Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, αποτέλεσαν μεγάλη απογοήτευση και επαναφορά στη σκληρή πραγματικότητα για όλους αυτούς, που επί μήνες προσπαθούν να πείσουν τους πάντες, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε πορεία ολοκληρωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία, αναζητώντας για ακόμη μια φορά τον πατερούλη που θα βγάλει την Ελλάδα από τη δύσκολη θέση.
Την ίδια στιγμή έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και εκείνοι που προσπαθούν να επαναφέρουν τη γνωστή μπαρούφα της συνεργασίας με τη Ρωσία. Και οι δυο περιπτώσεις είναι εξίσου τραγικές και αποδεικνύουν το βαθύ πρόβλημα της χώρας.
Την Πέμπτη έγινε στο Λευκό Οίκο η παραδοσιακή εκδήλωση για τον κοινό εορτασμό Ηνωμένων Πολιτειών και Ελλάδας της Επετείου της 25ης Μαρτίου και η τελετή υπογραφής της Διακήρυξης από τον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τράμπ, της σχετικής Διακήρυξης. Τις τελευταίες ημέρες πριν την εκδήλωση κάποιοι είχαν καλλιεργήσει προσδοκίες ότι ο Πρόεδρος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην τελετή θα έκανε επικριτική αναφορά στις προκλήσεις της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου, και φυσικά διαψεύστηκαν πανηγυρικά.
Κάποιοι, επίσης, μέσα στην τρεχάλα τους, λόγω αχρηστίας, να βρουν κάτι σαν μπηχτή προς την Τουρκία από τον Αμερικανό Πρόεδρο, στην ομιλία, με αποτέλεσμα να εικάσουν ότι η αναφορά του σε κοινή αντιμετώπιση από τις ΗΠΑ και την Ελλάδα μελλοντικών προκλήσεων από κοινού, και καλά έδειχνε στήριξη στην κόντρα με την Τουρκία.
Σε καμία περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρόκειται να οδηγηθούν σε ολοκληρωτική σύγκρουση με την Τουρκία, ούτε για τους Κούρδους, ούτε για την Ελλάδα, ούτε για την Κύπρο, και αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα. Και ο λόγος δεν είναι ότι πουλάνε τους Κούρδους, την Ελλάδα και την Κύπρο. Ο λόγος είναι ότι στην Ουάσιγκτον σχεδιάζουν και εφαρμόζουν εξωτερική πολιτική, με γνώμονα τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, και όχι τις προσωπικές επιθυμίες άλλων χωρών, ακόμα και συμμαχικών.
Αργά ή γρήγορα οι ΗΠΑ θα βρουν τρόπο να επιδιορθώσουν την σχέση τους με την Τουρκία. Τα σημάδια προς αυτή την κατεύθυνση είναι ξεκάθαρα. Όταν οι Κούρδοι στο Βόρειο Ιράκ προχώρησαν σε δημοψήφισμα για ανεξαρτησία η Ουάσιγκτον τους έβαλε πάγο και ήταν σαν να μην έγινε. Παρά τη γκρίνια για την επιχείρηση της Τουρκίας εναντίον των Κούρδων του YPG, στο Αφρίν, δεν υπήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια αποτροπής της από την Ουάσιγκτον. Παρά τη γκρίνια για την αγορά των S-400 από τη Ρωσία, ο Ερντογάν, που ξέρει όπως δείχνουν τα γεγονότα να παίζει έξυπνα, συζητά την αγορά συστημάτων Patriot από τις ΗΠΑ, αλλά και ευρωπαϊκών αντιπυραυλικών συστημάτων από την Ευρώπη.
Με παρέμβαση του Γραφείου Ευρωπαϊκών και Ευρασιατικών Υποθέσεων, του Στέητ Ντιπάρτμεντ στο Κογκρέσο, απαλείφθηκε από νομοσχέδιο του προϋπολογισμού, η γλώσσα που ζητούσε επιβολή κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας, λόγω της κράτησης Αμερικανών πολιτών στην Τουρκία.
Μέσα λοιπόν σε αυτή την κατάσταση άρχισαν να εμφανίζονται πάλι στο προσκήνιο, αυτοί που προωθούν την ιδέα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί στη Ρωσία και τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ως εναλλακτική λύση. Προς ενίσχυση αυτής της γραμμής και της τραγικής αναζήτησης πατερούλη, είχαμε και το αίτημα του Πρωθυπουργού προς τον Πρόεδρο της Ρωσίας, για παρέμβασή του προς τον Ερντογάν, για την απελευθέρωση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών.
Πόσο καιρό θα πάρει σε κάποιους να κατανοήσουν το πόσο αναξιόπιστη είναι η Μόσχα για την Ελλάδα. Και πόσο κακό κάνουν στην εικόνα της στην Ουάσιγκτον, όταν μάλιστα έχουμε την προσδοκία και την απαίτηση να μας στηρίξουν οι ΗΠΑ, έναντι της Τουρκίας.
Τέλος, μια σύντομη αναφορά στο διπλωματικό “θρίαμβο”, στη Σύνοδο Κορυφής με την αυστηρό μήνυμα της ΕΕ, προς την Τουρκία, αναφορικά με τις προκλήσεις της εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου. Και πάλι η λογική της αναζήτησης πατερούλη και η υπερτίμηση μιας κούφιας δήλωσης, λόγω ανυπαρξίας οποιαδήποτε στρατηγικής από την πλευρά της Ελλάδας. Το πόσο σημασία δίνει η Τουρκία και ο Ερντογάν στην ΕΕ φάνηκε από την τουρκική αντίδραση να χαρακτηρίσει τη δήλωση της ΕΕ απαράδεκτη.
Πόσο λοιπόν θα μας πάρει να ξεφύγουμε από την αναζήτηση πατερούλη στην εξωτερική μας πολιτική και από τη μετουσίωση των επιθυμιών μας σε προσδοκία όσο αφορά τη στάση μεγάλων δυνάμεων και σημαντικών χώρων έναντι της Τουρκίας. Αντί στη στάση τους να δούμε τη στρατηγική που και εμείς θα πρέπει να εφαρμόσουμε στην εξωτερική μας πολιτική χανόμαστε στη μετάφραση, και σε wishful thinking.