυασμό με την έμπνευση και το ταλέντο βοηθούν στην εξέλιξη της μουσικής. Βοηθούν και στην ενίσχυση του νοήματος ενός ποιήματος.
Ποίηση και μουσική πολλές φορές είχαν κοινή πορεία και πέτυχαν το ιδεατό. Εξαρτάται από τα τρία στοιχεία που σας προανέφερα μαζί με την ευαισθησία ή και τον ρομαντισμό ενός μουσικού που ασχολείται με το ποίημα. Δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση η μελοποίηση γιατί δεν προσφέρονται πάντα τα σπουδαία λόγια για τη συγκεκριμένη διαδικασία.
Δεν μελοποιείς από μόδα αλλά γιατί κατανοείς απόλυτα το νόημα. Κάποιοι μεγάλοι συνθέτες με πρωτοπόρο τον Μίκη Θεοδωράκη μπήκαν στη διαδικασία της μελοποίησης ποιητικών έργων με αποτέλεσμα να μιλάμε για πολιτιστική άνοιξη κι επανάσταση.
Τα ποιήματα έγιναν βίωμα, κοινό κτήμα και τραγουδήθηκαν από τους απλούς ανθρώπους ανεξαρτήτως μόρφωσης ή κοινωνικής τάξης. Ο λαός μας έτσι πορεύτηκε «τραβώντας ψηλά» κι αυτή είναι η νέα διάσταση.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Ο Χρόνης Αηδονίδης ήταν ένας σπουδαίος δάσκαλος της δημοτικής μας παράδοσης. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να αποτιμηθεί η φωνή του, η ερμηνευτική του τέχνη, οι αρετές που τον ξεχώριζαν και σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνη.
Έχω πει ξανά πως τραγούδησε τους ανείπωτους μύθους και θρύλους της παράδοσής μας. Ένας εξάγγελος των πανάρχαιων μουσικών μας καταβολών. Ο Χρόνης πάντα ήθελε μια παραγωγή αντάξια της αγάπης και της αφοσίωσής του σε ό,τι αγαπούσε και υπηρετούσε με συνέπεια και ήθος.
«Τ’ Αηδόνια της Ανατολής» είναι μια τέτοια δουλειά, ένας από τους αρτιότερους δίσκους της δημοτικής μας παράδοσης με εξαιρετικούς σολίστες, όπως ο Ρος Ντέιλι, αυτός ο υπέροχος Ιρλανδός μουσικός και με τη συμβολή ιστορικών της δημοτικής μας παράδοσης, όπως ο Σίμωνας Καρράς, ο Θεόδωρος Ακρίδας και ο Νίκος Διονυσόπουλος.
Χαίρομαι πολύ, λοιπόν, που εκτός από τη συμμετοχή μου βοήθησα και ως παραγωγός. Γιατί, όπως ίσως ξέρετε, οι εταιρίες δεν επένδυαν στη δισκογραφική παραγωγή παραδοσιακών τραγουδιών. Ήταν συνήθως πρόχειρες ηχογραφήσεις κι αυτό ήταν ένα παράπονο του Χρόνη.
Η σχέση μου, λοιπόν, με τη βυζαντινή μουσική και τη δημοτική παράδοση περνάει και μέσα από τη σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους οφείλουμε τη διάσωση και τη συνέχεια της δημοτικής μας παράδοσης, της ιστορίας μας.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Επειδή συνεχώς θέλω να μαθαίνω, αν είναι κάτι που θέλω να μεταφέρω σε κάθε πολίτη είναι να μην σταματά ποτέ να μαθαίνει. Να μην σταματά ποτέ να μελετά.
Κυρίως να μαθαίνει το παρελθόν του τόπου του που είναι η ιστορία του και που μπορεί να τον γλιτώσει από τα λάθη των παλαιότερων.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Σας ευχαριστώ πολύ για τα λόγια αυτά, δείχνουν ειλικρινή εκτίμηση. Περισσότερο όμως νιώθω σαν ένας δρομέας αντοχής. Πάντα έτσι ένιωθα.
Για να σας απαντήσω όμως, δεν το φοβάμαι το ελληνικό τραγούδι όσο υπάρχουν άνθρωποι που σέβονται την ιστορία του και που τα προσωπικά όνειρα θα τα μετατρέπουν ή έστω θα προσπαθούν να τα μετατρέψουν σε συλλογικά όνειρα. Γιατί υπάρχουν και καλοί μουσικοί και καλοί στιχουργοί και ωραίες φωνές.
Πιστεύω στις ειλικρινείς προθέσεις κι ακόμη κι αν είναι δύσκολο τα μεγάλα τραγούδια να τα ανακαλύψει ο κόσμος με τις υπάρχουσες συνθήκες, τουλάχιστον ας μην γυρνά την πλάτη στην προσπάθεια των νέων και ταλαντούχων ανθρώπων.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Αναζητώ ό,τι και ο κάθε άνθρωπος. Τα ανθρώπινα. Τα απλά. Τα γήινα. Την φύση. Τον χρόνο. Οι επιλογές μας είναι εκείνες που μας καθορίζουν.
Επέλεξα να ζω στη μέρα και στο φως. Και το φως μας το χαρίζουν οι αγαπημένοι άνθρωποί μας κυρίως. Αναζητώ κι επιδιώκω αυτές τις στιγμές. Γιατί πέρα από τη μουσική που είναι η καθημερινότητά μου, είμαι τυχερός που μπορώ κι απολαμβάνω μαζί με την Άννα τη μεγάλη χαρά της ύπαρξης των δύο εγγονιών μου.
Είμαι περήφανος για τη Γεωργιάννα μας. Ένα νέο, δυναμικό κορίτσι με τους δικούς του κώδικες αξιών που τους υπερασπίζεται και με την τέχνη και με τη ζωή του. Όπως καταλάβατε, όλοι οι άνθρωποι τα ίδια αναζητάμε κι όταν τα έχουμε μπορούμε να ψελλίσουμε πως είμαστε κοντά στην ευτυχία.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Η μουσική είναι απέραντη και χωρίς όρια. Ένας μουσικός δεν πρέπει να βάζει όρια. Προσπαθεί να υπερβαίνει ακόμη και τα όρια που του βάζουν οι άλλοι. Έτσι γίνεται καλύτερος.
Αυτό που ήθελα ήταν να γίνω μουσικός. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Αυτό ακόμη θέλω να είμαι. Να μπορώ τις μνήμες, την έμπνευση και τα βιώματά μου να τα μεταφέρω στον κόσμο και να τους ενώνω όλους σε έναν κοινό μύθο.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Θα τις προέτρεπα να έχουν υπομονή, επιμονή, να μελετούν πολύ και να μην κόβουν την αλυσίδα που θα τις κρατά σταθερά δεμένες με τους παλαιότερους. Η αλυσίδα αυτή δεν είναι κακή και βοηθά. Γιατί η σχέση με τους δασκάλους μας είναι σημαντική, πρέπει να τους μελετάμε, να παίρνουμε τα καλά και να αποφεύγουμε τα όποια λάθη τους.
Κατανοώ πως οι συνθήκες για τα νέα παιδιά με ταλέντο δεν είναι οι ιδανικότερες αλλά πιστεύω πως όποιος έχει αξία δεν χάνεται. Με την προϋπόθεση όμως να μην αφήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης τα «όπλα» που ανέφερα.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Μαθαίνω πως πήρε κι άλλη παράταση ως τις 24 Δεκεμβρίου. Ο κόσμος αγκάλιασε αυτή τη συνύπαρξη από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι συναυλίες, πριν ακόμη ξεκινήσουμε. Με την Άλκηστη έχουμε κοινή αντίληψη για τον τρόπο που οφείλουμε να παίζουμε τη μουσική.
Για τον τρόπο που πρέπει και να ακούγεται η μουσική. Ο σεβασμός, η αγάπη και η συνέπεια, μας ενώνουν και μας φέρνουν ξανά μαζί στη σκηνή του Παλλάς. Διαλέξαμε τραγούδια αγαπημένα πρώτα από όλα σε μας, παιγμένα κι αλλιώς, με καινούργιους ήχους και νέες διασκευές. Περάσαμε πολύ ωραία στις πρόβες – αν και πολύωρες- και περνάμε πολύ ωραία και στη σκηνή.
Και το κυριότερο; Και ο κόσμος ένιωσε εξίσου ωραία και μας συνόδευσε με το τραγούδι του. Έχουμε τελικά ανάγκη όλοι να «καθαρίσουμε» λίγο το μαύρο σύννεφο που μας σκεπάζει. Έχουμε ανάγκη όλοι την παρηγοριά του τραγουδιού ως αντίβαρο σε όσα άσχημα και δύσκολα συμβαίνουν.
ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ!
* Θερμές ευχαριστίες απευθύνουμε προς την Άννα Νταλάρα, για την φροντίδα της κατά την πραγματοποίηση της συνέντευξης. Στα σημεία όπου ο Γιώργος Νταλάρας αναφέρεται σε συγκεκριμένα τραγούδια η Hellas Journal σας παρέχει τη δυνατότητα άμεσης ακρόασής τους μέσω υπερσύνδεσης με την επίσημη ιστοσελίδα του και το κανάλι του στο Youtube.
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE