Η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη. Φωτογραφία ΚΥΠΕ
Οι δηλώσεις συγκεκριμένου Μητροπολίτη φαίνεται πως αναμφίβολα προσέβαλαν την γυναίκα, την μητρότητα και την διαφορετικότητα ως προς τη την επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού, αναφέρει σε γραπτή τοποθέτηση της η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη με αφορμή πρόσφατα σχόλια του Μητροπολίτη Μόρφου.
«Η Πολιτεία καλείται να τηρεί μια συνεπή και συνεκτική στάση καταδικάζοντας δηλώσεις που δύναται να προαγάγουν το μίσος, την εχθρότητα, τις διακρίσεις και τον ρατσισμό», υπογραμμίζει η κ. Λοττίδη.
Η Επίτροπος αναφέρει ότι οι απόψεις του Μητροπολίτη Μόρφου, στα πλαίσια ανοιχτής για το κοινό ομιλίας, ότι ” ΄η ομοφυλοφιλία είναι πρόβλημα που συνήθως το μεταδίδουν οι γονιοί προς το παιδί. Κι αυτό συμβαίνει … την ώρα της ερωτικής πράξης. Ή κατά τη διάρκεια της κυοφορίας. Όταν γίνεται δηλαδή ερωτική πράξη των γονέων όχι φυσιολογική. Αλλά πρωκτική. Αυτό όταν στη γυναίκα αρέσει, δημιουργείται επιθυμία …΄ και πως ΄η αρσενοκοιτία … έχει συγκεκριμένη μυρωδιά … βρωμούσες, έβγαινε μπόχα από σένα΄, προκάλεσαν δικαιολογημένες αντιδράσεις στην κοινή γνώμη και ιδιαίτερα στην ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα”.
Αναμφίβολα, σύμφωνα με την Επίτροπο, προσέβαλαν την υπόληψη συγκεκριμένων προσώπων, ενώ συνάμα για μια ακόμη φορά θυματοποιήθηκε το γυναικείο φύλο, εφόσον με τις εν λόγω δηλώσεις έχει μετακυλιστεί στη γυναίκα το βάρος της ευθύνης της ελεύθερης επιλογής των ανθρώπων ως προς τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Ιδιαίτερη δε σημασία αποκτά η αναφορά για τα πρόσωπα αυτά, ότι αναδύεται από το σώμα τους «μπόχα» η οποία δύναται να γίνει αντιληπτή από τρίτους, σημειώνει.
Αναφέρει επίσης ότι μπορεί δε ο συγκεκριμένος λόγος, να μην προβαίνει σε υποκίνηση για μίσος ή άσκηση βίας εναντίον συγκεκριμένων προσώπων ώστε να δύναται να χαρακτηριστεί ρητορική μίσους, δεν μπορεί όμως να μην σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες 4 απόψεις και λόγος που ακούστηκε έφεραν το στοιχείο της υποτίμησης και της απόρριψης δυνάμενα να οδηγήσουν σε αισθήματα εχθρότητας και μίσους.
«Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι, ο ρατσισμός θεωρείται το σύνολο των αντιλήψεων που θεωρούν συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων ως υποτελή και ή κατώτερη στη βάση κάποιων ιδιαίτερων της χαρακτηριστικών, τότε δεν μπορεί παρά ο συγκεκριμένος λόγος να θεωρηθεί λόγος ρατσιστικός», υπογραμμίζει.
Η κυπριακή κυβέρνηση ζητά να αναιρεθεί η δήλωση του Μητροπολίτη περί ομοφυλοφιλίας
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), κατά την απόφασή του στην υπόθεση Vejdeland and others v. Sweden5, σύμφωνα με την Επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τόνισε ότι οι διακρίσεις στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού είναι εξίσου σοβαρές με τις διακρίσεις στη βάση της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής και του χρώματος και δεν προστατεύονται από το δικαίωμα στην έκφραση.
Αναφέρει επίσης ότι το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι ο περιορισμός στην άσκηση του δικαιώματος αυτού (έκφρασης ) ήταν αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία της φήμης και των δικαιωμάτων των άλλων.
«Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι ο ομοαρνητισμός , όπως και ο ρατσιστικός λόγος σε καμία περίπτωση δεν προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης αλλά αντιθέτως , συνιστά παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διαιωνίζει αρνητικά στερεότυπα και υποδαυλίζει βίαιες συμπεριφορές», προσθέτει.
Όπως αναφέρει, τέτοιες απόψεις συντηρούν αφενός, προκαταλήψεις και έχθρα σε βάρος των ομοφυλοφίλων ανθρώπων, και από την άλλη, καθιστούν τη γυναίκα ως υπαίτια αυτής της «διαφορετικότητας», στοχοποιώντας την παράλληλα, σε σχέση με τη σεξουαλική της επιθυμία.
Σήμερα, σύμφωνα με την κ. Λοττίδη, τα έμφυλα στερεότυπα παραμένουν ισχυρά και συνεχίζουν να συνδέουν συγκεκριμένους ρόλους σε άνδρες και γυναίκες στη βάση των βιολογικών τους διαφορών.
Προσθέτει ότι «εξακολουθούν να υφίστανται θέσεις όπου διατηρούν το ανδρικό φύλο ως καθολική, αντικειμενική και ουδέτερη σταθερά του ανθρώπινου είδους και το γυναικείο ως κάτι διαφορετικό, μιας παρέκκλισης από τον ανδρικό κανόνα, ενισχύοντας ουσιαστικά σεξιστικές αντιλήψεις που προϋποθέτουν μια γυναίκα ΄αθώα΄, χειραγωγίσιμη».
Είναι στα ίδια πλαίσια, σύμφωνα με την Επίτροπο, όπου επιβάλλεται η συμμόρφωση του γυναικείου σώματος στο μέτρο της αντρικής επιθυμίας και δαιμονοποιείται η σεξουαλική της επιθυμία.
Επίσης, αναφέρει ότι η αναγνώριση της δυνατότητας για τάχιστη αναμετάδοση της είδησης σε πλήθος αποδεκτών, θα πρέπει να λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και ιδιαίτερα όταν εκφράζονται απόψεις και ιδέες που μπορεί να στιγματίσουν πρόσωπα και να δημιουργήσουν εχθρότητα, αναφορικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.
Σημειώνει ότι η διαφορετικότητα είναι δικαίωμα για τους λόγους που ο καθένας επιλέγει, γνωρίζει και ορίζει για το πρόσωπο του και δεν μπορεί να αποτελεί λόγο χλευασμού, υποτίμησης ή εχθρότητας, καθ’ ότι σε ένα πλαίσιο αλυσιδωτής συμπεριφοράς δύναται να οδηγήσει στο έγκλημα μίσους, το οποίο αδιαμφισβήτητα είναι από όλους μας καταδικαστέο.
Επιπλέον, η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Μαρία Στυλιανού – Λοττίδη αναφέρει ότι η ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης ιδεών αποτελεί συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου και προστατεύεται ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, τόσο με βάση το διεθνές και νομικό πλαίσιο, όσο και την εσωτερική έννομη τάξη.
Αναφέρει ότι το εν λόγω δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου και έκφρασης διασφαλίζεται από το άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και προσθέτει ότι στις διατάξεις αυτές διευκρινίζεται ότι αυτή η ελευθερία της έκφρασης περιλαμβάνει τηv ελευθερία της γνώμης, της λήψης και μετάδοσης γεγονότων, πληροφοριών, μηνυμάτων, ειδήσεων.
Αναφέρει επίσης ότι σύμφωνα δε με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τους βασικούς πυλώνες μίας πλουραλιστικής και δημοκρατικής κοινωνίας.
Το ερώτημα που ανακύπτει σε σχέση με το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα είναι κατά ποσό αυτό δύναται να τεθεί κάτω από περιορισμούς.
«Η απάντηση έχει δοθεί ταυτοχρόνως με την αναγνώριση του ίδιου του δικαιώματος το οποίο επιτρέπει την δυνατότητα περιορισμού του σε διάφορες περιπτώσεις μεταξύ των οποίων για λόγους που αφορούν ΄… πρoστασίαv της υπoλήψεως ή τωv δικαιωμάτωv τωv τρίτωv…΄, καταλήγει η Επίτροπος.
Η προβληματική περίπτωση του Μητροπολίτη Μόρφου: Μα η Εκκλησία προωθεί την αγάπη!