Φωτογραφία από Wolfgang Borchers από το Pixabay
Το έδαφος του Βρανδεμβούργου δεν είναι το πλέον κατάλληλο για καλλιέργεια: είναι φτωχό σε θρεπτικά συστατικά και αμμώδες, ενώ η περιοχή χαρακτηρίζεται και από ξηρασία.
Όμως ο Μπένεντικτ Μπέζελ αποφάσισε παρ’ όλα αυτά να το τολμήσει: το 2016 εγκατέλειψε την καριέρα του ως τραπεζικός επενδυτής και ανέλαβε ένα μεγάλο κτήμα των γονιών του στο ανατολικό Βρανδεμβούργο. 3.000 εκτάρια γης, εκ των οποίων 2.000 εκτάρια δασικής έκτασης και 1.000 καλλιεργήσιμα. Έχοντας εργαστεί στο παρελθόν με νεοφυείς επιχειρήσεις του αγροτικού τομέα, στράφηκε στις καινοτόμες τεχνολογίες γεωργίας.
Έπειτα από δύο καλοκαίρια ξηρασίας, ο Μπέζελ συνειδητοποίησε πως «τέτοιες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά για τη διαχείριση των συμπτωμάτων ενός άρρωστου συστήματος».
Σήμερα ο Μπέζελ είναι πεπεισμένος ότι οι προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με τεχνικές λύσεις.
Είναι σημαντικό πρώτα να θεραπεύσουμε το σύστημα και να δημιουργήσουμε εκ νέου άθικτα οικοσυστήματα. Έτσι, η υγεία του εδάφους και η διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι στο επίκεντρο της καθημερινής εργασίας του Μπέζελ.
Για το πώς να δημιουργήσει ένα υγιές σύστημα, ο Μπέζελ πήρε έμπνευση για παράδειγμα από τον Ελβετό Ερνστ Γκετς, ο οποίος χρησιμοποίησε την αγροδασοπονία σε μία περιοχή στη Βραζιλία, η οποία είχε κηρυχθεί εντελώς άγονη, καθιστώντας τη ξανά γόνιμη.
Όποιος έρθει σήμερα στο κτήμα του Μπέζελ θα βρει καλλιεργήσιμη γη που διακόπτεται κάθε λίγα μέτρα από στενές λωρίδες γης.
Σε αυτές φυτρώνουν δέντρα και θάμνοι, που σταματούν τους ανέμους και έτσι μειώνουν τη διάβρωση του εδάφους.
Παρέχουν επίσης ένα πιο υγρό μικροκλίμα, προσφέρουν έναν βιότοπο για έντομα και πουλιά, αποθηκεύουν διοξείδιο του άνθρακα στο έδαφος και εξακολουθούν να παρέχουν ξηρούς καρπούς, μούρα ή φρούτα που μπορούν να συγκομιστούν.
Περισσότερες από 150 αγελάδες βόσκουν στο κτήμα όλον τον χρόνο, σε μικρές εκτάσεις στα χωράφια, και δύο έως τέσσερις φορές την ημέρα μετακινούνται.
Ο Μπέζελ φροντίζει οι αγελάδες να στέκονται πάντα κοντά η μία στην άλλη, σε μία διαδικασία κατά το δυνατόν παρόμοια με αυτή της φυσικής βόσκησης.
Ο Μπέζελ εξηγεί ακόμη πως, όταν οι αγελάδες τρώνε τα χόρτα στα χωράφια, «το σοκ από το δάγκωμα των ζώων προκαλεί την αντίδραση των φυτών με την ανάπτυξη ριζών».
Ταυτόχρονα, τα ποδοπατημένα φυτά προστατεύουν το έδαφος από τον ήλιο και τρέφουν τους οργανισμούς του εδάφους.
«Με αυτή τη μορφή βόσκησης ο άνθρακας μπορεί να αποθηκευτεί στο έδαφος πολύ αποτελεσματικά, γρήγορα και μακροπρόθεσμα».
Αυτή η γεωργική προσέγγιση παρουσιάζει ήδη τις πρώτες επιτυχίες και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα δέντρα και οι θάμνοι που καλλιεργήθηκαν από σπόρους δεν αντιμετώπισαν κανένα πρόβλημα, παρ’ ότι το τελευταίο καλοκαίρι ήταν πολύ ζεστό και δυσάρεστο. Ακόμη, η βόσκηση βελτίωσε την ποιότητα του εδάφους και την ικανότητα απορρόφησης νερού.
Όσο ωραία κι αν ακούγονται όλα αυτά, το μεγάλο ερώτημα παραμένει: είναι δυνατόν να θρέψουμε τα οκτώ δισεκατομμύρια ανθρώπων χωρίς βιομηχανική γεωργική παραγωγή; Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ αυτού.
Το 1/3 των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως προέρχεται από αγροκτήματα με έκταση μικρότερη των δύο εκταρίων, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) – με άλλα λόγια από μη βιομηχανική παραγωγή. Επιπλέον η ζήτηση δεν χρειάζεται να είναι τόσο υψηλή όσο τώρα. Άλλωστε δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν τόσο πολύ φαγητό που τους αρρωσταίνει, ενώ το 40% του συνόλου των τροφίμων παγκοσμίως καταλήγει στα σκουπίδια, όπως δείχνει μελέτη της McKinsey.
Επιπλέον έχουμε την πολυτέλεια να χρησιμοποιούμε περίπου το 40% της καλλιεργήσιμης γης για την καλλιέργεια ζωοτροφών, σύμφωνα με το Ίδρυμα Heinrich Böll.
Ο Μπένεντικτ Μπέζελ είναι πεπεισμένος: «Με μία έξυπνη, αναγεννητική και οικολογική χρήση της γης μπορεί κανείς να παράγει τουλάχιστον την ίδια ποσότητα τροφίμων, όπως και με τη βιομηχανική γεωργία».
Επιπλέον, η αναγεννητική γεωργία δεν θα είναι απαραίτητα ακριβότερη για τους καταναλωτές. Η βιομηχανική παραγωγή έχει πολλές εξωτερικές δαπάνες, όπως αυτές που προκαλούνται από τα εξαντλημένα εδάφη, τη μειωμένη βιοποικιλότητα ή τη χειρότερη ποιότητα νερού, και οι οποίες δεν αντικατοπτρίζονται στις τιμές των προϊόντων.
Στο τέλος, όμως, πρόκειται για ένα κόστος που επωμίζονται όλοι οι άνθρωποι, διότι πρέπει να ζήσουν με τις συνέπειες. Εάν το κόστος αυτό συνυπολογιζόταν, οι τιμές δεν θα διέφεραν πλέον τόσο από τα οικολογικά, αναγεννητικά παραγόμενα αγαθά.
Μέχρι σήμερα η γερμανική γεωργία ήταν προσανατολισμένη στην παραγωγή όσο το δυνατόν μεγαλύτερων ποσοτήτων σε χαμηλές τιμές για την παγκόσμια αγορά. Έτσι, οι αγρότες στη Γερμανία επεκτάθηκαν, επένδυσαν στην τεχνολογία και ανέλαβαν υψηλά χρέη, όπως δήλωσε ο Μπέζελ την άνοιξη σε ακρόαση στην Μπούντεσταγκ, όπου είχε προσκληθεί ως ειδικός.
Ωστόσο, οι υποχρεώσεις πληρωμών προς τις τράπεζες κρατούν τους αγρότες με δεμένα τα χέρια, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη στροφή στην αναγεννητική γεωργία.
Η μετάβαση είναι δύσκολη και λόγω του ότι η αναγεννητική γεωργία δεν είναι παντού η ίδια. Κάθε αγρότης πρέπει να αναλύσει λεπτομερώς τη δική του τοποθεσία και τις επικρατούσες συνθήκες. Όπως λέει ο Μπέζελ, οι μέθοδοί του δεν είναι εξίσου κατάλληλες για κάθε τοποθεσία.
Κατά τη διαδικασία μετάβασης τα τελευταία χρόνια ο Μπέζελ έχει λάβει μεγάλη βοήθεια από την επιστημονική κοινότητα. Σήμερα συνεργάζεται με διάφορα ερευνητικά ιδρύματα, όπως το Ινστιτούτο Julius Kühn (JKI), την Επιτροπή για την Τεχνολογία και τις Κατασκευές στη Γεωργία (KTBL) και το Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου.
Ακόμη εγκαινίασε ο ίδιος ένα ίδρυμα για τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στο Βρανδεμβούργο, προκειμένου να τα διαθέσει στο κοινό.
Ο Μπέζελ είναι πεπεισμένος ότι «οι ανάγκες της κοινωνίας και των οικοσυστημάτων εξαρτώνται πάντα από το ζήτημα της χρήσης της γης και αυτό είναι και το κλειδί για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας».
ΠΗΓΗ: deutsche welle
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE