– «Πρέπει να καταλάβουμε ότι φτάνουμε στο τέλος εποχής και για τα άλλοθι μας. Λέμε για εποικισμό για κατοχή και όλα τα σχετικά. Ναι, όλα αυτά είναι αλήθεια και έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας, αλλά τι κάνουμε; Τι κάνουμε; Τελειώνουν τα ψέματα».
Αυτή η κραυγή αγωνίας δεν εκφράζεται από ένα απλό πολίτη ο οποίος παρακολουθεί τις εξελίξεις του κυπριακού και δεν βλέπει διέξοδο. Αυτή η κραυγή αγωνίας ακούεται από τον δεύτερο κατ΄ εξοχή και κατά τεκμήριο χειριστή του κυπριακού τον Ελληνοκύπριο διαπραγματευτή. Ο οποίος εδώ και αρκετό καιρό συστηματικά παρελαύνει από τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ και κάθε άλλο προσφερόμενο βήμα και μιλά με ένα ανάλογο τρόπο. Πέραν και πριν από την ουσία των θεμάτων προκύπτουν αρκετά ερωτηματικά – προβληματισμοί για τις αναφορές ενός τεχνοκράτη – πολιτευτή, ο οποίος διετέλεσε μέλος σε αρκετές διαπραγματευτικές ομάδες επί διαφόρων Προέδρων.
Μα αν ο διαπραγματευτής της ε/κ πλευράς θεωρεί την πολιτική της πλευράς μας, την πολιτική του Προέδρου ότι είναι λανθασμένη, ότι είναι αδιέξοδη, ότι είναι πολιτική χωρίς την απαιτούμενη βούληση για λύση, οφείλει να το διατυπώσει και να ενεργήσει ανάλογα. Αν πάλιν τη θεωρεί ορθή και αυτό πρέπει να το δηλώσει.
Πολύ περισσότερο που σε αρκετές συνεντεύξεις του δηλώνει ότι ο ίδιος δεν έχει πρόταση να διατυπώσει για να μην «τελειώσουν τα ψέματα». Είναι απαραίτητο, θεωρώ, να δηλώσει αν απευθύνεται η κραυγή αγωνίας του προς τον ε/κ διαχειριστή του κυπριακού ή όχι. Αν απευθύνεται δηλαδή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ως εκ της θέσης του έχει καθήκον να το ξεκαθαρίσει.
Οι στιγμές για το κυπριακό, ναι συμφωνώ, είναι όχι κρίσιμες αλλά οριακά κρίσιμες. Όσοι ως εκ της θέσης τους υπέχουν αρμοδιότητα και ευθύνη χειρισμών οφείλουν να τοποθετούνται καθαρά. Και αυτοί δεν είναι πολλοί. Είναι ο Πρόεδρος, ο ΥΠΕΞ, ο διαπραγματευτής και η ομάδα του, τα μέλη του Εθνικού Συμβουλίου. Δεν είναι αρκετό να διαπιστώνουν μόνο.
Όταν ο διαπραγματευτής της ε/κ πλευράς μιλά με αυτό τον τρόπο θεωρώ ότι δεν υποβοηθά αυτό το οποίο ενδεχομένως θέλει να επιτύχει. Την εγρήγορση και την έγνοια για την αναγκαιότητα λύσης. Και εφ΄ όσον αυτός είναι ο στόχος κατανοητός. Αλλά ο τρόπος προβολής του δημιουργεί εντυπώσεις οι οποίες συγχύζουν.
Άλλοθι σημαίνει απλά ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι ακόμα και με διάφορες προφάσεις δεν το κάνουμε. Δεν το κάνουμε και κρυβόμαστε πίσω από μια δικαιολογία. Ένα άλλοθι. Πολύ, πάρα πολύ σοβαρή εκτίμηση, ειδικά τη στιγμή που καταβάλλεται προσπάθεια επανεκκίνησης των συνομιλιών.
Και αυτά λέγονται από τον διπλωμάτη-διαπραγματευτή ο οποίος σε σειρά δηλώσεων του είχε ρητά ξεκαθαρίσει ότι την ευθύνη για το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κράν Μοντανά η ευθύνη ανήκε στην τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά. Τις όποιες εκτιμήσεις έχει ο διαπραγματευτής μας οφείλει πρώτιστα να τις διατυπώσει στον ίδιο τον ηγέτη της ε/κ κοινότητας, τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και δευτερευόντως στο Εθνικό Συμβούλιο, αν θεωρήσει ότι δεν βρήκε κατανόηση από τον Πρόεδρο και πολύ περισσότερο αν υπάρχει σοβαρή διαφωνία.
Το κυπριακό είναι καράβι που αυτή την στιγμή βολοδέρνει στα κύματα μιας μεταβατικής και ρευστής διεθνούς σκηνής, όπου μια σειρά ενέργειες των κορυφαίων πρωταγωνιστών, στοχεύουν στον επανασχεδιασμό του κόσμου. Στην ανακατανομή σφαιρών όχι απλά επιρροής αλλά επικυριαρχίας και κατά συνέπεια οικονομικής εκμετάλλευσης. Σ΄ αυτή τους την προσπάθεια αυτοί οι πρωταγωνιστές επιζητούν εταίρους, συμμάχους, συνεργάτες και υπηρέτες.
Γι΄ αυτό πρέπει να είμαστε διπλά –τριπλά προσεκτικοί και σταθεροί στα θέματα αρχών και ευέλικτοι στα θέματα τακτικής και δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας. Όπως επίσης και εξαιρετικά προσεκτικοί στο τι ευχόμαστε.
Και υπάρχουν και κράτη υπηρέτες, τα οποία φρόντισαν οι ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενες και δικά τους σοβαρά λάθη να υποτάξουν με ένα νέο αποικιακό τρόπο. Εδώ δεν θα δώσω παραδείγματα. Ας τα φανταστεί ο καθένας μόνος του ποια είναι αυτά τα κράτη.
Ανάφερα επίσης πιο πάνω ότι είναι επικίνδυνο ενίοτε να εύχεσαι να συμβούν πράγματα για τα οποία δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα για να τα αντιμετωπίσεις. Είναι τέτοιες ευχές, εν πολλοίς, ενέργειες απελπισίας.
Για παράδειγμα πολλοί εδώ και χρόνια εύχονται ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – Δύσης. Και τώρα που φαίνεται – υπογραμμίζω το φαίνεται – να συμβαίνει, ακούω στις ειδήσεις, ότι στο Προεδρικό ανησυχούν.
Ενώ τώρα τι; Η ρήξη Δύσης – Τουρκίας ανατρέπει αυτήν την τριγωνική σχέση αλληλεπίδρασης Δύση-Τουρκία – Κυπριακό. Πολύ περισσότερο σπρώχνει ακόμα περισσότερο την Τουρκία προς την πλευρά της Ρωσίας με την οποία Ελλάδα και Κύπρος δεν διάγουμε και την καλύτερη περίοδο σχέσεων. Από την άλλη αν κάποιος επενδύει ότι η ρήξη αυτή θα οδηγήσει σε κατάρρευση της Τουρκίας και άρα θα προκύψει για Κύπρο και Ελλάδα μέγα όφελος, είναι ένα ενδεχόμενο, το οποίο όμως είναι και αβέβαιο και χρονοβόρο.
Και εμείς δεν διαθέτουμε απεριόριστο χρόνο, ούτε είμαστε σε θέση λόγω οικονομικής κατάστασης και άλλων παραγόντων να ενεργήσουμε ανεξάρτητα και αποφασιστικά. Τόσον η Κύπρος όσον και η Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή που η Τουρκία εδραιώνει την κατοχή. Ως εκ τούτου και λόγω άλλων παραμέτρων που ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούν, όσοι διαχειρίζονται το κυπριακό ας είναι πολύ περισσότερο φειδωλοί σε εξαιρέσεις και ξεσπάσματα, έστω και αν η κατάσταση δικαιολογεί την εσωτερική κραυγή αγωνίας. Γιατί όλα αυτά επηρεάζουν την στάση του λαού ο οποίος είναι και ο τελικός κριτής και ο κυρίαρχος αρμόδιος να αποφασίσει.
Η τέχνη του να είσαι ερασιτέχνης: Ο Αβέρωφ προετοιμάζει για παραμονή κατοχικού στρατού