File Photo: Ο Ντόναλντ Τραμπ ενημερώνει τους δημοσιογράφους. EPA, Oliver Contreras
Η αμερικανική εξωτερική πολιτική αφορά την εσωτερική πολιτική κάθε χώρας. Όταν η συμπεριφορά της υπερδύναμης στην διεθνή πολιτική αλλάζει, τότε αναπόφευκτα αλλάζει και ο κόσμος.
Είναι βέβαιο ότι ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός, όχι ότι άλλαξε σήμερα με κάποια πανδημία. Η πανδημία επιταχύνει αλλαγές που δεν έγιναν σε όλον τον κόσμο, εδώ και δεκαετίες.
Ο κόσμος είναι διαφορετικός από την περίοδο 1989-1992 όταν ολοκληρώθηκε σταδιακά η κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Ο νέος κόσμος που ανέτειλε τότε, ήταν ένα μυστήριο και κανείς δε θα μπορούσε να κατηγορηθεί αν δεν μπορούσε τότε να τον μαντέψει, ακόμη και ο Τζώρτζ Μπους ο πρεσβύτερος που σαν πρόεδρος των ΗΠΑ που ατένισε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δε θα μπορούσε να κατηγορηθεί για το ότι δεν είχε αντιληφθεί στην πράξη τι σήμαινε τότε αυτό που τρεις φορές μόνο στα επίσημα έγγραφά του ονόμαζε ως ”νέα τάξη πραγμάτων”.
Ωστόσο, τριάντα χρόνια, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την υπομονετική κατανόηση.
Η Αμερική έχασε χρόνο περιπλανώμενη σε περιπέτειες που είτε της κληροδότησε ο Παλαιός αποικιοκρατικός κόσμος και έκανε ”αποδοχή κληρονομιάς” την στιγμή της μονοκρατορίας της, είτε έχασε κυριολεκτικά την πυξίδα της χάνοντας την ισορροπία μεταξύ παρεμβατισμού και μη παρεμβατισμού.
Σε αυτήν την απώλεια πυξίδας, συνέβαλε η γενιά των Sixties η οποία προώθησε στο εσωτερικό των ΗΠΑ μια ατζέντα η οποία δεν κατάφερε να προωθήσει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα στο εξωτερικό. Παρόλα αυτά, η ισχύς πάντα βρίσκει το δρόμο της και την επαύριον της πανδημίας, η Αμερική δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια, όπως και ο κόσμος.
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Αμερική κλήθηκε να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε το 1947. Να εδραιώσει το δικό της σύστημα λειτουργίας στον κόσμο αλλά και τον δικό της κώδικα αξιών. Αυτή η ολοκλήρωση δεν ήρθε ποτέ και ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα.
Το άλλο σκέλος, αφορά την κοινωνία των Αμερικανών η οποία κουρασμένη από το ”αδύνατος ο πόλεμος, επισφαλής η ειρήνη” του Ψυχρού Πολέμου, επιθυμούσε πλέον τη μέγιστη δυνατή ατομική ευημερία. Ο James Carville, άθελά του κατά την προεκλογική εκστρατεία του Clinton και του Gore το 1992, έθεσε το νέο όραμα των ΗΠΑ το οποίο θα διαχώριζε νικητές από ηττημένους στις εκλογικές αναμετρήσεις των ΗΠΑ.
”Προέχει η οικονομία, ανόητε!”. Αυτό το σλόγκαν έμελλε να σημαδέψει τις ΗΠΑ για τα υπόλοιπα 30 περίπου χρόνια.
Η γενιά των Sixties ήταν τελικά μια μαχαιριά για την Αμερική η οποία σαν υπερδύναμη, εξήγε την αιμορραγία της και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Η παραδοξότητα της Αμερικής κατά την αυγή της νέας εποχής μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, χαρακτηριζόταν από τη νίκη των αξιών των πατριωτών των ΗΠΑ στο εξωτερικό (που είχαν κερδίσει Β’Π.Π και Ψυχρό Πόλεμο, αυτών των οποίων το όραμα ήταν ένα αμάλγαμα των αξιών του Ουίλσον, των δύο Ρούσβελτ και του Τρούμαν) και από την ήττα των ίδιων αξιών στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Η ”αποστολή του αμερικανικού έθνους” δεν είχε πια να δώσει πνοή και εθνικό σκοπό στην Αμερική.
Η ηττημένη πολιτιστική πρόταση επικράτησε εντός της κοινωνίας των ΗΠΑ. Ο μόνος στόχος έγινε η προώθηση της ατομικής ευημερίας που συμπληρωνόταν από την θέληση για εκδίκησης εναντίον της πατριαρχικής κοινωνίας των ”λευκών προτεσταντών”. Πώς όμως συνδέεται αυτή η παραδοξότητα με την παρατεταμένη ύπνωση των ΗΠΑ;
Η έλλειψη εθνικού σκοπού-στόχου είναι μοιραία στην πολιτική και στη στρατηγική.
Η ”πείνα” για ισχύ, αντανακλά έναν βασικό συντελεστή ισχύος ο οποίος ονομάζεται στρατηγική θέληση και συνοψίζει την πολιτική βούληση ενός κράτους να ακολουθήσει ένα σχέδιο (Strategic Willing). Μια πρωτόγνωρη επιθυμία για συστηματική απροθυμία στο εξωτερικό μπολιασμένη με μεγάλη θέληση για πλούτο και ευημερία, έφερε το πολιτικό προσωπικό των ΗΠΑ να επιδιώκει ολοένα και περισσότερη παγκοσμιοποίηση για να μπορεί μέσα από αυτήν να θρέψει τις νέες καταναλωτικές επιθυμίες των πολιτών της οι οποίοι υιοθέτησαν τη στάση που περιέγραψε ο Λας, ως ”αδιάθετη δημοκρατία”.
Ο πρόεδρος Τραμπ δεν είναι τίποτε άλλο από μια φυσιολογική κατάληξη μιας πολιτικής πραγματικότητας που οδηγούσε μαθηματικά σε μια a la carte παγκοσμιοποίηση η οποία ήταν εμφανές οτι είχε όρια τόσο για την Αμερική, όσο και για τον κόσμο. Ο Τραμπ ενσάρκωσε την ολοκλήρωση της απροθυμίας των ΗΠΑ να ασχοληθούν με τον υπόλοιπο κόσμο καθώς αυτός πλέον, δεν έφερνε την απαραίτητη ατομική ευδαιμονία.
Το εμπόριο κάποτε κατοχύρωνε τη μεγαλύτερη δυνατή ευημερία για μια κοινωνία που ενδιαφερόταν πλέον για την αναζήτηση καταπίεσης σε θέματα που έβλαπταν την ατομικότητα και την αποτίναξη κάθε συλλογικού οράματος κάτω από τον ζυγό ενός έθνους το οποίο έπαψε να είναι το ”χωνευτήρι” και έγινε απλώς μια πολυπολισμική κοινωνία.
Το τέλος αυτής της πολιτικής πρότασης ήρθε και πλέον η Αμερική δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Οι ΗΠΑ οφείλουν να επανασυνειδητοποιήσουν κάτι που αντιλαμβάνονται πάντα μετά από μια καταστροφή. Οτι η αποχώρηση από τα διεθνή δρώμενα, η εσωστρέφεια και η αναζήτηση ικανοποίησης του ατομικού συμφέροντος δεν συνιστούν κάποιο δόγμα εξωτερικής πολιτικής. Δεν συνιστούν κάποιο εθνικό όραμα. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από αρκετούς πολυμερείς οργανισμούς, φέρνει σήμερα τις ΗΠΑ σε δεινή θέση απέναντι σε άλλες δυνάμεις.
Για παράδειγμα, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά σε σχέση με τον πόλεμο των 5G μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου αν η Αμερική δεν αποχωρούσε από το ΤΡΡ (Transpacific Partnership). Το ίδιο θα συνέβαινε και με την πανδημία. Ο πατριωτισμός της ενδοχώρας ο οποίος επικοινωνιακά επικράτησε στις προηγούμενες εκλογές, οφείλει να αποδειχθεί πλέον στη διεθνή αρένα.
Η απολιτίκ παρένθεση της αμερικανικής κοινωνίας η οποία αναλύθηκε και από τον Charles Kupchan κατά την προηγούμενη δεκαετία, θα ολοκληρωθεί μετά τον Γολγοθά που θα περάσει ο αμερικανικός λαός από μια άλλη παγκοσμιοποίηση την οποία δυστυχώς δεν προέβλεψε κανείς.
Η δημιουργία ενός κόσμου με πραγματική τάξη, – με ρυθμούς που μπορούν να αντέξουν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ- με εξισορρόπηση παρεμβατισμού και αποστασιοποίησης, η δουλειά πάνω στην προβολή των αξιών γύρω από την προώθηση της ελευθερίας του ανθρώπου και της μη παρασιτικής ευημερίας, θα δώσουν στην Αμερική το κλειδί για την επιτυχία σε έναν αιώνα όπου θα είναι ο πιο προκλητικός για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
(*) Research Fellow – HALC, Ph.D. Cand. (Hellenic-American Relations after the Cold War Era)