Χουάν Χοσέ Αρρεόλα: Ο μεγάλος φιλέλληνας μυθοποιός και από τους μεγαλύτερους Μεξικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα

Ο Χουάν Χοσέ Αρρεόλα ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας μυθοποιός και από τους μεγαλύτερους Μεξικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα. Φωτογραφία via




Της María Guadalupe Flores Liera

Είκοσι χρόνια έκλεισαν πρόσφατα από το θάνατο του Μεξικανού συγγραφέα που πάντα υποστήριξε τα δίκαια της Ελλάδας και της Κύπρου

Ο Χουάν Χοσέ Αρρεόλα γεννήθηκε στο Σαποτλάν ελ Γράνδε (σημερινή Σιουδάδ Γκουσμάν) στην πολιτεία Χαλίσκο του Μεξικού στις 21 Σεπτεμβρίου του 1918. Είναι, μαζί με τον Χουάν Ρούλφο ─με τον οποίον τον συνέδεε στενή φιλία─ και τον κομμουνιστή μαχητή Χοσέ Ρεβουέλτας, ένας από τους μεγαλύτερους μεξικανούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα.

Ο Αρρεόλα άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα, ποιήματα και ρεπορτάζ στην επαρχία το 1939 και αμέσως ξεχώρισε ως ένας αξιοσημείωτος τεχνίτης του λόγου. Το 1949 εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του, Varia invención [Ποικιλόμορφη εφεύρεση], που δέχτηκε εγκωμιαστικά σχόλια και τον κατάταξε ως μάστορα του σύντομου αφηγηματικού λόγου. Αγάπησε με πάθος την λογοτεχνία και με το ίδιο πάθος αφιέρωσε τη ζωή του στη μετάδοση της πολυγνωσίας του. Είναι ο κατ’ εξοχήν δάσκαλος.

Πολλές γενεές συγγραφέων του οφείλουν, εκτός από την αναγνώριση και την έκδοση των πρώτων τίτλων τους, και τις πολλές ώρες που τους αφιέρωσε στα θρυλικά σεμινάρια δημιουργικής γραφής, των οποίων υπήρξε ο πρωτοπόρος στο Μεξικό, χωρίς να αμείβεται γι αυτό τις περισσότερες φορές.

Μεταξύ των μαθητών του βρίσκονται οι Χοσέ Αγκουστίν, Χοσέ Εμίλιο Πατσέκο, Βεατρίς Εσπέχο, Ελένα Πονιατόβσκα, Έλσα Κρος, Εδουάρδο Λισάλδε, Κάρλος Φουέντες και πολλοί άλλοι που εξελίχθηκαν σε καταξιωμένους συγγραφείς. Κανείς τους όμως δεν ακολούθησε το παράδειγμα του σε ότι αφορά την προώθηση και τη στήριξη καινούριων επίδοξων συγγραφέων, ούτε μιμήθηκαν τις προσπάθειές του να γίνει η ανάγνωση ένα καθολικό αγαθό.

Παρεμπιπτόντως, ο Αρρεόλα ισχυρίζονταν ότι δεν μετάνιωσε που δεν μπόρεσε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο γράψιμο, γιατί πίστευε ότι ήταν πιο σημαντικό να δείξει ένα δρόμο στους μαθητές με το σκεπτικό ότι ίσως αναδεικνυόντουσαν, μέσα από  αυτούς, συγγραφείς του είδους που τον συγκλόνισαν.

Η ζωή του όλη υπήρξε ταυτόχρονα ένα παραμύθι κι ένας αγώνας μετ’ εμποδίων που κατάφερνε να ξεπεράσει. Δεν μπόρεσε να σπουδάσει, ούτε καν τελείωσε το δημοτικό, και δούλεψε ως τυπογράφος, βιβλιοδέτης, χαμάλης, φούρναρης, ηθοποιός, εκφωνητής σε ραδιοφωνικές εκπομπές, επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής, εκδότης, καθηγητής πανεπιστημίου, κλπ. Έζησε ταπεινά, για την λογοτεχνία, όχι από την λογοτεχνία, και μέχρι λίγο πριν από το τέλος του συνέχισε να δουλεύει για να κερδίσει τον επιούσιο, αν και ήδη είχε αναγνωριστεί το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του και είχε λάβει αμέτρητα βραβεία και τιμές για την προσφορά του στην πολιτιστική ζωή του Μεξικού.

Σε δύσκολους καιρούς δέχτηκε να συνεργαστεί με την ιδιωτική τηλεόραση, λόγο για τον οποίον δέχτηκε σκληρή κριτική. Η εταιρεία Televisa τον κάλεσε για να σχολιάζει ποδοσφαιρικούς αγώνες αρχικά και, αργότερα, του πρόσφερε μια εκπομπή για να σχολιάζει  ελεύθερα την επικαιρότητα και την βιβλιοπαραγωγή, που κράτησε κάμποσα χρόνια με μεγάλη ακροαματικότητα.

Χάρη στο ήθος και την πολυμάθεια του, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Μεξικού του άνοιξαν τις πόρτες τους. Δούλεψε για το Κολέγιο του Μεξικού και για δυο δεκαετίες κατείχε την έδρα του καθηγητή Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής στο Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού (UNAM). Επίσης, εργάστηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους εκδοτικούς οίκους της Λατινικής Αμερικής, τον Fondo de Cultura Económica, όπου άφησε τη σφραγίδα του στις διάφορες συλλογές που δημιούργησε και τους τίτλους με τους οποίους πλούτισε τους καταλόγους του, εκτός από τα οπισθόφυλλα που έγραψε και τις μεταφράσεις που έκανε.

Ακούραστος αναγνώστης, ηθοποιός και παρατηρητής της ζωής ενέταξε στο έργο του οτιδήποτε είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον και τη φαντασία του, μετατρέποντας την προσωπική δημιουργία του σε ένα διάλογο μεταξύ πολιτισμών, συγγραφέων και λογοτεχνικών ρευμάτων.

Η Βίβλος, η ελληνική και η λατινική κλασική γραμματολογία, η λαϊκή, η επική και η λόγια ποίηση, η μυθολογία, η δραματική τέχνη, η μυθιστοριογραφία, οι θρύλοι, ο προφορικός λόγος, ακόμη κι ένα απλό ανέκδοτο ξαναζωντάνευαν στις σελίδες του και αποκάλυπταν αφάνταστες καινούριες καταπληκτικές πτυχές της ζωής, που έδειχναν συγχρόνως πόσο τον απασχολούσε ο αληθινός κόσμος και πόσο βαθιά τον προβλημάτιζε η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων.

Χρησιμοποιώντας την ανεξάντλητη φαντασία του, την παρωδία, το οξύμωρο, το χιούμορ, την παραδοξολογία, τη φήμη, υπήρξε ο εισηγητής μιας καινούριας συγγραφικής τέχνης. Αγαπούσε την παροιμία γιατί του έδινε αφορμή για καινούριους εκφραστικούς συνδυασμούς. Το απόσταγμα όλου αυτού είχε ως αποτέλεσμα κείμενα που εκπλήσσουν για τη συντομία τους. Μια στιγμή, δήλωνε, συμπεριλαμβάνει όλο το σύμπαν και όλο το χρόνο.

Για τον Αρρεόλα σε κάθε λέξη κρύβεται η πλάση, σε κάθε έννοια συνυπάρχουν το παρελθόν και το παρόν, το φανερό και το απόκρυφο, το αληθινό και το φανταστικό, οι πεποιθήσεις και οι προκαταλήψεις. Αλλά επίσης, συνομιλούν ο προφορικός με τον γραπτό λόγο και καθρεφτίζεται η κοινωνία με τα διάφορα στρώματα της μαζί με τις εντάσεις, τις ανισότητες και τις αξίες της. Την ισορροπία στο ανθρώπινο ον, έλεγε, του την προσφέρει ο λόγος.

Αγαπημένοι συγγραφείς του υπήρξαν οι Τζοβάνι Παπίνι, Πολ Κλοντέλ, Φραντς Κάφκα, Mαρσέλ Σμποβ, Φρανσουά Βιγιόν, Δάντης, Μαρσέλ Προυστ, Αντρέ Ζιντ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Ζίγκμουντ Φρόιντ, Φρανθίσκο ντε Κεβέδο, Λουίς ντε Γκόνγορα, Μιγκέλ ντε Θερβάντες, Ραμόν Λόπες Βελάρδε και οι μεγάλοι Έλληνες τραγικοί.

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες περιέγραψε το έργο του ως η «ελευθερία μιας απεριόριστης φαντασίας, όπου άρχει μια διαυγής νοημοσύνη.»

Η Ελλάδα και γενικά ο Ελληνισμός ποτέ δεν είχαν στο Μεξικό καλύτερο σύμμαχο για τις υποθέσεις τους από τον Χουάν Χοσέ Αρρεόλα, που θαύμαζε τον πολιτισμό, παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την επικαιρότητα και συνέπασχε με τον λαό της τον καιρό που ήταν υπό δικτατορία. Ήταν ο πρώτος που, μαζί με τον ποιητή Εφραΐν Ουέρτα και τον ζωγράφο Ραούλ Αγκιάνο, καταδίκασε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ρωτούσε με αγωνία για τις εξελίξεις στο Κυπριακό.

Ένα από τα όνειρα που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει ποτέ ήταν να επισκεφθεί την Ελλάδα. «Η πρώτη προσωπική επαφή [του] με την Ελλάδα» ─όπως ομολογεί σε ιδιόχειρη αφιέρωση που έκανε σε Έλληνα φίλο και μαθητή του σε αντίτυπο του βιβλίου του Confabulario antológico─, πραγματοποιήθηκε όταν ήταν 62 χρονών, το 1974, στην Πόλη του Μεξικού.

Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου του 2001 στη συμπρωτεύουσα του Μεξικού, την Γουαδαλαχάρα, στην πολιτεία Χαλίσκο.

Τα έργα του είναι: Varia invención [Ποικιλόμορφη εφεύρεση] (1949), Confabulario [Συν-μυθοποίηση] (1952), La feria [Το πανηγύρι] (πολυφωνική νουβέλα) (1953), Bestiario [Τερατολόγιο] (1959), Palindroma [Παλινδρομία] (1971). Το 1945 μετέβη στο Παρίσι με μια υποτροφία από το Λατινοαμερικανικό Γαλλικό Ινστιτούτο χάρη στη στήριξη του Λουί Ζουβέ, το 1950 είχε την υποτροφία Ροκφέλερ, το 1953 του απονεμήθηκε το Βραβείο Χαλίσκο της Λογοτεχνίας, το 1963 το Βραβείο Χαβιέρ Βιγιαουρρούτια, το 1977 έγινε Μέλος του Τάγματος της Τέχνης και των Γραμμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας, το 1979 του απονεμήθηκε το Εθνικό Βραβείο των Γραμμάτων, το 1992 το Βραβείο Χουάν Ρούλφο, το 1995 το Βραβείο Αλφόνσο Ρέγιες.

Ανεξήγητα, ελάχιστα δείγματα του έργου του έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Οι εξής σελίδες είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας, που δημοσιεύτηκε αντί προλόγου για να παρουσιάσει το βιβλίο του Confabulario, το 1952.

ΧΟΥΑΝ ΧΟΣΕ ΑΡΡΕΟΛΑ

ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗΣ

Μετάφραση από τα Ισπανικά της María Guadalupe Flores Liera

Εγώ, κύριοι, είμαι από το Σαποτλάν ελ Γράνδε. Ένα χωριό που πριν από εκατό χρόνια, επειδή ήταν τόσο μεγάλο, του άλλαξαν το όνομα και το είπαν Πόλη Γκουσμάν,. Εμείς όμως εξακολουθούμε να είμαστε τόσο χωριάτες που, ακόμα και σήμερα, το λέμε Σαποτλάν. Πρόκειται για μια κυκλική πεδιάδα καλαμποκιού, περικυκλωμένη από βουνά που δεν έχει άλλο στολίδι από τον καλό χαρακτήρα της, ένα γαλάζιο ουρανό και μια λίμνη που τα νερά της πηγαινοέρχονται σαν ένα ελαφρύ όνειρο. Από το Μάιο μέχρι το Δεκέμβριο διακρίνεται το ομοιόμορφο και αυξανόμενο μέγεθος των φυτειών καλαμποκιού. Κάποτε το ονομάζουμε Σαποτλάν του Ορόσκο επειδή εκεί γεννήθηκε ο Χοσέ Κλεμέντε, εκείνος με τα άγρια πινέλα. Όντας συντοπίτης του αισθάνομαι ότι γεννήθηκα στους πρόποδες ενός ηφαιστείου. Παρεμπιπτόντως, σε ότι αφορά τα ηφαίστεια, η ορεογραφία του χωριού μου συμπεριλαμβάνει άλλες δυο κορυφές, εκτός από αυτήν του ζωγράφου: το Νεβάδο [Χιονισμένο] που το λένε της Κολίμα, αν και βρίσκεται ολόκληρο στην επαρχία Χαλίσκο. Αδρανές, που το χειμώνα το στεφανώνει το χιόνι. Αλλά το άλλο είναι ζωντανό. Το 1912 μας κάλυψε με στάχτη και οι ηλικιωμένοι θυμούνται με τρόμο αυτή τη μικρή πομπηϊακή εμπειρία: Έπεσε ξαφνικά σκοτάδι ενώ ήταν ακόμα μέρα μεσημέρι και όλοι πίστευαν ότι είχε έρθει η Δευτέρα Παρουσία. Για να μην πολυλογώ, πέρσι περάσαμε μεγάλη λαχτάρα με τη λάβα που ξέρναγε, τους βρυχηθμούς και τον καπνό. Προσκαλεσμένοι από το γεγονός, οι γεωλόγοι ήρθαν να μας χαιρετήσουν, μας πήραν τη θερμοκρασία και το σφυγμό, τους κεράσαμε ένα ποτήρι παντς από ρόδι και μας καθησύχασαν σε επιστημονικό επίπεδο: Η βόμβα αυτή που έχουμε κάτω από το μαξιλάρι μας μπορεί να εκραγεί ίσως απόψε ή μια οποιαδήποτε μέρα στα επόμενα δέκα χιλιάδες χρόνια.

Εγώ είμαι το τέταρτο παιδί κάποιων γονέων που έκαναν δεκατέσσερα και που ζουν ακόμα για να το διηγηθούν, δόξα σοι ο Θεός. Όπως μπορείτε να δείτε, δεν είμαι ένα χαϊδεμένο παιδί. Οι Αρρεόλα και οι Σούνιγα παλεύουν στην ψυχή μου σαν τα σκυλιά λόγω της παλιάς τους διαμάχης συγγενών μεταξύ άπιστων και πιστών. Οι μεν και οι δε φαίνεται να συναντώνται πέρα μακριά, σε κοινή καταγωγή, από την χώρα των Βάσκων. Αλλά μιγάδες, καλή τους ώρα, στις φλέβες τους  τρέχουν χωρίς φιλονικίες τα αίματα που δημιούργησαν το Μεξικό, μαζί με εκείνο μιας Γαλλίδας μοναχής που τους πρόσθεσε το δικό της, ένας θεός ξέρει πώς και από πού. Υπάρχουν οικογενειακές ιστορίες που είναι καλύτερα να μην λέγονται γιατί το επίθετό μου ή χάνεται ή κερδίζεται βιβλικά ανάμεσα στους Σεφαρδίτες της Ισπανίας. Κανένας δεν γνωρίζει αν ο Χουάν Αβάδ, ο προπάππος μου, υιοθέτησε το Αρρεόλα για να σβήσει μια ύστατη φήμη αλλαξοπιστίας (Αβάδ, όπως αββά, που σημαίνει πατέρας στη γλώσσα των Αραμαίων). Μην έχετε έγνοια, δεν πρόκειται να φυτέψω εδώ ένα γενεαλογικό δέντρο, ούτε να ανοίξω την αρτηρία, που θα μου φέρει το αίμα του πληβείου από την εποχή του αντιγραφέα του Σιδ, μήτε το όνομα του νοθευμένου Πύργου του Κεβέδο. Αλλά ο λόγος μου είναι γεμάτος ευγένεια. Λόγω τιμής. Προέρχομαι απευθείας από δυο παμπάλαιες γενεές: Είμαι σιδεράς από την πλευρά της μητέρας μου και ξυλουργός σε ότι αφορά τον πατέρα μου. Από εκεί το πάθος μου του τεχνίτη για την γλώσσα.

Γεννήθηκα το 1918, κατά την πανδημία της ισπανικής γρίπης, ανήμερα του Αγίου Ματθαίου του Ευαγγελιστή και της Αγίας Ιφιγένειας Παρθένου, ανάμεσα σε κοτόπουλα, χοίρους, κατσίκια, γαλοπούλες, αγελάδες, γαϊδούρια και άλογα. Ακριβολογώντας, έκανα τα πρώτα βήματά μου κυνηγημένος από ένα μαύρο πρόβατο που ξέφυγε από το μαντρί. Από εκεί προέρχεται το μόνιμο άγχος που δίνει χρώμα στη ζωή μου, που συμπυκνώνει σε μένα τη νευρωτική αύρα που περιβάλλει ολόκληρη την οικογένεια μου και που ευτυχώς ή δυστυχώς δεν εξελίχτηκε ποτέ σε επιληψία ή σε τρέλα. Μέχρι σήμερα εκείνο το καταραμένο μαύρο πρόβατο με κυνηγά και αισθάνομαι ότι τα βήματά μου τρέμουν ίδια με εκείνα του ανθρώπου των σπηλαίων που τον κυνηγά ένα μυθικό τέρας.

Όπως σχεδόν όλα τα παιδιά, πήγα κι εγώ στο σχολείο. Δεν μπόρεσα να συνεχίσω για πραγματικούς λόγους που όμως δεν μπορώ να διηγηθώ: Η παιδική ηλικία μου πέρασε μέσα στο επαρχιακό χάος της Επανάστασης των Χριστιανών[1]. Με τις εκκλησίες και τα θρησκευτικά κολλέγια κλειστά, εγώ, ανιψιός παπάδων και κρυμμένων καλογριών, δεν επιτρεπόταν να μπω στις τάξεις αναγνωρισμένων σχολείων επί ποινή αιρετικού. Ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που ξέρει ανελλιπώς να βρίσκει διέξοδο στα αδιέξοδα, αντί να με στείλει σε ένα λαθραίο ιεροσπουδαστήριο ή σε ένα δημόσιο σχολείο, απλούστατα με έβαλε να δουλέψω. Κι έτσι, στα δώδεκα μου χρόνια ξεκίνησα ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του δον Χοσέ Μαρία Σίλβα, μάστορα βιβλιοδέτη και ύστερα, στο τυπογραφείο του Τσέπο Γκουτιέρρες. Από εκεί πηγάζει η μεγάλη αγάπη που έχω για τα βιβλία ως προϊόντα χειροτεχνίας. Η άλλη αγάπη, εκείνη που έχω για τα κείμενα, μου γεννήθηκε πριν και οφείλεται σε ένα δάσκαλο του δημοτικού στον οποίο αποτίω φόρο τιμής: Χάρη στον Χοσέ Ερνέστο Ασέβες έμαθα ότι υπήρχαν στον κόσμο ποιητές, εκτός από έμποροι, μικροβιομήχανοι και αγρότες. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι: Ο πατέρας μου, που όλα τα γνωρίζει, έχει ασχοληθεί με το εμπόριο, με την βιομηχανία και με τα αγροτικά (πάντα περιορισμένης έκτασης) αλλά απέτυχε σε όλα: Έχει ψυχή ποιητή.

Είμαι αυτοδίδακτος, είναι η αλήθεια. Αλλά όταν ήμουν δώδεκα χρόνων και στο  Σαποτλάν ελ Γράνδε διάβασα τον Μποντλέρ, τον Ουόλτ Ουίτμαν και τους κύριους διαμορφωτές του ύφους μου: Τους Παπίνι και Μαρσέλ Σμποβ, μαζί με καμιά πενηνταριά άλλα ονόματα λιγότερο ή περισσότερο επιφανή… Επιπλέον άκουγα τραγούδια και παροιμίες και μου άρεσαν πολύ οι συζητήσεις της αγροτιάς.

Από το 1930 ίσαμε σήμερα έχω εξασκήσει πάνω από είκοσι επαγγέλματα και διάφορες εργασίες… Ήμουν πλανόδιος πωλητής και δημοσιογράφος, ταμίας σε τράπεζα, χαμάλης, εκτυπωτής, κωμωδός και αρτοποιός. Και οτιδήποτε άλλο θέλετε.

Θα ήμουν άδικος αν δεν ανέφερα εδώ τον άνθρωπο που μου άλλαξε τη ζωή. Ο Λουίς Ζουβέ, τον οποίον γνώρισα κατά τη διαμονή του την Γουαδαλαχάρα, με πήγε στο Παρίσι πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Εκείνο το ταξίδι είναι ένα όνειρο που μάταια θα προσπαθούσα να ξαναζήσω, περπάτησα στα σανίδια της Comédie Francese: Γυμνός σκλάβος στις γαλέρες του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, με σκηνοθέτη τον Ζαν-Λουί Μπαρό και στα πόδια της Μαρί Μπελ.

Όταν επέστρεψα από την Γαλλία, ο [εκδοτικός οίκος] Fondo de Cultura Económica με δέχτηκε στο τεχνικό τμήμα του χάρη στη διαμεσολάβηση του Αντόνιο Αλατόρρε, ο οποίος με παρουσίασε ως φιλόλογο και γραμματισμένο. Ύστερα από τρία χρόνια διορθώνοντας τυπογραφικά δοκίμια, μεταφράσεις και χειρόγραφα μπήκα στον κατάλογο συγγραφέων (η Varia invención μου κυκλοφόρησε στη [συλλογή] Τεσόντλε, 1949).

Μια τελευταία μελαγχολική εκμυστήρευση. Δεν είχα χρόνο για να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία. Αλλά έχω αφιερώσει όσο το δυνατό περισσότερες από τις ώρες μου για να την αγαπήσω. Αγαπώ την γλώσσα πάνω από όλα και λατρεύω όσους έχουν δώσει έκφραση στο πνεύμα, από τον Ησαΐα μέχρι τον Φρανς Κάφκα. Είμαι δύσπιστος σε ότι αφορά σχεδόν όλη την σύγχρονη λογοτεχνία. Ζω περιστοιχισμένος από καλοκάγαθους και κλασικούς ίσκιους που προστατεύουν το όνειρο μου του συγγραφέα. Αλλά και από τη νεολαία που θα γράψει την καινούρια μεξικανική λογοτεχνία: Μεταβιβάζω και αναθέτω σε αυτούς το έργο που δεν μπόρεσα να πραγματοποιήσω. Για να τους διευκολύνω, τους διηγούμαι κάθε μέρα όσα έμαθα τις λίγες ώρες που το στόμα μου κυβερνήθηκε από «τον άλλον». Όσα άκουσα, σε μια μοναδική στιγμή, μέσα από τη φλεγόμενο βάτο.

Όταν σχεδιάσαμε την παρούσα τελική έκδοση, ο Χοακίν Ντίες-Κανέδο[2] κι εγώ συμφωνήσαμε να επαναφέρουμε σε κάθε βιβλίο μου την μοναδικότητά του. Για διαφορετικές συγκυρίες, Varia invención, Confabulario και Bestiario αλληλομολύνθηκαν, μετά το 1949. (La feria αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση.) Σήμερα κάθε ένα από αυτά τα βιβλία επιστρέφει στα άλλα ό,τι δεν του ανήκει και συγχρόνως ξαναβρίσκει ό,τι είναι δικό του.

Αυτό το Confabulario κρατά τα ώριμα διηγήματα και όλα εκείνα που τους μοιάζουν περισσότερο. Στo Varia invención θα πάνε τα πρωτογενή κείμενα, που θα παραμείνουν για πάντα άγουρα. Το Bestiario θα έχει το Prosodia ως συμπλήρωμα, γιατί και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για μικρά κείμενα: ποιητική πρόζα ή πεζή ποίηση. (Δεν με τρομάζουν οι όροι.)

Και στο κάτω-κάτω ποιόν ενδιαφέρει αν ξεκινώντας από τον πέμπτο τόμο από αυτά τα (ή όχι) Άπαντα όλα θα ονομαστούν συνολικά confabulario ή μνήμη και λήθη; Θα μου άρεσε μόνο να σημειώσω ότι συνμυθοποιώντας[3] ή όχι, ο συγγραφέας και οι πιθανοί αναγνώστες του είναι το ίδιο πράγμα. Πρόσθεση και αφαίρεση μεταξύ μνήμης και λήθης, πολλαπλασιασμένων από τον καθένα.

Χ.Χ.Α.

‘Αλλα δείγματα από το έργο του Αρρεόλα: (Μετάφραση από τα ισπανικά της Guadalupe Flores Liera)

Διήγημα τρόμου

Η γυναίκα που αγάπησα έχει μεταμορφωθεί σε φάντασμα. Εγώ είμαι ο χώρος όπου κάνει ορατές τις εμφανίσεις της.

Από σκακιστική[4]

Η πίεση που ασκείται σ΄ ένα τετράγωνο διαδίδετε σε ολόκληρη την επιφάνεια της σκακιέρας.

*

Οι γυναίκες πάντα υιοθετούν το σχήμα του ονείρου που τις περιλαμβάνει.

*

Κάθε φορά που ο άντρας και η γυναίκα προσπαθούν να ανασκευάσουν τον Αρχέτυπο συγκροτούν ένα τερατώδη όν: το ζευγάρι.

[1] Το 1917, όταν ακόμα ήταν σε εξέλιξη η Μεξικανική Επανάσταση, και ακολουθώντας τις εντολές του πάπα Πίο ια’, ο κλήρος ξεσηκώθηκε εναντίον της τότε κυβέρνησης για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό να υπερασπιστούν τα προνόμια της Εκκλησίας. Η σύγκρουση κλιμακώθηκε το 1926 με το όνομα Revolución ή Guerra Cristera [Επανάσταση ή Χριστιανικός Πόλεμος], κάτω από το σύνθημα «¡Viva Cristo Rey!» [Ζήτω ο Χριστός Βασιλιάς], και έληξε το 1929 όταν με το άρθρο 130 του Συντάγματος νομοθετήθηκε ο αριθμός των κληρικών που δικαιούνταν να υπάρχουν σε κάθε πολιτεία και όταν κατασχέθηκαν τα μοναστήρια, τα θρησκευτικά σχολεία και ολόκληρη η ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας.

[2] Ο Joaquín Díez-Canedo (1917-1999) ήταν Ισπανός εξόριστος στο Μεξικό από το 1940 και εκδότης με πολύ σημαντική προσφορά στον τομέα του πολιτισμού και την προβολή της λογοτεχνικής παραγωγής νέων και αναγνωρισμένων συγγραφέων. Ήταν εκδότης στον Fondo de Cultura Económica και το 1962 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Joaquín Mortiz.

[3] Συν-μυθοποιώντας [confabular στο πρωτότυπο] γιατί έτσι εννοούσε ο Αρρεόλα την τέχνη της γραφής, ως μια συνεργασία που ολοκληρωνόταν με την ανάγνωση. Ο συγγραφέας συνθέτει κάτι που πρόκειται να ερμηνευθεί από άλλον, ακριβώς με την έννοια της ελληνικής λέξης «συγ-γράφω». Επίσης, ο συγγραφέας παίζει με την διπλή σημασία της λέξης, συνομιλώ και συνομοτώ.

[4] Παρεμπιπτόντως ο Αρρεόλα, εκτός από το πινγκ πονγκ, υπήρξε λάτρης του σκακιού και οργάνωνε τουρνουά στην πόλη του Μεξικού.

Απώλεια για τις εικαστικές τέχνες: Πέθανε ο εμβληματικός ζωγράφος Αλέκος Φασιανός (video)

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: