Οι Έλληνες της Τανζανίας, αν και λίγοι σε αριθμό, κατάφεραν να αποκτήσουν τεράστια δύναμη, ξεκινώντας από έμποροι και καταλήγοντας εργολάβοι, κατασκευαστές σιδηροδρόμων, αγρότες και μετέπειτα μέλη της πολιτικής ζωής από το 1890 μέχρι το 1960. Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ, παραχώρηση ιστορικού ερευνητή, Αντώνη Χαλδαίου
Οι Έλληνες της Τανζανίας ήταν λίγοι σε αριθμό, αλλά κατάφεραν να αποκτήσουν τεράστια δύναμη. Ξεκίνησαν ως έμποροι, έγιναν εργολάβοι και κατασκευαστές στον σιδηρόδρομο και μετέπειτα κύριοι στυλοβάτες της αγροτικής παραγωγής, μια μετεξέλιξη που αναδεικνύει την προσαρμοστικότητά τους, ανάλογα με τις γεωπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν στην ανατολική Αφρική, από το 1890 μέχρι το 1960.
H ελληνική παρουσία στην Τανζανία ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία έφτασαν οι Γερμανοί στην περιοχή και την ονόμασαν Γερμανική Ανατολική Αφρική. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο, πουλώντας βοοειδή τα οποία έφερναν σε μια τεράστια απόσταση από την Αιθιοπία και την Κένυα, είτε με καραβάνια μέσω της χερσαίας οδού είτε μέσω της θάλασσας.
Οι πρωτοπόροι Έλληνες κατασκευαστές (μερικοί από αυτούς ήταν ο Αλέξανδρος Σκούταρης, ο Σταμάτης Εμμανουήλ, ο Δημήτρης Καπετσάκος και ο Δημήτρης Γιαννίκος) υλοποίησαν τις δύο σιδηροδρομικές γραμμές, από τα μεγαλύτερα και δυσκολότερα έργα της εποχής, χρησιμοποιώντας μικρότερους εργολάβους, κυρίως Έλληνες, και πλήθος ντόπιων εργατών. Μετά την ολοκλήρωσή τους, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, ήταν πιο εύκολη η μετακίνηση των Ελλήνων εμπόρων οι οποίοι άρχισαν και δραστηριοποιούνταν σε όλο το έδαφος της Τανζανίας -μία τεράστια χώρα- χτίζοντας ξενοδοχεία και κυρίως πουλώντας τα εμπορεύματά τους.
Μόλις υλοποιήθηκε ο σιδηρόδρομος, οι Έλληνες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους σε έναν άλλο τομέα της οικονομίας, αυτόν της αγροτικής παραγωγής. Αντιπαρήλθαν τις δυσκολίες της περιοχής, όπως οι πλημμύρες και η ασθένεια από τη μύγα τσε-τσε και ευνοήθηκαν από την εξέγερση των Μάτζι Μάτζι, το 1905 η οποία δημιούργησε ένα κίνημα αντίδρασης στην αποικιοκρατία των Γερμανών.
Οι Έλληνες πήραν κτήματα και καλλιεργούσαν την αγαύη, από την οποία παράγεται το σχοινί και κάποιοι απέκτησαν τεράστιες περιουσίες. Όλα τα καράβια χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή φυτικό σχοινί, οπότε ήταν από τα πλέον απαραίτητα προϊόντα στην παγκόσμια οικονομία.
Διάφορες πολιτικές και οικονομικές αλλαγές ανά τον κόσμο έκαναν μεγαλύτερη τη ζήτηση για σχοινί και την ανάμειξη των Ελλήνων στην τροφοδοσία της παγκόσμιας αγοράς. Για παράδειγμα, στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και του πολέμου της Κορέας, υπήρξε αποκλεισμός περιοχών της Ασίας που παρήγαγαν σχοινί, με αποτέλεσμα να πέσει το βάρος στην Ανατολική Αφρική και κυρίως στην Τανζανία.
Εκτός από την αγαύη, οι Έλληνες ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια του καφέ, στα βόρεια στην περιοχή του Κιλιμάντζαρο και του καπνού, στα νότια της χώρας.
Οι πρώτες κοινότητες που δημιουργήθηκαν στην Τανζανία ήταν στο Μόσι το 1909 και στην Αρούσα, το 1929, ενώ ακολούθησαν η Ιρίνγκα, η Τάνκα, το Νταρ ες Σαλάμ, η Κιμάμπα.
Οι Έλληνες σταδιακά έφτιαξαν σχολεία, αρχικά στην περιοχή του Κιλιμάντζαρο, στο Μόσι και στην Αρούσα.
Οι Έλληνες, καθώς ασχολούνταν με την αγροτική παραγωγή, μετά το 1961 που ανεξαρτητοποιήθηκε η Τανζανία, βίωσαν τις συνέπειες της οικονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκε από το ανεξάρτητο πλέον κράτος. Στα κύματα εθνικοποιήσεων, από το 1967 έως το 1973, έχασαν την περιουσία τους όσοι καλλιεργούσαν αγαύη και καφέ, αλλά και οι ιδιοκτήτες βιομηχανιών. Οι μόνοι που εξαιρέθηκαν ήταν όσοι καλλιεργούσαν καπνά στην Ιρίνκα.
Μετά το ’80 και το ’90 κάποιοι πήραν πίσω τα κτήματά τους, αλλά με κάποια μορφή μίσθωσης, δηλαδή δεν έγιναν ιδιοκτήτες, απλώς νοίκιασαν τα κτήματα από το κράτος.
Αρκετοί Έλληνες διακρίθηκαν στην Τανζανία, παίρνοντας παράτολμα ρίσκα για τα δεδομένα της εποχής. Το 1969 ο Ντίνος Σαμαράς, ο οποίος είχε χάσει στις εθνικοποιήσεις τα κτήματά του, ίδρυσε μια αεροπορική εταιρεία, την πρώτη στην Τανζανία και γι’ αυτό θεωρείται ως ο πατέρας της αεροπλοΐας στη χώρα. Η εταιρεία λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ο Ντίνος Σαμαράς και ο Στέφανος Εμμανουήλ ασχολήθηκαν με την πολιτική και ήταν μέλη του τοπικού συμβουλίου στις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν. Και στους δύο προτάθηκε θέση υπουργού, στον Ντίνο Σαμαρά τη δεκαετία του ’60, τότε που ήταν μεταβατικό το καθεστώς από τη βρετανική διοίκηση στην ανεξαρτησία και στον Στέφανο Εμμανουήλ, όταν πλέον η Τανζανία ήταν ανεξάρτητη, από τον τότε Πρόεδρο Τζούλιους Νιερέρε.
Άλλος Έλληνας με σημαντική παρουσία ήταν ο Μανώλης Μανθεάκης, ο οποίος στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Τανζανίας, βασιζόμενος κυρίως στην αγροτική παραγωγή. Παρήγαγε τεράστιες ποσότητες σχοινιού και αργότερα επεκτάθηκε στον χώρο της εξόρυξης μετάλλων, δημιουργώντας επιχειρήσεις μέχρι την Κένυα.
Οι Έλληνες, τόνισε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χαλδαίος, είχαν καλές σχέσεις με τους Τανζανούς από τα χρόνια τα πρώτα, που τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στον σιδηρόδρομο και μετέπειτα κατά τη διάρκεια της ανεξαρτησίας, ο Στέφανος Εμμανουήλ έφτιαξε ένα πολιτικό κόμμα το οποίο απαρτιζόταν κατά 60% από Τανζανούς, σε μια προσπάθεια να δείξει ότι η πολυσυλλεκτικότητα που υπήρχε στο κόμμα του αντανακλούσε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι Έλληνες τους Τανζανούς.
Διάφοροι Έλληνες έκαναν δωρεές προς την Τανζανία, με τη μορφή κτιρίων ή υποτροφιών, όπως ο Ντίνος Σαμαράς, όταν ήταν πρόξενος τη δεκαετία του ’80, αλλά και ο Χριστόδουλος Γαλανός, ο οποίος έφτιαξε τη γεωργική σχολή.
Το βιβλίο του Αντώνη Χαλδαίου, με τίτλο «Η Ελληνική Κοινότητα της Τανζανίας», είναι αποτέλεσμα εκτεταμένης έρευνας σε ιδιωτικά και δημόσια αρχεία στην Τανζανία, την Ελλάδα, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
08/06/2019 13:00
Τα μηνύματα του υπουργού Άμυνας στην Άγκυρα: Πρέπει να ζήσουμε με ένα δύσκολο σύμμαχο