Εν όψει των εκλογών στην Τουρκία, οι σύμμαχοι να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το απροσδόκητο: Μεταξύ των πιθανών κινήσεων είναι μια “τυχαία” σύγκρουση με την Ελλάδα

Ο ισλαμιστής πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν παρακολουθεί τους οργανοπαίκτες. Φωτογραφία Τουρκική Προεδρία




Το περιοδικό Foreign Affairs σε άρθρο γνώμης του Henri Barkey με τίτλο Turkey’s Turning Point τονίζει ότι σε μια χρονιά που έφερε ανανεωμένη δύναμη και ενότητα στο ΝΑΤΟ, ίσως καμία χώρα δεν έχει αποδειχθεί τόσο ανατρεπτική στη συμμαχία από την Τουρκία.

Για άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έφερε νέα αποφασιστικότητα ενάντια σε έναν κοινό εχθρό και άνοιξε το δρόμο για την επέκταση της συμμαχίας. Ωστόσο, η Τουρκία, αν και είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν διατηρεί μόνο εγκάρδιες σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά έχει επίσης απειλήσει να μπλοκάρει τις υποψηφιότητες της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.

Και ενώ η Τουρκία βελτιώνει τους τεταμένους δεσμούς της με πολλές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, συνέχισε να έχει ψυχρές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει εξαπολύσει νέες απειλές προς την Ελλάδα. Επίσης, μετά από χρόνια προσπαθειών υπονόμευσης του Σύριου δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ, η Άγκυρα έχει ξεκινήσει μια προσέγγιση με το καθεστώς στη Δαμασκό, με τη μεσολάβηση της Ρωσίας.

Αυτές οι κινήσεις, αν και αμφιλεγόμενες στη Δύση, είναι γενικά δημοφιλείς στην Τουρκία. Έχουν επίσης ξεκάθαρο σκοπό. Τον Μάιο, ο μακροχρόνιος λαϊκιστής-αυταρχικός ηγέτης της Τουρκίας, ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα αντιμετωπίσει τη δυσκολότερη επανεκλογή της πολιτικής καριέρας του και η εξωτερική πολιτική έχει γίνει ένας αποτελεσματικός τρόπος, για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από πολλαπλές κρίσεις στο εσωτερικό.

  • Για τον Ερντογάν, τα πάντα κινούνται πλέον γύρω από τις εκλογές. Μετά από 20 χρόνια αδιαμφισβήτητης διακυβέρνησης, μια ήττα θα είχε σοβαρές συνέπειες για τον ίδιο, την οικογένειά του, τους συντρόφους του και πολλούς άλλους στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), που επωφελήθηκαν προσωπικά από την κυριαρχία του και πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν δίωξη.

Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ενδέχεται να χάσουν τις εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για τις 14 Μαΐου. Για οποιονδήποτε άλλο ηγέτη, τέτοια επίπεδα αντιδημοφιλίας και οικονομικής δυσφορίας μπορεί να σημαίνουν βέβαιη ήττα.

Όμως ο Ερντογάν είναι γνωστός για την επιμονή του και την ικανότητά του να κερδίζει τις εκλογές και έχει καταφέρει να διατηρήσει σταθερά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει σχεδόν κάθε μέσο, για να αποφύγει την ήττα.

Όπως υποδηλώνουν οι πρόσφατες κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική, έχει επίσης πολλά χαρτιά να παίξει και μπορεί να επιδιώξει να κατασκευάσει μια κρίση —συμπεριλαμβανομένης της Δύσης— για να αλλάξει το κλίμα στη χώρα του.

Η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν για μια τέτοια εξέλιξη για να ελαχιστοποιήσουν τις πιθανές ζημιές και πρέπει να έχουν μια στρατηγική για να την αντιμετωπίσουν. Η Τουρκία είναι πολύ σημαντική χώρα για να της επιτραπεί να απομακρυνθεί από τη δυτική επιρροή.

Για έναν αυταρχικό λαϊκιστή όπως ο Ερντογάν, η εξωτερική πολιτική, πέρα από τις παραδοσιακές λειτουργίες της, χρησιμεύει ως σημαντικό εργαλείο αυτοσυντήρησης και αυτοπροώθησης. Η σημαντική θέση της Τουρκίας μεταξύ της Ρωσίας, της Μέσης Ανατολής και της Δύσης έχει βοηθήσει να τροφοδοτήσει την ακόρεστη επιθυμία του Ερντογάν για αναγνώριση και εκτόπισμα.

Με τις επικείμενες εκλογές, ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει την εξωτερική πολιτική για να πιέσει τα εθνικιστικά κουμπιά της Τουρκίας, παίρνοντας λαϊκές θέσεις, που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσει η αντιπολίτευση.

Για την ενίσχυση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, η Άγκυρα διαπραγματεύτηκε συμφωνίες ανταλλαγής αξίας 28 δισεκατομμυρίων δολαρίων με την Κίνα, το Κατάρ, τη Νότια Κορέα και τα ΗΑΕ.

Επίσης, ο Ερντογάν φιλοξένησε τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν – κίνηση που ο οικονομολόγος Timothy Ash αποκάλεσε ως «μια άνευ όρων παράδοση» – τον οποίο είχε κατηγορήσει νωρίτερα ότι διέταξε τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη, με αντάλλαγμα μια κατάθεση 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην τουρκική κεντρική τράπεζα.

Σε εντυπωσιακή αντίθεση με την προσέγγισή του στη Ρωσία, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ο Ερντογάν τείνει να είναι πολύ πιο μαχητικός και εχθρικός με τους δυτικούς συμμάχους του. Η στάση απέναντι τους είναι δημοφιλής στο εσωτερικό της χώρας του. Ως εκ τούτου, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να τους καταδικάσει, κατηγορώντας τους για όλα τα δεινά του κράτους του, από την κατάσταση της οικονομίας μέχρι το πραξικόπημα του 2016 εναντίον του, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι συμμετείχαν οι ΗΠΑ.

Εν τω μεταξύ, ο Ερντογάν έχει θέσει τις βάσεις για πιθανές τουρκικές ενέργειες σε πολλά άλλα μέτωπα. Η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν διαφωνήσει όλα αυτά τα χρόνια σε ζητήματα όπως τα χωρικά ύδατα, το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και οι ανακαλύψεις φυσικού αερίου. Έχει απειλήσει δύο φορές την Ελλάδα πρόσφατα, λέγοντας: «Μπορούμε να έρθουμε ξαφνικά μια νύχτα» και «η Ελλάδα φοβάται τους πυραύλους μας. Λένε ότι ο πύραυλος TAYFUN θα χτυπήσει την Αθήνα».

Επανέλαβε την απειλή του να ξεκινήσει μια χερσαία εισβολή κατά των Κούρδων συμμάχων της Ουάσιγκτον στη Συρία, αν και η τουρκική αεροπορία τούς βομβαρδίζει ήδη, με οβίδες να πέφτουν μερικές εκατοντάδες μέτρα από το αμερικανικό προσωπικό που βρίσκεται εκεί.

Είναι ένας απρόβλεπτος ρεαλιστής, όπως έχουν δείξει οι πολιτικές του για την Ουκρανία και τη Ρωσία. Ενώ αναζητά εύσημα για την ουκρανική συμφωνία σιτηρών και για την παροχή drones στην Ουκρανία, που έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης, βοήθησε, παρά τις αμερικανικές προειδοποιήσεις, τη Μόσχα να αποφύγει τις δυτικές κυρώσεις και να μετριάσει τη ζημιά τους στη ρωσική οικονομία.

Ομολογουμένως, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις είναι περίπλοκες και αλληλένδετες σε πολλά μέτωπα, αλλά αυτές οι κινήσεις για βοήθεια προς τον Πούτιν, τελικά βοηθούν τον ίδιο τον Ερντογάν. Τα ρούβλια που εισρέουν στα τουρκικά ταμεία, είτε από το εμπόριο που καταργεί τις κυρώσεις είτε από Ρώσους τουρίστες, συμβάλλουν στη στήριξη της λίρας και στη χρηματοδότηση των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία.

Οι επίσημες προσπάθειες της Σουηδίας και της Φινλανδίας να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ έδωσαν στον Ερντογάν την ευκαιρία να κάνει επίδειξη δύναμης, για να αποσπάσει παραχωρήσεις και από τις δύο χώρες με αντάλλαγμα την τουρκική υποστήριξη και να επιδείξει, στο εσωτερικό της χώρας του, τη σκληρή του στάση ενάντια στη Δύση.

Αλλά οι σκληρές τακτικές του Ερντογάν έχουν ήδη αποτύχει. Η Σουηδία αρνήθηκε να εκδώσει «τους 120 τρομοκράτες» που ζήτησε και η Γερουσία των ΗΠΑ έχει καταστήσει σαφές ότι εάν η Τουρκία δεν εγκρίνει την ένταξη αυτών των χωρών, οι πωλήσεις όπλων στην Τουρκία, συγκεκριμένα των F-16, δεν θα εγκριθούν.

Σε αντίθεση με την ευαλωτότητά του σε εσωτερικά οικονομικά ζητήματα, η εξωτερική πολιτική προσφέρει στον Ερντογάν διάφορους τρόπους για να ενισχύσει την ηγεσία του στο εσωτερικό. Οι επερχόμενες κάλπες δεν είναι συνηθισμένες εκλογές. Θα αποφασίσουν τη θέση του στην ιστορία.

Ως εκ τούτου, ο πανάρχαιος πειρασμός κατασκευής μιας κρίσης στο εξωτερικό για την αποτροπή μιας απώλειας θα είναι υψηλός. Θα αποσπούσε την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα και θα περιόριζε μια δειλή αντιπολίτευση.

Όπως έδειξε ο Ερντογάν το 2017, αγοράζοντας ένα ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικό σύστημα S-400, παρά τις επανειλημμένες αυστηρές προειδοποιήσεις από την Ουάσιγκτον που κατέστησαν σαφείς τις συνέπειες, είναι πρόθυμος να πάρει ρίσκα, εάν πιστεύει ότι μπορεί να ξεφύγει (να τη βγάλει καθαρή).

Δεν ξέφυγε τότε, όταν οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις. Αλλά αυτό δεν θα τον εμποδίσει να δοκιμάσει (ρίσκα) στο μέλλον, όχι μόνο επειδή τα διακυβεύματα είναι πολύ μεγάλα, αλλά επειδή η Τουρκία στερείται επίσημης θεσμικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Και ο Ερντογάν είναι ο μόνος που αποφασίζει.

Αντιμέτωπες με την προοπτική ενός ολοένα και πιο παρορμητικού Ερντογάν καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το απροσδόκητο από την Τουρκία.

Μεταξύ των πιθανών κινήσεών του είναι μια «τυχαία» αν και μικρή σύγκρουση με την Ελλάδα στις περιοχές του Αιγαίου και της Μεσογείου, μια αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη βόρεια Συρία, ή, πιο δραματικά, αλλαγή του status quo από την “τουρκική πλευρά” της Κύπρου (sic). [Ως γνωστό δεν υπάρχει “τουρκική πλευρά” αλλά κατεχόμενη περιοχή].

Όσον αφορά την Κύπρο, ο Ερντογάν θα μπορούσε να ανοίξει σε επενδυτές το τουριστικό προάστιο των Βαρωσίων, του οποίου η ακίνητη περιουσία ανήκει σε Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους από τον τουρκικό στρατό εισβολής το 1974 — μια κίνηση που απαγορεύεται από ψηφίσματα του ΟΗΕ.

Η σκληροπυρηνική τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει ήδη υπαινιχθεί αυτό το ενδεχόμενο. Θα μπορούσε επίσης να υποσχεθεί ότι, μόλις επανεκλεγεί, θα οργανώσει ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της τουρκικής πλευράς του νησιού (sic). Το αν θα το πετύχει δεν έχει σημασία. Η Κύπρος είναι η τρίτη ράγα της τουρκικής πολιτικής και η αντιπολίτευση δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει το παιχνίδι του Ερντογάν.

Υπάρχει ένας ακόμη άγνωστος παράγοντας στην εξίσωση: ο Πούτιν. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο Ερντογάν έχει ζητήσει την άδεια του Ρώσου ηγέτη να διεξάγει μεγάλες επιχειρήσεις στη Συρία εναντίον των Κούρδων συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών εκεί. Οι υποψίες για ρωσική εμπλοκή στα πρόσφατα επεισόδια καύσης του Κορανίου, όπως είπε ο Φινλανδός υπουργός Εξωτερικών, μπορεί να σημαίνουν ότι η Μόσχα θα μπορούσε να αποφασίσει να ταράξει τα νερά, δίνοντας στην Τουρκία το πράσινο φως στη Συρία.

Οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει πιο σοβαρές κρίσεις στη Συμμαχία ΗΠΑ-Τουρκίας, στις σχέσεις Τουρκίας-Ευρώπης και εντός του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας είναι περίπλοκες και ευρείες. Οι δύο κυβερνήσεις εμπλέκονται καθημερινά και εκτενώς μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα. Παρόλο που η Ουάσινγκτον μπορεί να χρειάζεται την Τουρκία, η Άγκυρα εξαρτάται πολύ περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Περιμένοντας τον Ερντογάν να τελειώσει δεν είναι στρατηγική. Η Ουάσιγκτον πρέπει να τον εμπλέξει άμεσα, παρακάμπτοντας τους συνομιλητές, όπως ο υπουργός Εξωτερικών, ο οποίος έχει αμελητέα επιρροή. Ο Ερντογάν είναι ριψοκίνδυνος, αλλά θα δυσκολευόταν να αγνοήσει ένα σαφές μήνυμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες που θα περιείχε τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει, εάν επέλεγε να κατασκευάσει μια αναμέτρηση.

Henri Barkey είναι ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Lehigh και ο συνεργάτης σε Σπουδές για θέματα Μέσης Ανατολής στο Council on Foreign Relations.

ΠΗΓΗ: Περιοδικό Foreign Affairs σε άρθρο γνώμης του Henri Barkey

Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας και τη ψυχή μας: Εξαιρετική μελοποίηση της “Εξομολόγησης” του Κύπρου Χρυσάνθη από παιδιά στην Κω

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: