Πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος στη γενέτειρα της Δημοκρατίας; Η εφημερίδα New York Times ομιλεί για το “Ελληνικό Watergate”

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης χαϊδεύει δύο σκυλάκια, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στην εκπομπή ”Καλύτερα δε γίνεται” και τη Ναταλία Γερμανού στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ




Άρθρο στην εφημερίδα New York Times, (κείμενο Lauren Markham και Lydia Emmanouilidou) το οποίο αναφέρεται αρχικά σε λεπτομέρειες του σκανδάλου των παρακολουθήσεων το οποίο χαρακτηρίζει ως «Ελληνικό Watergate», επισημαίνει ότι αρκετός κόσμος δεν δίνει σημασία, γεγονός που ανησυχεί τους Έλληνες δημοσιογράφους.

Οι δύο αρθρογράφοι – η Lauren από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η Lydia από την Ελλάδα, όπου μεγάλωσε – σημειώνουν ότι έχουν αναφερθεί και οι δύο εκτενώς στην αναγκαστική μεταναστευτική κρίση (forced migration crisis) στην Ελλάδα. Αλλά η μετανάστευση γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο θέμα.

Τίτλος: Πόσο ελεύθερος είναι ο Τύπος στη γενέτειρα της Δημοκρατίας; Υπότιτλος: Οι δημοσιογράφοι υπό παρακολούθηση. Υποκλοπές πολιτικών αντιπάλων. Το σκάνδαλο ονομάζεται «Ελληνικό Γουότεργκεϊτ». Αλλά δεν δίνουν σημασία αρκετοί άνθρωποι.

Γράφουν και τα εξής:

Σήμερα, όποιος δημοσιογράφος καλύπτει τις αφίξεις προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου ή στα χερσαία σύνορα του Έβρου με την Τουρκία κινδυνεύει να συλληφθεί. Οι δημοσιογράφοι αποφεύγουν τις αποβιβάσεις προσφύγων, φοβούμενοι ότι, όπως και αρκετοί εργαζόμενοι στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας που δικάζονται αυτή τη στιγμή, θα μπορούσαν να κατηγορηθούν άδικα για εμπορία ανθρώπων και κατασκοπεία.

Οι αρθρογράφοι αναφέρουν ότι παρακολουθούν Έλληνες αξιωματούχους να διαψεύδουν κατηγορηματικά ρεπορτάζ με καλές πηγές και να κατακρίνουν δημοσιογράφους σε συνεντεύξεις τύπου και στο διαδίκτυο.

  • «Δεν θα δεχτώ κανέναν να κουνάει το δάχτυλο σε αυτήν την κυβέρνηση και να την κατηγορεί για απάνθρωπη συμπεριφορά», είπε ο κ. Μητσοτάκης σε μία Ολλανδή δημοσιογράφο πέρυσι – παρόλο που, όπως φαίνεται, οι κατηγορίες υποστηρίζονται από γεγονότα.

Από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα έχουν γίνει ιδιαίτερα προσεκτικοί. Οι αρθρογράφοι – όπως αναφέρουν- έλεγξαν  τα τηλέφωνά τους για λογισμικό υποκλοπής, διέγραψαν συνομιλίες από τα τηλέφωνά τους για την προστασία τους και τώρα συνομιλούν αποκλειστικά στο Signal ή αυτοπροσώπως από φόβο μήπως τους παρακολουθήσουν.

Απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με την κατάσταση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Ιωάννης Οικονόμου, απέρριψε την ιδέα ότι οι δημοσιογράφοι λειτουργούν εκεί σε ένα ολοένα και πιο κατασταλτικό κλίμα. «Δημοκρατικές αξίες όπως το κράτος δικαίου, η ελευθερία του λόγου και η διαφάνεια βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού που πρεσβεύει η ελληνική κυβέρνηση», είπε ο κ. Οικονόμου. «Το να υποδεικνύεις το αντίθετο είναι απλώς λάθος».

Παρά τη δήλωση αυτή, η κατάσταση των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι σαφώς σε καθοδική τάση. Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων έχει προκαλέσει την πτώση της Ελλάδας από την 70η στην 108η θέση στην τελευταία έκθεση για την ελευθερία του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα — τη χαμηλότερη κατάταξη σε όλη την Ευρώπη.

Άλλα πρόσφατα γεγονότα αντικατοπτρίζουν τη δεινή θέση των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 2021, για παράδειγμα, ο Έλληνας ερευνητής δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ, ο οποίος κάλυπτε το οργανωμένο έγκλημα και την αστυνόμευση, πυροβολήθηκε θανάσιμα έξω από το σπίτι του, με τρόπο που οι ειδικοί της αστυνομίας περιέγραψαν αργότερα ως «συμβόλαιο θανάτου», ενώ η έρευνα φαίνεται να καθυστερεί επ’ αόριστον.

Το 2022, δύο Έλληνες δημοσιογράφοι ανακάλυψαν αυτοσχέδιες βόμβες έξω από τα σπίτια τους και στις αρχές Οκτωβρίου, ο Αμερικανός φωτορεπόρτερ Ryan Thomas δέχτηκε σωματική επίθεση από τα ΜΑΤ, ενώ κατέγραφε μια διαδήλωση στα Εξάρχεια, όπου οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για νέα αναπτυξιακά έργα. Την περασμένη εβδομάδα, συνελήφθη ο Νίκος Πηλός, φωτορεπόρτερ, την ώρα που κάλυπτε αστυνομική δράση στην Αθήνα.

Όμως το σκάνδαλο κατασκοπείας και το πώς εκτυλίχθηκε στη δημοσιότητα, έθεσε ένα πιο θεμελιώδες ερώτημα σχετικά με το εάν η χώρα, γνωστή για τις παραλίες και τα αρχαία μνημεία, αγωνίζεται να διατηρήσει τις δημοκρατικές της αξίες.

Για πολύ καιρό, τόσο οι απλοί Έλληνες όσο και όσοι είχαν επιρροή δεν φαινόταν να ενοχλούνται από την κατασκοπεία δημοσιογράφων από την κυβέρνηση ή να βιάζονται να κάνουν ο,τιδήποτε γι’ αυτό.

  • Αμέσως μετά τις αποκαλύψεις, η αναφερόμενη παρακολούθηση του κ. Μαλιχούδη δεν είχε σχεδόν καμία αναφορά στα ελληνικά ΜΜΕ.
  • Μόλις μήνες αργότερα, όταν πολλά ανεξάρτητα ειδησεογραφικά site αποκάλυψαν λεπτομέρειες σχετικά με την παρακολούθηση ενός άλλου, πιο καθιερωμένου ρεπόρτερ, του Θανάση Κουκάκη, και λίγο αργότερα του αρχηγού πολιτικού κόμματος της αντιπολίτευσης, του Νίκου Ανδρουλάκη, η ιστορία εξελίχθηκε σε ένα σκάνδαλο ευρείας κάλυψης.

Ο κ. Κουκάκης είπε ότι άκουσε από κυβερνητικές πηγές ότι παρακολουθείτο από την ΕΥΠ και  σύντομα ανακάλυψε ότι το τηλέφωνό του είχε μολυνθεί με το Predator, το οποίο αναπτύχθηκε από μια εταιρεία που ονομάζεται Cytrox, με έδρα τη Βόρεια Μακεδονία, και πωλείται στην Ελλάδα από την Intellexa, μια εταιρεία με γραφεία στην Αθήνα. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι αρνήθηκαν ότι ανέπτυξαν το λογισμικό κατασκοπείας Predator.

Δεν έχει φανεί κάποια καθοριστική σύνδεση μεταξύ των υποκλοπών και των μολύνσεων από λογισμικό κατασκοπείας, αλλά δύο δημοσιογράφοι της Reporters United, μια μικρή ερευνητική ομάδα στην Αθήνα, αποκάλυψαν στενές σχέσεις μεταξύ ενός επιχειρηματία που είχε σχέσεις με την Intellexa και του Γρηγόρη Δημητριάδη, τότε γενικού γραμματέα και ανιψιού του Πρωθυπουργού.

Ο κ. Δημητριάδης παραιτήθηκε από τη θέση του τον Αύγουστο μετά τα δημοσιεύματα. Αμέσως μήνυσε τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς και τους δημοσιογράφους πίσω από όλα αυτά, μια κίνηση που καταδικάστηκε ευρέως από τους διεθνείς φύλακες της ελευθερίας του Τύπου.

«Οι ιστορίες είναι ακόμα ανοιχτές – δεν έχουν αποσυρθεί», είπε ο Θοδωρής Χονδρογιάννος, δημοσιογράφος της Reporters United και ένας από τους ανθρώπους που μήνυσε ο κ. Δημητριάδης. «Θα συνεχίσουμε την έρευνά μας. Δεν θα τρομάξουμε ούτε θα φοβηθούμε».

Αλλά η εξέταση τέτοιων ιστοριών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη στο τρέχον κλίμα των ΜΜΕ της Ελλάδας. Παρά τη δημοσιογραφική αξία των σκανδάλων υποκλοπών και λογισμικών κατασκοπείας, το θέμα συνεχίζει να καλύπτεται κυρίως από τα νεότερα και μικρότερα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και τον διεθνή Τύπο.

  • «Για επτά μήνες, ήμασταν μόνοι», είπε η Ελίζα Τριανταφύλλου, μια ερευνήτρια δημοσιογράφος, στην επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διερευνά τη χρήση λογισμικών κατασκοπείας, κατά τη διάρκεια ακρόασης τον Σεπτέμβριο.

Σε συνέντευξή της, η κ. Τριανταφύλλου είπε ότι πιστεύει ότι η βασική πρόκληση στα σύγχρονα ελληνικά μέσα ενημέρωσης είναι η έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας, η οποία «χρόνιο με το χρόνο επιδεινώνεται».

Οι εταιρείες μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα τείνουν να λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση και ανήκουν σε πλούσιους επιχειρηματίες με άλλα συμφέροντα — όπως ναυτιλιακής εταιρείας, εταιρείας τηλεπικοινωνιών και τράπεζας. Κατά την άποψη των ανεξάρτητων δημοσιογράφων, αυτό σημαίνει ότι είναι δύσκολο να αναφερθεί οποιαδήποτε επικριτική ιστορία για την κυβέρνηση, για αυτές τις επιχειρήσεις ή τους στενούς τους συνεργάτες.

Η οικονομική επισφάλεια της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα εντείνει το πρόβλημα της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας. Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους, που ξεκίνησε στα τέλη του 2009, και ξανά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα δημοσιογραφικά μέσα αντιμετώπισαν σημαντικές περικοπές στον προϋπολογισμό και μαζικές απολύσεις.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, η κυβέρνηση διέθεσε 20 εκατομμύρια ευρώ για μια διαφημιστική εκστρατεία για τη δημόσια υγεία και διένειμε τα κεφάλαια σε μεγάλο βαθμό σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς που υπερασπίστηκαν τους σκοπούς της, εξαιρώντας άλλους.

«Πολλά μέσα που θεωρούνται ‘αντιπολιτευόμενα’ μέσα έλαβαν δυσανάλογα χαμηλότερα επίπεδα διαφημιστικών εσόδων σε σύγκριση με τα πιο φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα, παρά το γεγονός ότι πολλά είχαν υψηλότερη κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα», έγραψε σε επιστολή του το International Press Institute, μη κερδοσκοπικός οργανισμός για την ελευθερία του Τύπου, στην ελληνική Κυβέρνηση.

Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση των δημοσιογράφων της χώρας, το 28% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι έπαιρναν λιγότερα από 800 ευρώ (περίπου 797 δολάρια) το μήνα από τη δημοσιογραφική τους δουλειά και το 29% ανέφερε ότι αμείβεται με λιγότερα από 1.200 ευρώ (περίπου 1.195 δολάρια) το μήνα.

  • Ενώ πολλοί Έλληνες φαίνεται να πιστεύουν ότι η δημοσιογραφία είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία, λίγοι φαίνονται διατεθειμένοι να πληρώσουν για αυτήν.
  • Στον απόηχο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η μέση κυκλοφορία των εθνικών πολιτικών εφημερίδων μειώθηκε δραματικά, σε 216.500 το 2011 από 400.000 το 2005. Μεταξύ των ετών 2011-2021, οι πωλήσεις των ημερήσιων εφημερίδων μειώθηκαν κατά 74%, σύμφωνα με ετήσια στοιχεία που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή.

Ως απάντηση, αρκετοί μικροί, ανεξάρτητοι ειδησεογραφικοί οργανισμοί – όπως οι Reporters United, Inside Story και Solomon – άρχισαν να λειτουργούν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, χρηματοδοτούμενοι από επιχορηγήσεις, συνδρομές, συνεισφορές αναγνωστών και συνεργασίες. προκειμένου να διασφαλιστεί ένα πιο ανεξάρτητο ρεπορτάζ.

Όπως είπε ο Στέφανος Λουκόπουλος του Vouliwatch, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού παρακολούθησης και διαφάνειας, η κατάσταση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα απειλεί επίσης την κατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα.

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Οικονόμου αντικρούει αυτή την κριτική, γράφοντας σε δήλωσή του: «Η Ελλάδα έχει ζωντανά, ποικιλόμορφα και ανοιχτά μέσα ενημέρωσης», προσθέτοντας ότι «μια πρόχειρη ματιά σε οποιοδήποτε περίπτερο στην Ελλάδα δείχνει μια τεράστια πληθώρα τίτλων, πολλοί ζητώντας από την κυβέρνηση και τους δημόσιους αξιωματούχους να λογοδοτούν σε καθημερινή βάση και με τον πιο έντονο τρόπο».

Και όμως πέρυσι, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ψήφισε νόμο που διευκολύνει ακόμη περισσότερο τη σύλληψη δημοσιογράφων. Με στόχο φαινομενικά τις «ψευδείς ειδήσεις», αυτός ο νόμος απειλεί με φυλάκιση «οποιονδήποτε δημοσίως ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο στο κοινό ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή τη δημόσια υγεία».

Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η γενικευμένη γλώσσα αυτού του νόμου σημαίνει ότι οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με ποινή φυλάκισης, ακόμη και όταν φαίνεται να επικρίνουν την κυβέρνηση.

Δεν βοηθάει το γεγονός ότι οι Έλληνες δημοσιογράφοι εργάζονται επίσης σε ένα τοπίο τεράστιας δημόσιας δυσπιστίας – το οποίο επίσης μειώνει τα διαφημιστικά έσοδα και τους αριθμούς κυκλοφορίας, αποσταθεροποιώντας περαιτέρω τη βιομηχανία.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, μόνο το 27% των Ελλήνων δήλωσε ότι αισθάνεται ότι μπορεί να εμπιστευτεί τις ειδήσεις γενικά.

Ωστόσο, μόνο το 7% των Ελλήνων είπε ότι τα μέσα ενημέρωσης της χώρας ήταν χωρίς αδικαιολόγητη κυβερνητική επιρροή και το 8% από εμπορικά συμφέροντα – τα χαμηλότερα ποσοστά στις 46 χώρες της έρευνας.

Έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2016 διαπίστωσε ότι μόνο το 12% πιστεύει ότι τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης παρέχουν πληροφορίες χωρίς πολιτική ή εμπορική πίεση. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του δικτύου Media Freedom Rapid Response, «η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα συνέχισε την αξιοσημείωτη επιδείνωση της» φέτος.

ΠΗΓΗ: New York TimesLauren Markham και Lydia Emmanouilidou – How Free Is the Press in the Birthplace of Democracy?

Οι τελευταίες ενέργειες της Τουρκίας θα υπονομεύσουν μοιραία την αγορά των F-16: Η αντίθεση στην πώληση θα εδραιωθεί περαιτέρω

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: