Μανόλης Αναγνωστάκης: Οι νέοι της Σιδώνος, 2015




Της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΓΙΩΣΑ

Με αφορμή την επέτειο των ενενήντα χρόνων από την ημερομηνία γέννησης του Μανόλη Αναγνωστάκη, μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές φιγούρες της μεταπολεμικής ποίησης στην Ελλάδα, βρέθηκα να ξαναδιαβάζω το ποίημα του «Νέοι της Σιδώνος 1970». Ποίημα που όσες φορές κι αν το αναγνώσεις, θα αισθανθείς τον ίδιο προβληματισμό και την ίδια ανησυχία για τα νιάτα της πατρίδας μας, καθώς όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, οι άνθρωποι τελικά παραμένουν πιστοί στη χθόνια φύση και τις αδυναμίες τους.

Εμπνευσμένος από το ομώνυμο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ο Μανόλης Αναγνωστάκης στοχοποιεί τη νέα γενιά του 70’ που αρέσκεται να ασκεί κριτική στις παλαιότερες γενιές, να θεωρητικολογεί για τα κακώς κείμενα της ανθρωπότητας, αλλά που αδρανεί και φυγοπονεί όταν έρχεται η ώρα της δράσης και των κρίσιμων αποφάσεων για αποτίναξη του ζυγού της δικτατορίας στην Ελλάδα. Με τη λεπτή ειρωνεία του πατέρα που επιπλήττει τα παιδιά του, αλλά ταυτόχρονα και με τη δηκτικότητα κείνη του αγωνιστή που χάρισε τη ζωή του ολάκερη στον αγώνα για τη λευτεριά και την πνευματική προκοπή, προτρέπει τους νέους να συνεχίσουν ανενόχλητοι τις συνήθεις ασχολίες τους («Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω/Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε/Και να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση»), μιας και καλά τα λόγια και οι ιδεολογίες τους, αλλά κι αυτά βαραίνουν ώρες-ώρες το νου όταν παραμένουν αυστηρά στη σφαίρα της φαντασίας και του απραγματοποίητου.

Μελετώντας λοιπόν τα παραπάνω βαθύτερα αίτια του Μανώλη Αναγνωστάκη όταν έγραφε αυτό το ποίημα, μπήκα στον πειρασμό να διερωτηθώ τι θα έλεγε άραγε αν ζούσε, για τη δική μας γενιά και τι είδους ποίημα θα μας αφιέρωνε. Κι επειδή στις υποθέσεις ποτέ κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για την κατάληξη που θα είχαν τα πράγματα, χρησιμοποιώ αυτό τον εύσχημο τρόπο για να ασκήσω εν τέλει εγώ η ίδια την αυτοκριτική μας ως νέα γενιά εν έτει 2015.

Είμαστε η γενιά που αναπόφευκτα στιγματίστηκε από τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα λεγόμενα social media, μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το κινητό αφής έχει γίνει σύστοιχο του αγγίγματος, το πληκτρολόγιο είναι η προέκταση του χεριού μας και η εικονική δισδιάστατη πραγματικότητα της οθόνης έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την τρισδιάστατη ανθρώπινη παρουσία και την πολυδιάστατη φύση των ανθρώπινων σχέσεων. Στην αρχή όλο αυτό φάνταζε σαν ένα παιχνίδι διασκεδαστικό, ψυχαγωγικό ενίοτε και άκρως μοντέρνο. Μόδα που μας καθιστούσε αρεστούς στις παρέες και γέμιζε τις ξεκούρδιστες ώρες μοναξιάς ή αδράνειας στο σπίτι. Μόνο που το παιχνίδι αυτό που στην αρχή φάνταζε τόσο αθώο και διασκεδαστικό άρχισε σιγά-σιγά να μας καθιστά άθυρμα στα χέρια των πολυεθνικών και όλων όσοι αποζητούν τον αφιονισμό και την πνευματική αποχαύνωση της νεολαίας. Φτάσαμε λοιπόν σε ένα επικίνδυνο σημείο όπου πλέον προτιμάμε την εικονική επικοινωνία παρά την επαφή, αρκούμαστε να κοιτάμε φωτογραφίες παρά να ατενίζουμε τον ουρανό ή να βυθιζόμαστε στο βλέμμα του συνομιλητή μας. Όσον αφορά δε τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, αυτός πλέον γίνεται μέσω των blogs, του facebook  και του twitter όπου ο κάθε πικραμένος βγάζει τα απωθημένα του και τα εσώψυχά του χωρίς να τηρεί γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στο λόγο του, χωρίς να σέβεται την ορθογραφία των λέξεων και χωρίς να κρατά ένα ελάχιστο επίπεδο στον τρόπο έκφρασης, μιας και το διαδίκτυο αρκείται στην προχειρότητα και τον εντυπωσιασμό, αφού σαν χωνευτήρι προτιμά την εύπεπτη δευτερεύουσα ύλη κι όχι την δύσπεπτη πρωτογενή γνώση που διαμορφώνει συνειδήσεις και ανοίγει δρόμους για σκέψη.

Θα ήταν άδικο ωστόσο να κατηγορήσω τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και γενικότερα την τεχνολογία για όλα τα παραπάνω, χωρίς να αναφερθώ στις ευκολίες που μας παρέχει. Αν μη τι άλλο το παρόν άρθρο δεν θα είχε την ευκαιρία να αναγνωσθεί εκ μέρους σας αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, το οποίο σε ταχύτητα φωτός σου προσφέρει μια μεγάλη γκάμα πληροφοριών. Στο χέρι μας είναι από κει κι ύστερα να τις φιλτράρουμε και να επιλέξουμε αναγνώσματα που άγουν την ψυχή και το πνεύμα. Κι ίσως αυτό να επιζητούσε από εμάς ο Μανόλης Αναγνωστάκης σε κάποιο ποίημα του αν ζούσε: να μην αρκούμαστε σε αυτό που μας σερβίρουν, αλλά να αντιδρούμε και να δρούμε λιγότερο μέσω διαδικτύου και περισσότερο με πράξεις, μέσα από το βίο που διάγουμε καθημερινά. Τα νιάτα δεν πρέπει να κρύβονται πίσω από μια απρόσωπη οθόνη κι ούτε θα πρέπει να χαραμίζονται, χωρίς να τα χαίρεται το γλέντι του αγώνα με την έννοια της τέχνης, της επιστήμης, της ζωής. Αγώνας είναι το να πράττω τέχνη, αγώνας το να εντρυφώ στη γνώση για να διώξω τον σκοταδισμό της άγνοιας και της δεισιδαιμονίας, αγώνας είναι και το να ζω με ό, τι συνεπάγεται η ζωή, τα στραβά και τις ομορφιές της.

Εκτός από τη γενιά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είμαστε και η γενιά που ξενιτεύτηκε από την πατρική εστία με στόχο την εξεύρεση εργασίας ή την πραγματοποίηση σπουδών στο εξωτερικό. Πολλοί από εμάς εγκαταλείψαμε την πατρίδα διαχωρίζοντας τη μοίρα μας από τη δική της και δεν φοβηθήκαμε να ανοίξουμε τα φτερά μας για πέταγμα σε άλλους ουρανούς. Καλά όλα αυτά, θα μπορούσε να πει ο ποιητής Αναγνωστάκης, αλλά κι η δική μας γενιά πέρασε κακουχίες, κι η δική μας γενιά είχε έναν πόλεμο να φέρει εις πέρας, μια πολιτική ταυτότητα να διαφυλάξει (βλέπε εμφύλιο πόλεμο) κι όμως έμεινε πιστή να υπηρετεί τη μοίρα της στα πάτρια εδάφη. Είναι δειλία λοιπόν το να φεύγει κάποιος από την πατρίδα του με σκοπό να βρει αλλού αυτά που η Ελλάδα δεν μπορεί να του προσφέρει;

Όση δειλία ενέχει η απόφαση του να μένει κάποιος σιωπηλός και σταθερός σε μια κατάσταση που δεν τον ευχαριστεί, άλλο τόσο δειλός είναι κάποιος που φεύγει για να μην έρθει σε σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Κι όσο γενναίος είναι κάποιος που υπομένει την κακουχία και παλεύει κάθε μέρα με την προσωπική του στάση ζωής για να την αλλάξει, άλλο τόσο γενναίος είναι κι αυτός που υπομένει το δισταγμό και την αμφισβήτηση μιας ξένης κοινωνίας της οποίας μέλος καλείται να γίνει, παλεύοντας για να εγκλιματιστεί, αλλά παράλληλα προσπαθώντας να μην προδώσει τις ρίζες του. Πόσο εύκολο είναι άραγε να λέμε στα νέα παιδιά «Μη φεύγετε, η πατρίδα σάς χρειάζεται», ενώ το άχθος των απραγματοποίητων ονείρων βαραίνει τις φτερούγες τους τόσο που στο τέλος πεταρίζουν αντί να πετάξουν διάπλατα. Ποιος άραγε μπορεί να πάρει αυτό το κρίμα για λογαριασμό τους και ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αν μείνουν, τα όνειρα τους δεν θα τους εκδικηθούν στο τέλος; Για το λόγο αυτό, θα παρέφραζα την προτροπή «Μη φεύγετε» λέγοντας «Να γυρίσετε πίσω, η πατρίδα σας χρειάζεται». Ίσως λοιπόν κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης αυτό να έλεγε σε κάποιο ποίημά του για τους νέους μας σήμερα, να μην ξεχνούν την Ελλάδα, να την αγαπούν βαθειά μέσα τους και να επιστρέφουν πάντα σε αυτή, στεφανωμένοι με τις δάφνες της γνώσης και της εμπειρίας που έχουν τα ξένα να τους δώσουν, αξιοποιώντας για χάρη της Ελλάδας όλα όσα έμαθαν κι όσα γνώρισαν και μη φοβούμενοι να αγκαλιάσουν το διαφορετικό, όσο κι αν τους ξενίζει αυτό.

«Κανονικά δεν πρέπει να’ χουμε παράπονο

Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα…»

Είναι φυσικό κι αναμενόμενο η μια γενιά να διαφέρει από την άλλη ως προς τον τρόπο σκέψης και ζωής κι αυτό πολλές φορές γεννά παράπονα και οδηγεί σε αναπόφευκτες συγκρίσεις και συγκρούσεις. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης αν και πολύ εύστοχος στις παρατηρήσεις του στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος 1970», θα λέγαμε ότι διαψεύστηκε ως ένα βαθμό από την τροπή της ιστορίας, αφού τρία χρόνια μετά η ίδια γενιά ανέτρεψε τη Χούντα των Συνταγματαρχών βάφοντας με το αίμα της τη λευτεριά αυτού του τόπου. Εύχομαι ολόκαρδα κι η δική μας γενιά κάποια στιγμή να κάνει ένα απρόσμενα ευχάριστο και εκρηκτικό «μπαμ» που θα σκορπίσει ρίγη περηφάνιας στις παλαιότερες γενιές και θα φέρει πάλι την άνοδο στον τόπο μας. Μέχρι τότε, καλό θα ήταν να κάνουμε εμείς οι νέοι την αυτοκριτική μας για να προλαβαίνουμε όσο μπορούμε την αυστηρή κριτική που ενδεχομένως αξίζει να μας ασκείται από τις παλαιότερες γενιές.

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: