“Τα πράγματα πάνε καλύτερα” το σύνθημα του Φρανσουά Ολάντ… Αλλά για ποιον δεν λέει…




Του Πιερ Μπριανσόν *

Προτού ακόμη αποφασίσει αν θα είναι και πάλι υποψήφιος για την προεδρία, ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ εγκαινίασε μια εκστρατεία με το σύνθημα «Ca va mieux» (Tα πράγματα πάνε καλύτερα).

Ο Ολάντ μάλλον δεν μιλά για τη δική του κατάσταση. Η δημοτικότητά του μειώνεται συνεχώς, οι δημοσκοπήσεις τον αποκλείουν από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών και το Σοσιαλιστικό του κόμμα είναι διχασμένο ανάμεσα στους υπέρμαχους της δικής του πολιτικής, που είναι φιλική προς τις επιχειρήσεις, και τους υπερασπιστές της παλιάς Αριστεράς. Η κυβέρνηση χρειάστηκε να προσφύγει σε έκτακτα συνταγματικά μέτρα για να περάσει από τη Βουλή τις μεταρρυθμίσεις για την αγορά εργασίας – άλλη μια ένδειξη ότι ο Ολάντ δεν μπορεί να επιβάλει πειθαρχία ούτε στους ίδιους τους βουλευτές του.

Αυτό το «Ca va mieux», λοιπόν, μάλλον αφορά κάποιον άλλον. Όταν ο Γάλλος Πρόεδρος πρωτοχρησιμοποίησε αυτή τη φράση, σε μια μακρά συνέντευξη που έδωσε πριν από ένα μήνα, ήταν σαφές ότι ήλπιζε να αξιοποιήσει μερικά καλά νέα. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, νέα που ήταν καλύτερα του αναμενομένου. Η ανεργία μειώνεται (αν και παραμένει πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ) και η ανάπτυξη δεν είναι τόσο αναιμική όσο είχε φανεί στο πρώτο τρίμηνο του έτους. Η Γαλλία δείχνει ότι θα εκπληρώσει τους δημοσιονομικούς της στόχους τόσο φέτος όσο και το 2017.

Αυτά όμως είναι μόνο στατιστικά στοιχεία. Στην ίδια συνέντευξη, ο Ολάντ αναγνώρισε ότι δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την κατάσταση της Γαλλίας καλή. Τουλάχιστον όμως η χώρα βρίσκεται σε καλό δρόμο.

«Ξέραμε ότι η φράση Ca va mieux θα προκαλούσε αντιδράσεις» λέει ο Γκασπάρ Γκαντζέρ, επικεφαλής του επικοινωνιακού επιτελείου του Ολάντ. «Ο Πρόεδρος πιστεύει ότι η οικονομία είναι ο δείκτης αξιοπιστίας της κυβέρνησής του και έχει στηρίξει την πολιτική του αξιοπιστία σ αυτήν. Θέλαμε λοιπόν να εστιάσουμε τον εθνικό διάλογο στα αποτελέσματα».

Ο άμεσος στόχος είναι σαφής: Να χρησιμοποιηθούν οι βελτιωμένοι οικονομικοί δείκτες για να φανεί ότι τυχόν υποψηφιότητα του Ολάντ το 2017 δεν έρχεται σε αντίφαση με την υπόσχεσή του ότι δεν θα θέσει υποψηφιότητα αν δεν μειωθεί η ανεργία. Η στρατηγική αυτή όμως μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα: Η υπερβολική αισιοδοξία του Προέδρου να προσβάλει τα στρώματα του πληθυσμού που η κατάστασή τους παραμένει τα τελευταία χρόνια σε στασιμότητα.

Ο Ολάντ πάντως δεν πτοείται. «Η Γαλλία πηγαίνει καλύτερα» είπε, σε μια ομιλία του στις 3 Μαΐου, προσθέτοντας ότι η χώρα δεν εξαρτάται από κανέναν για την ασφάλειά της. Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για την οικονομία. Ο Γάλλος Πρόεδρος ισχυρίζεται ότι επί των ημερών του η Γαλλία βγαίνει από την αφάνεια. «Ο στόχος είναι να μη μιλάμε μόνο για την ανάπτυξη και τα ελλείμματα τους επόμενους 12 μήνες, παρόλο που δεν βλέπω γιατί δεν πρέπει να προβάλλουμε τα επιτεύγματά μας» τονίζει ένας άλλος προεδρικός σύμβουλος. «Αν όμως δείξουμε ότι μπορούμε να ελπίζουμε, ότι δεν υπάρχει λόγος να είμαστε βυθισμένοι σε μια διαρκή απαισιοδοξία, τότε ο Πρόεδρος θα μπορέσει να εξηγήσει καλύτερα τα σχέδιά του για το μέλλον αν αποφασίσει να θέσει υποψηφιότητα».

Η στάση του Ολάντ θυμίζει λίγο την εκστρατεία επανεκλογής του Ρόναλτ Ρίγκαν το 1984, όταν ο τότε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών επέλεξε ένα μήνυμα αισιοδοξίας διαμορφωμένο έτσι ώστε να κρύβει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας του. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας εν ενεργεία Πρόεδρος προσπαθεί να πείσει τους ψηφοφόρους ότι θα τους οδηγήσει και πάλι στην ευημερία.

Η σύγκριση πάντως τελειώνει εδώ – τόσο οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες όσο και οι δύο προσωπικότητες είναι τελείως διαφορετικές.

Ακόμη και οι αντίπαλοι του Ολάντ, πάντως, αναγνωρίζουν ότι ο Πρόεδρος έχει κάτι στο μυαλό του. «Η στρατηγική του είναι έξυπνη» λέει ο επικεφαλής του επικοινωνιακού επιτελείου ενός εκ των συντηρητικών αντιπάλων του. «Πρώτον, θέλει να δείξει στο εκλογικό σώμα ότι θα τηρήσει τους όρους που ο ίδιος έχει θέσει για μια δεύτερη υποψηφιότητά του. Δεύτερον, γνωρίζει ότι μια ανερχόμενη γενιά των Γάλλων έχει κουραστεί με την ανακύκλωση των κακών ειδήσεων».

Ο Ολάντ γνωρίζει ότι οι προεδρικές εκλογές του 2017 θα κριθούν πιθανότατα στον πρώτο γύρο. Προς το παρόν, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Μαρίν Λεπέν θα έρθει πρώτη ή δεύτερη και, κατά συνέπεια, θα περάσει στον δεύτερο γύρο. Η κοινή λογική λέει ότι στην περίπτωση αυτή τόσο οι δεξιοί όσο και οι αριστεροί ψηφοφόροι θα συνταχθούν με τον αντίπαλό της. Έτσι, τόσο ο σοσιαλιστής όσο και ο συντηρητικός υποψήφιος θα προσπαθήσουν να συγκεντρώσουν αρκετές ψήφους στον πρώτο γύρο ώστε να περάσουν στον δεύτερο.

Προς το παρόν, ο Πρόεδρος μοιράζει δώρα. Έδωσε μία απροσδόκητη αύξηση στους δασκάλους, «ξεπάγωσε» τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και υπαινίχθηκε ότι θα μειώσει τους φόρους για τη μεσαία τάξη. Βαδίζει έτσι σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αισιοδοξία και ένα είδος κυνισμού που διώχνει τους ψηφοφόρους.

(Πηγή: Politico.eu)

  • Αφετηρία της δημοσιογραφικής καριέρας του Πιερ Μπριανσόν είναι το 1980, χρονιά κατά την οποία αναλαμβάνει την αρχισυνταξία των οικονομικών ειδήσεων στη Liberation. Ακολούθως, γίνεται ανταποκριτής της εφημερίδας στη Μόσχα και, αργότερα, στην Ουάσινγκτον. Το 2003, αναλαμβάνει επικεφαλής του γραφείου στο Παρίσι του Dow Jones Newswires. Τέσσερα χρόνια αργότερα παραιτείται για να αναλάβει το γραφείο στο Παρίσι του Reuters Breakingviews και, από το 2010, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του γραφείου «Ευρώπη». Τον Μάρτιο του 2015 γίνεται ανταποκριτής του Politico Europe (http://www.politico.eu/author/pierre-briancon/). Έχει συγγράψει σειρά βιβλίων, κυρίως για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τους μουσικούς τζαζ που, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, εξέτισαν ποινή φυλάκισης στις φυλακές Σαν Κουέντιν, στην Καλιφόρνια.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: