Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Του δρ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (*), Φιλελεύθερος
Η επέτειος της 1ης Απριλίου μας θυμίζει πράξεις ανδρείας και ηρωισμού, τους απαγχονισθέντες, τους πεσόντες και τους συλληφθέντες.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ όμως δεν είναι εξωπραγματικός. Είναι μια αλυσίδα γεγονότων, καθημερινών πράξεων από ψυχωμένους ανθρώπους, γυναίκες, άνδρες και παιδιά που η καθεμιά έχει τη σημασία της.
Ένα γεγονός από αυτή την αλυσίδα είναι η πρώτη μεγάλη μάχη της ΕΟΚΑ, τον Νοέμβριο του 1955, η «μάχη του Πεύκου». Ήδη από τις 19 Νοεμβρίου 1955, ο Γρίβας είχε διατάξει, από την Κυπερούντα όπου βρισκόταν, ένταση της δράσης της ΕΟΚΑ με την κωδική ονομασία «Εξόρμησις προς την νίκην». Ήθελε ο ίδιος να δώσει το έναυσμα της νέας φάσης του ένοπλου αγώνα με ενέδρα στην περιοχή.
Όταν βράδιασε η 22α Νοεμβρίου, η ομάδα, γύρω στα 25 άτομα, εθελοντές αντάρτες και καταζητούμενοι, ξεκίνησε για τον χώρο της ενέδρας, στον δρόμο Κυπερούντας-Χανδριών. Ο χώρος είχε αναγνωριστεί και είχε επιλεγεί εκ των προτέρων από τον τομεάρχη Πιτσιλιάς, Ρένο Κυριακίδη. Κριτήριο ήταν η παροχή κάλυψης στους αγωνιστές, η καλή οπτική προς τον δρόμο και οι στροφές του δρόμου που θα ανάγκαζαν τα οχήματα να μειώσουν ταχύτητα. Επίσης, από εκείνο το σημείο ξεκινούσε το μονοπάτι που οδηγούσε στα λημέρια των Σπηλιών όπου θα κατέφευγαν μετά την ενέδρα οι αντάρτες.
Ξημερώματα της 23ης Νοεμβρίου οι άνδρες της ΕΟΚΑ μαζί τον αρχηγό της οργάνωσης, επέστρεψαν στον χώρο της ενέδρας και πήραν τις θέσεις τους. Στάλθηκε ένα άτομο στο απέναντι βουνό ως παρατηρητής. Ο Γρίβας έδωσε τις τελευταίες οδηγίες.
Το πρώτο όχημα με τους ανύποπτους Βρετανούς βρισκόταν πλέον κοντά στην ηλεκτρική νάρκη στην είσοδο του χώρου της ενέδρας. Η ανατίναξη δεν έγινε. Όταν το όχημα βρέθηκε κοντά στους χειροβομβιστές δέχθηκε την επίθεση τους και ταυτόχρονα ξεκίνησε να δέχεται τα πυρά των ενεδρευόντων.
Αίφνης, όσοι βρίσκονταν κοντά στο όχημα είδαν δύο Βρετανούς να εξέρχονται από αυτό και να επιχειρούν να διαφύγουν. Ο Χαρίλαος Ξενοφώντος τους φώναξε απότομα: «Hands up» (Ψηλά τα χέρια) και πρόταξε το όπλο του. Aιφνιδιάστηκαν και σήκωσαν τα χέρια. Στο όπλο του Ξενοφώντος όμως δεν υπήρχαν σφαίρες. Είχαν εξαντληθεί από τη μάχη. Φώναξε σε άλλον συναγωνιστή του να του δώσει το όπλο του. Στα δευτερόλεπτα που διέρρευσαν, οι στρατιώτες ξεκίνησαν να τρέχουν και διέφυγαν.
Όταν ο Διγενής αντιλήφθηκε ότι ήταν ασφαλές για τους συμμετέχοντες να εξέλθουν από τις θέσεις τους, έριξε τη συνθηματική φωτοβολίδα λήξης της μάχης. Συγκεντρώθηκαν και ξεκίνησαν να περπατούν στο μονοπάτι που οδηγούσε στα λημέρια των Σπηλιών.
Το βάπτισμα του πυρός
Ο Γρίβας, αποτιμώντας ευσύνοπτα την μάχη έγραψε: «Ήτο η πρώτη καλώς ωργανωμένη επιχείρησις ανταρτικής ομάδος».
Επιπλέον, ο Κυριάκος Κόκκινος είχε δηλώσει χαρακτηριστικά για την ευψυχία των αγωνιστών: «Χρειάζεται μεγάλο θάρρος να κάνεις τέτοιες ριψοκίνδυνες ενέργειες χωρίς να έχεις στοιχειώδεις γνώσεις πολέμου».
Η σημασία της μάχης είναι τριπλή.
Αρχικά σε αυτήν έλαβε το βάπτισμα του πυρός σχετικά μεγάλος αριθμός ατόμων. Μέχρι τότε, τα μέλη της ΕΟΚΑ είχαν τύχει εκπαίδευσης ως επί το πλείστον σε θεωρητικό επίπεδο, τόσο στις τακτικές του ανταρτοπολέμου, όσο και στη χρήση των όπλων και των εκρηκτικών. Η συγκεκριμένη μάχη ήταν η πρώτη ευκαιρία να θέσουν σε εφαρμογή όσα μάθαιναν θεωρητικά.
Η δεύτερη σημασία της μάχης ήταν η εμπλοκή του ίδιου του Γρίβα.
Ένας νεκρός, δύο τραυματίες και αντίποινα
Οι Άγγλοι ανακοινώνοντας τα αποτελέσματα της ενέδρας έκαναν λόγο για έναν νεκρό στρατιώτη και δύο τραυματίες, έναν αξιωματικό και έναν οπλίτη.
Νεκρός ήταν ο οδηγός του οχήματος Champ, 25χρονος στρατιώτης Μηχανικού (σκαπανέας) Robert Peter Melson του 37ου Τάγματος Μηχανικού. Επιζώντες που κατάφεραν να διαφύγουν τραυματίες ήταν ο ανθυπολοχαγός Martin Musson και ο σκαπανέας Sawyer.
Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι κλήθηκε να σταματήσει και παράκουσε. Κατά τη διάρκεια της ανάσυρσης του νεκρού σκαπανέα και του οχήματος από το γκρεμό, εντοπίστηκαν φυσίγγια που είχαν πάθει αφλογιστία. Την αναφορά επιβεβαιώνει η μαρτυρία του Σάββα Κουλλαπή, ο οποίος αφηγείται ότι αρκετές από τις σφαίρες του είχαν πάθει αφλογιστία.
(*) Ειδικός επιστήμονας Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου.