Τα συνταγματικά του Brexit και η Ε.Ε.: Ποιος θα ενεργοποιήσει το άρθρο 50 για την έξοδο;




ΤΗΣ ΛΙΝΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*

Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (τέθηκε σε ισχύ το 2009) προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων ρητά, στο άρθρο 50 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ), το νομικό δικαίωμα ενός κράτους-μέλους να αποχωρήσει από την Ενωση. Πρόκειται για επιβεβαίωση της κυρίαρχης θέσης των κρατών και αποδεικνύει τη δημοκρατική ποιότητα της Ενωσης.

Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς δικαιοπολιτικά ότι τέτοιου είδους δραματικές αλλαγές δεν θα έπρεπε να αποφασίζονται με απλή ψηφοφορία και χωρίς ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής ούτε με μία μόνο ψηφοφορία, αλλά με δύο απέχουσες χρονικά μεταξύ τους, παρότι αυτό θα επέτεινε την αβεβαιότητα, επιτρέποντας όμως ένα διάστημα περίσκεψης, που απ’ ό,τι φαίνεται χρειάζονταν οι Βρετανοί ψηφοφόροι. Ωστόσο πρέπει να είναι σαφές ότι οι δημοκρατικές επιλογές έχουν σοβαρές συνέπειες.

Η αποχώρηση, ωστόσο, μπορεί να αποφασιστεί από το ενδιαφερόμενο να αποχωρήσει κράτος με βάση τους δικούς του εσωτερικούς συνταγματικούς κανόνες, όπως εξάλλου συμβαίνει και με την αίτηση προσχώρησης. Υπό αυτή την έννοια είναι δύσκολο για τα ενωσιακά θεσμικά όργανα ή τα άλλα κράτη-μέλη να εξαναγκάσουν τη Μεγάλη Βρετανία να αποχωρήσει, όσο εκείνη δεν το ζητάει ενεργοποιώντας το άρθρο 50 ΣΕΕ. Ακόμη και αν ποτέ δεν το ενεργοποιήσει, η ΕΕ είναι νομικά αναγκασμένη να ζει με την ήδη παραχθείσα πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Παρότι αυτό είναι σίγουρα πολιτικά ανεπιθύμητο, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια διαφορετική νομική διαρρύθμιση της αποχώρησης, εκτός και αν η Ενωση αποφάσιζε να εισαγάγει και το δικαίωμα αποβολής ενός κράτους-μέλους.

Παρακρατώντας το δικαίωμά της να αιτηθεί της αποχώρησης οποτεδήποτε εκείνη θεωρεί σκόπιμο να το κάνει, η Μεγάλη Βρετανία επιθυμεί να επηρεάσει τους όρους της διαπραγμάτευσης και να λειάνει ίσως κάποιες από τις αρνητικές για την ίδια οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της αποχώρησής της. Ιδίως εν όψει της προθεσμίας των δύο χρόνων από την αίτηση αποχώρησης, με τη λήξη της οποίας λήγει η ισχύς των ευρωπαϊκών συνθηκών στο αποχωρούν κράτος, ακόμη και αν δεν υπάρξει ειδική συμφωνία (εκτός και αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παραχωρήσει παράταση). Υπάρχει όμως συνταγματικά η πιθανότητα η αποχώρηση να μη λάβει τελικά χώρα. Θεωρητικά, ναι.

Παρότι θα είναι από την άποψη της δημοκρατικής νομιμοποίησης εξαιρετικά αμφισβητούμενο να αγνοηθεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το Κοινοβούλιο (και όχι η κυβέρνηση) παρακρατεί την αρμοδιότητα να το επικυρώσει ή όχι, δεδομένου ότι αυτό έχει συμβουλευτική μόνον ισχύ. Οσο δεν υπάρχει τέτοια Πράξη του κυρίαρχου Κοινοβουλίου, κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 ΣΕΕ και άρα την αποχώρηση της Βρετανίας.

  • Αν. καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: