File photo: Οι αρχές προσπαθούν να ενισχύσουν τον αργό εμβολιαστικό ρυθμό στα 7,5 εκ. κατοίκους της πόλης. EPA, JEROME FAVRE μέσω ΚΥΠΕ
«Αποχαιρέτα την Αμερική που ήξερες» ήταν ο τίτλος κειμένου μας στις 8 Νοεμβρίου 2016, ημέρα των προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από τότε, ένα μεγάλο ποσοστό Αμερικανών διακατεχόταν από μια απροσδιόριστη ανησυχία ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί.
Ο μεγαλύτερος φόβος αφορούσε την πιθανότητα ενός πυρηνικού πολέμου ή ατυχήματος, μιας φυσικής καταστροφής ή μιας εκτεταμένης επίθεσης στον κυβερνοχώρο.
Αν και υπήρχε ένας ακατονόμαστος φόβος για κάτι που επέρχεται εξαιτίας του χαρακτήρα του προέδρου Τραμπ, της επικίνδυνης πολιτικής κατάστασης και της βαθιάς διχασμένης αμερικανικής κοινωνίας, ήταν σχεδόν αδύνατο για τον μέσο Αμερικανό πολίτη (ανεξάρτητα από ιδεολογικές, κομματικές, θρησκευτικές και ταξικές προελεύσεις) να πιστέψει ότι η χώρα του, που την θεωρούσε πρότυπο στην επιστημονική έρευνα, την πρόβλεψη και τη διαχείριση κρίσεων, θα μπορούσε να εμφανίσει μια τέτοια τραγική εικόνα μπροστά σε μια πανδημία.
Αυτό που βιώνουν σήμερα οι Αμερικανοί πολίτες και ειδικά οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είναι πέρα από κάθε φαντασία.
Κι όμως, αντί το αμερικανικό σύστημα και ευρύτερα η παγκόσμια κοινότητα να ήταν πανέτοιμη από καιρό σε όλα τα επίπεδα για να αντιμετωπίσει μια τέτοια πιθανή πανδημία, αντέδρασε αργοπορημένα, ασυντόνιστα, σκόρπια και σε μερικές περιπτώσεις με εγκληματικές πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες.
Στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε κανένα σχέδιο για την αντιμετώπιση ενός τέτοιου ιού, ο οποίος είχε προέλευση την Κίνα και με ύποπτες πτυχές για το ξεκίνημα και την εξάπλωσή του.
Ένα συγκροτημένο πρόγραμμα, που στόχευε στην προετοιμασία του αμερικανικού έθνους για την αντιμετώπιση ιών και πανδημιών (και κάποια στιγμή διευρύνθηκε με τη δημιουργία αρμόδιας υπηρεσίας του Λευκού Οίκου, στο πλαίσιο της εθνικής ασφάλειας) και το οποίο αρχικά σχεδιάστηκε από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους (τον νεότερο) και ενισχύθηκε περαιτέρω από τον Δημοκρατικό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, δυστυχώς είχε καταργηθεί τον Οκτώβριο του 2019 με απόφαση του σημερινού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Το καθεστώς της Κίνας φέρει μεγάλη ευθύνη που απέκρυψε τις πραγματικές επιπτώσεις του κορωνοϊού στον ανθρώπινο οργανισμό και εξακολουθεί να μην δίνει σημαντικά στοιχεία, αρνούμενο να παρουσιάσει όλα τα δεδομένα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (οι όποιες πιθανές δικές του ευθύνες, ο ρόλος και η αποστολή του θα πρέπει να εξεταστούν σε βάθος μετά το τέλος της πανδημίας) και η διεθνής κοινότητα έχουν υποχρέωση να απαιτήσουν από το Πεκίνο πλήρη διαφάνεια.
Σε αυτή την παγκόσμια μάχη κατά του κορωνοϊού είναι ηθικά και πρακτικά απαραίτητο να διασφαλιστούν δυο καθοριστικά στοιχεία: Η γνώση της αλήθειας και η διεθνής συνεργασία.
Επίσης, οι αργοπορημένες και ασυνάρτητες αντιδράσεις από μέρους του προέδρου Τραμπ και οι συνεχείς αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις του για τις ασύλληπτες διαστάσεις που λαμβάνει η τραγωδία που εξελίσσεται στις ΗΠΑ δεν αναιρούν την τεράστια ευθύνη που έχουν ορισμένες δημοτικές και πολιτειακές αρχές στη χώρα, ειδικά της Νέας Υόρκης.
Κάθε μέρα αυξάνεται δραματικά ο αριθμός των θανάτων. Οι επιπτώσεις των τρομοκρατικών χτυπημάτων της 11ης Σεπτεμβρίου θα φαίνονται «ασήμαντες» στο μέλλον σε σχέση με το τι θα αφήσει το πέρασμα του κορωνοϊού στην πόλη μας, πληρώνοντας το μεγαλύτερο τίμημα σε νεκρούς.
Για να έρθει το τέλος αυτού του δράματος όσο γίνεται πιο γρήγορα χρειάζεται πολυμερής δράση, η οποία καθίσταται επιτακτική και απόλυτα αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.
Με μια τέτοια πραγματικότητα είναι δύσκολο να κρατηθεί ζωντανή η αισιοδοξία για παγκόσμια συνεργασία. Ας ελπίσουμε όμως ότι εκτός από τον δραματικό απολογισμό με τους χιλιάδες νεκρούς, τους ομαδικούς τάφους και τις βαθιές κοινωνικές και οικονομικές πληγές που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, στο τέλος θα επιφέρει και ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και δράσης των πολιτών απέναντι στις εξουσίες.