FILE PHOTO: FM Nikos Dendias with his Turkish counterpart Mevlut Cavusoglu in Turkey. ANA – MPA/ GreeceMFA/STR
Eίναι μεγάλο λάθος να αναλύει κανείς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανεξάρτητα από την εποχή, το διεθνές περιβάλλον και το εσωτερικό των δύο χωρών. Υπήρξαν πράγματι και «καλές» (ή τουλάχιστον, «όχι κακές») εποχές ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η εποχή που ακολούθησε τους σεισμούς του 1999 ήταν μία από αυτές. Όμως, σε καμία περίπτωση δεν ήταν υπεύθυνοι για αυτό οι σεισμοί! Και μπορεί να βρισκόμαστε σήμερα ξανά μπροστά από μια βιβλική καταστροφή μεγαλύτερη από εκείνη του 1999, αλλά ο χρόνος πίσω, δεν μπορεί να γυρίσει.
Η επικράτηση της άποψης πως η διπλωματία των σεισμών απέδωσε δύο δεκαετίες ειρήνης, είναι μία από τις μεγαλύτερες πλάνες των τελευταίων δεκαετιών. Στην πραγματικότητα, η διπλωματία των σεισμών λειτούργησε μόνο επικουρικά ως επιταχυντής ήδη ειλημμένων αποφάσεων στα πλαίσια εκείνης της εποχής και εντός ενός πολύ συγκεκριμένου διεθνούς περιβάλλοντος.
Διανύουμε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ εμφανίζονται (και λειτουργούν) ως ο κυρίαρχος της παγκόσμιας σκακιέρας.
Ο πόλεμος του Κοσσόβου όσο και αν αυτό μας ξενίζει, έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία κοντύτερα. Ο φόβος για μια αλυσιδωτή αντίδραση που θα αποσταθεροποιούσε πλήρως την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, οδήγησε τις δύο χώρες στην αποκλιμάκωση και την σύγκλιση, με αποκορύφωμα μάλιστα, μία σύνοδο του ΝΑΤΟ στην οποία οι υπουργοί των δύο χωρών ζητούσαν από κοινού, δίπλα – δίπλα, από τους εταίρους τους να υιοθετήσουν μια κοινή στάση απέναντι στην κρίση που είχε ξεσπάσει ώστε να αποφευχθεί μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση που θα έφερνε τεράστιες πιέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.
Είχαν προηγηθεί άλλες δύο κρίσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, αυτή με τον Οτσαλάν και φυσικά η κρίση των Ιμίων, που είχαν κάνει σαφές πως «αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί», όπως είχε πει και ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ.
Όσον αφορά το εσωτερικό των δύο χωρών, στα του οίκου μας, η κυβέρνηση Σημίτη είχε αναλάβει την εξουσία με πολύ συγκεκριμένους στόχους, επιδιώξεις και στρατηγική που θα ακολουθούσε στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών. Η Ελλάδα θα αναλάμβανε έναν πιο ενεργητικό ρόλο αφήνοντας πίσω την «στρατηγική της κωλυσιεργίας».
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία ακολουθώντας μια γεωπολιτική ορθοδοξία, εκείνη την εποχή, κοίταζε μόνο δυτικά και ιδιαίτερα προς την Ευρώπη. Τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και σε επίπεδο κοινής γνώμης, η Τουρκία ήταν διατεθειμένη να κάνει υπαναχωρήσεις προκειμένου να ανοίξει ο πολυπόθητος δρόμος προς την Ευρώπη.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν, πως ένας σεισμός δεν είναι ικανός να παράξει πολιτική. Οι σεισμοί του 1999 λειτούργησαν ως επιταχυντής. Όπως ακριβώς θα λειτουργήσουν και οι σεισμοί του 2023. Η κατεύθυνση όμως της Τουρκίας έχει αλλάξει και το τρένο για να στρίψει, θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από μερικούς (καταστροφικούς) σεισμούς.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει τις τελευταίες ημέρες για μια δήθεν «επανάληψη της διπλωματίας των σεισμών» είναι από αφελής έως και επικίνδυνη.
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις πρέπει να αναλύονται με βάση την εποχή, το διεθνές περιβάλλον και το εσωτερικό των δύο χωρών. Και ο σεισμός δεν μετέβαλε τίποτα από τα παραπάνω. Οι σχέσεις παραμένουν προς το παρόν συγκρουσιακές.
Η εφημερίδα που σήμερα μας ευχαριστεί και μας αποκαλεί φίλους, στο χτεσινό πρωτοσέλιδο της μας απειλούσε με εισβολή. Η Τουρκία ζητάει χρόνο μέχρι να ξεπεράσει την κρίση για να το πιάσει από εκεί που το άφησε. Ας μην της τον δώσουμε!
*Ο κ. Μανώλης Γιανναράκης είναι φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά. Τον απασχολούν ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς ασφάλειας. Μέσα από την αρθρογραφία ευελπιστεί να μάθει καλύτερα το αντικείμενο των σπουδών του και να βελτιώσει την επιχειρηματολογία του.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE