Μια επίσκεψη στο MοMA, το φθινόπωρο του κορωνοϊού: Εντυπώσεις και στιγμιότυπα…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΝΑΝΤΙΑ ΦΩΣΚΟΛΟΥ




Της ΝΑΝΤΙΑΣ ΦΩΣΚΟΛΟΥ, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

  • Περιήγηση στο κορυφαίο μουσείο σύγχρονης τέχνης, μετά την «επανεκκίνησή»

Μέθη –είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό μετά την επίσκεψη στο ΜοΜΑ που μόλις ξανάνοιξε. Καταγράφω το συναίσθημα νωπό, πριν ξεθωριάσει με την επιστροφή στην πραγματικότητα (ή αλλιώς Νέα Κανονικότητα). Επιτέλους ξαναβρήκα τη γνώριμη ορμή που με κινεί (κινούσε;), μαζί με τα υπόλοιπα εκατομμύρια συμπολίτες μου, στον ρυθμό της μητρόπολης.

Εδώ και μήνες, βλέπω τη χαρακτηριστική «κορυφογραμμή» που σχηματίζουν οι ουρανοξύστες του Midtown, και μου λείπει: αν και απέχουμε μόλις ογδόντα τετράγωνα (από τη γωνία του δρόμου μας βλέπεις το Empire State Building!), ποτέ δεν μου είχε φανεί τόσο μακρυνό το «μεσαίο» Μανχάταν.

«Ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο τόπων», όπως λέει ο αγαπητός Τενεσί Ουίλιαμς. Λόγω κορονοϊού δεν μπαίνω στα μέσα μαζικής μεταφοράς ούτε σε ταξί, και, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του Μανχάταν, δεν έχουμε αυτοκίνητο. Έτσι, πηγαίνω μόνο όπου μπορούν να με πάνε τα πόδια μου στο αποπνικτικό νεοϋρκέζικο καλοκαίρι.

Τώρα όμως είναι σχεδόν φθινόπωρο, δηλαδή η καλύτερη, χιλιοτραγουδισμένη εποχή για το Μεγάλο Μήλο. Περπάτησα, λοιπόν, για να πάω στο ΜοΜΑ: από το διαμέρισμά μας στην 137η Οδό στο Χάρλεμ, μέχρι την 53η, ακριβώς μία ώρα και τριάντα λεπτά -με την προϋπόθεση ότι θα αντισταθείς στον πειρασμό και θα περπατήσεις όλο το Museum Mile της Πέμπτης Λεωφόρου χωρίς να σταθείς να βγάλεις ούτε μία φωτογραφία (εντάξει, δεν κρατήθηκα και έβγαλα μία –τον καινούργιο ουρανοξύστη-«φλοίδα» να ξεπροβάλλει πίσω από το Plaza).

Δύο χρονολόγια ξεδιπλώνονται μέσα στο κεφάλι μου: το ένα, η σύγκριση του Συλλογικού Πριν (πριν την πανδημία) και του Συλλογικού Τώρα· το άλλο, η προσωπική μου επέτειος των δεκαπέντε ετών σε αυτή την πόλη, και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, μια επίσκεψη στο ΜοΜΑ ακριβώς τέτοιες μέρες, αρχές φθινοπώρου του 2005, με την καθηγήτριά μου, Anne Bogart, και τους πέντε συμφοιτητές μου στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σκηνοθεσίας Θεάτρου του Columbia –ναι, το μάθημα εκείνης της μέρας δεν έγινε στον πανεπιστημιακό χώρο, αλλά στο ΜοΜΑ.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΝΑΝΤΙΑ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

Όπως το 2005 δεν πίστευα την τύχη μου ότι είχα γίνει δεκτή στο υψηλού κύρους μεταπτυχιακό, έτσι και τώρα, είμαι ευγνώμων που βρίσκομαι ακόμα εδώ –στο ΜοΜΑ, στη Νέα Υόρκη, και -κυρίως- στη ζωή (προς το παρόν τουλάχιστον), εν μέσω Νέας Κανονικότητας.

Με το που μπαίνω (μετά το κλασικό πρωτόκολλο θερμομέτρησης, μάσκας κλπ), με υποδέχεται ο διαστημικός βόμβος της high-tech φωτιστικής και ηχητικής εγκατάστασης οροφής του λόμπυ. O κινούμενος μηχανισμός, συνδυασμένος με την πρωτόγνωρη ερημιά που επικρατεί στο κατά κανόνα πλημμυρισμένο από το θορυβώδες πλήθος ισόγειο, δημιουργεί ένα εφέ σχεδόν μεταφυσικό.

Ρίχνω μια ματιά από την τζαμαρία στην αγαπημένη αυλή με τα γλυπτά, αλλά αντιστέκομαι στο έξω –δεν κρατιέμαι να προχωρήσω μέσα. Ανεβαίνω ανυπόμονα τα σκαλιά και σχεδόν τρέχω να βρεθώ στο κέντρο του αιθρίου, με το δυσθεώρητο ύψος, που σε αναγκάζει να κοιτάξεις όχι μόνο τα έργα μπροστά σου, αλλά επίσης γύρω σου και πάνω, να ρουφήξεις τα εσωτερικά μπαλκόνια των έξι ορόφων, σαν να σου λέει, «Ψιτ, κοίτα με, είμαι το ΜοΜΑ!»

Στρίβω στη γωνία και με αρπάζει η αινιγματική Αμερική της Dorothea Lange. Στέκομαι στην καθηλωτική “Immigrant Mother”, αλλά ανακαλύπτω επίσης την ελαφρύτερη, εντούτοις μελαγχολική ομορφιά της “Union Square”.

Όμως η αναλογική «πολυκοσμία» που επικρατεί στις σχετικά μικρές αυτές αίθουσες  φωτογραφίας με σπρώχνει στις κυλιόμενες. Γουργουρίζοντας από την ηδονή της αναγνώρισης, εφαρμόζω την παλιά τεχνική μου: ανεβαίνω στον έκτο όροφο χωρίς στάση, και μετά συνεχίζω την επίσκεψή μου στους επιμέρους ορόφους προς τα κάτω.

Εκεί, στο «ρετιρέ», με περιμένει η πεμπτουσία του μεγάλου χώρου που σαν να φτιάχτηκε για να αποθεώσει τη γεωμετρία και την πολυχρωμία των «γλυπτών»/κατασκευών/εγκαταστάσεων του Donald Judd. Οργασμός για τους λάτρεις της φόρμας –ειδικά όταν μπορείς να είσαι μόνος σου σε αυτή την παιδική χαρά μετάλλου, πλεξιγκλάς, ξύλου σε πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και παιχνιδιών με την προοπτική!

Αποχαιρετώ με πόνο ψυχής τα χρωματιστά «ραφάκια» (θα ήθελα να μείνω για πάντα εκεί, σε trance), και αρχίζω την κατάβαση. Τα βήματά μου με οδηγούν στην Αίθουσα Πρώιμης Φωτογραφίας & Κινηματογράφου, όπου –και πάλι χάρη στους περιορισμούς του αριθμού των επισκεπτών- απολαμβάνω ένα νέο προνόμιο: από τον πάγκο όπου κάθομαι, μπορώ να παρατηρώ τις λεπτομέρειες των ασπρόμαυρων παρισινών πολυκατοικιών του 1900 του Atget, και ταυτόχρονα να έχω ανεμπόδιστη θέα στις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» που δεσπόζουν στο βάθος της παρακείμενης αίθουσας!

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΝΑΝΤΙΑ ΦΩΣΚΟΛΟΥ

(Κατά καιρούς, μπορώ να ρίχνω και ματιές έξω, στα εξαίσιας αρχιτεκτονικής απέναντι κτήρια –με τον άντρα μου μοιραζόμαστε την ίδια διαστροφή, συχνά να προτιμάμε τη θέα στην πόλη από τα εκθέματα…)

Αδύνατον να σβήσω τον διακόπτη των τάιμλαϊν, των χρονικών γραμμών και νημάτων: λίγο πριν το μουσείο κλείσει, προσγειώνομαι τυχαία στην αίθουσα με τα «Νούφαρα». Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου, καθώς αυτό ήταν το έργο που είχα επιλέξει τότε, εκείνο το τσουχτερό πρωινό του Οκτωβρίου του 2005, όταν η Anne Bogart μας είχε «αμολύσει» να περιηγηθούμε τις αίθουσες και μετά να μοιραστούμε ένα έργο που ξεχωρίσαμε. Το επέλεξα τότε για την κινηματογραφική του ποιότητα –σαν ο Μονέ να ήθελε να αιχμαλωτίσει κάτι από την κίνηση της ζωγραφικής.

Περνάω τα τελευταία λεπτά (μέχρι να αρχίσουν οι γνώριμες διασκεδαστικές ανακοινώσεις περί κλεισίματος του μουσείου σε διάφορες γλώσσες που σε κάνουν να θέλεις να τις μάθεις όλες) καθισμένη μπροστά στα «Νούφαρα», και αφήνω το βλέμμα μου να χαθεί στο λιωμένο χρώμα και όλα τα χρονολόγια να μπερδευτούν.

The Museum is now closed, κι εγώ είμαι η τελευταία επισκέπτρια, αλλά επειδή λέω ευγενικά «ευχαριστώ» στους φύλακες, νομίζω ότι δεν με αγριοκοιτάζουν (ή μήπως δεν φαίνεται επειδή φοράνε μάσκες;).

Τελευταίο και τυχερό, στην έξοδο με παραφυλάει το εμβληματικό -η λέξη έχει γίνει καραμέλα, αλλά εδώ επιβάλλεται η χρήση της- “I ♥ NY”. (Αν αυτό δεν είναι εμβληματικό, τότε τι είναι;) Αν το να ξαναβρίσκεις το ΜοΜΑ είναι μεθυστικό, το να ζεις στη Νέα Υόρκη είναι εθιστικό.

Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Γλυπτά Παρθενώνα: Ο Μακρόν ανοίγει τον δρόμο για τον επαναπατρισμό κλεμμένων αρχαιοτήτων

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: