Δύσκολο πράγμα ο υγιής διάλογος στην ελληνική πολιτική. Τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, τα πολιτικά κόμματα περισσότερο αντιπαρατίθενται, παρά συζητούν εποικοδομητικά, και μάλιστα με πολύ σκληρό, ενίοτε και ανορθόδοξο, τρόπο.
Η αντιπαράθεση αυτού του τύπου λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Οι πολιτικοί μας διαφωνούν για να διαφωνήσουν, ανάλογα με τις επιδιώξεις τους, είτε αυτές αφορούν μία εκλογική νίκη, μία πολιτική απόφαση και ούτω καθεξής. Δεν προβάλουν επιχειρήματα, αλλά εξαπολύουν επικρίσεις και μομφές. Πρωτεύων στόχος να πλήξουν τους αντιπάλους τους, τις προθέσεις και τις επιλογές τους.
Η υπόθεση, θεωρούμε, διαθέτει όντως χαρακτηριστικά σκανδάλου και χρήζει αυστηρότατης διερεύνησης από την δικαιοσύνη. Οφείλουμε, ωστόσο να σταθούμε και στην σφοδρή αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει γύρω από αυτήν, εν είδει πολιτικού διαλόγου.
Από την μία πλευρά η κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να ανακοινώσει την έλευση στην Βουλή της δικογραφίας από την Εισαγγελέα Διαφθοράς, κυρία Ελένη Τουλουπάκη. Δέχτηκε, ωστόσο, για αυτό πυρά από σύσσωμη την αντιπολίτευση, τα κόμματα της οποίας την κατηγορούν για σκανδαλολογία και στοχοποίηση.
Από την άλλη έχουμε την αδιαμφισβήτητη εμπλοκή του ΚΙΝΑΛ, το οποίο συνδέεται άμεσα με την υπόθεση από την στιγμή που προβεβλημένο του στέλεχος και πρώην υπουργός υγείας, ο Ανδρέας Λοβέρδος, θεωρείται -έως αποδείξεως του εναντίου- ύποπτος παθητικής δωροδοκίας κατ’ εξακολούθηση την επίμαχη χρονική περίοδο.
Ως εκ τούτου, στην παρούσα συγκυρία οι άλλοτε πολιτικοί «εχθροί» βρίσκονται -αν μη τι άλλο- σε απόλυτη σύμπλευση. Η ΝΔ, όπως αναφέρουν τα στελέχη της, ευθυγραμμίζεται σχεδόν με τον κ. Λοβέρδο και αποκλείει -από πού και ως πού- την οποιαδήποτε εμπλοκή του στο σκάνδαλο. Δικαιώνει την οργή του ΚΙΝΑΛ κατά της «απαράδεκτης» και «εσκεμμένης επίθεσης» εναντίον του στελέχους του, εναντίον της παράταξης και, όπως συνηθίζει να αναφέρει το Κίνημα Αλλαγής, της ίδιας της δημοκρατίας.
Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζουμε ότι ο κ. Λοβέρδος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι απαραιτήτως ένοχο στην συγκεκριμένη υπόθεση. Εξάλλου, αυτό αφορά την δικαιοσύνη, η οποία θα αποφανθεί επί του θέματος…
Οι περισσότερες ενημερωτικές, κατά τα λοιπά, εκπομπές μεταβάλλονται σε αρένα, όπου τα κύρια χαρακτηριστικά είναι οι προσβολές, οι ύβρεις και η στείρα επίρριψη ευθυνών. Χρησιμοποιούνται δε διακοπές, προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, φωνασκίες. Ανασύρονται άλλες υποτιθέμενες «υποθέσεις», ασχέτως εάν έχουν κριθεί από την Δικαιοσύνη ως άξιες διερεύνησης ή όχι.
Πού βρίσκεται ο θεατής μέσα σε όλο αυτό; Αν δεν έχει κλείσει τον δέκτη της τηλεόρασής του, καρκινοβατεί ανάμεσα στην ημιμάθεια και τον λαϊκισμό. Μένει απαθής σε κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί θέατρο του παραλόγου και εν τέλει εγκλωβίζεται στο ομιχλώδες τοπίο των αμφιβολιών. Την στιγμή που θα έπρεπε -με ανοικτά όλα τα «χαρτιά» στο τραπέζι- να αποφασίζει για το μέλλον του ιδίου και της χώρας του.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Έλληνας πολίτης -και κυρίως ψηφοφόρος και, άρα, διαμορφωτής της πολιτικής κατάστασης- καταλήγει να ψηφίζει διά της ατόπου απαγωγής, επιλέγοντας, νομίζει, το λιγότερο «κακό».
Και επειδή η τακτική αυτή υπολείπεται αποτελεσμάτων, κουράζει… Κουράζει και απομακρύνει τον πολίτη από την πολιτική. Οδηγεί τελικά στην αποστασιοποίηση και στον αφορισμό του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του. Εξ ου και τα διαρκώς μεγαλύτερα ποσοστά αποχής στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Θεωρούμε κάτι τέτοιο ό,τι χειρότερο για το μέλλον του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας. Έχει αναρωτηθεί κάποιος εκ των πολιτικών μας ταγών, εάν αυτός είναι ο πολίτης που θέλουμε ως κράτος και ως κοινωνία;
Όταν παλεύουν τα βουβάλια: Τα Εξάρχεια στην μέγγενη της ανομίας σε ένα κράτος-παρατηρητή