Μια Γαλλία με μειωμένη αξιοπιστία λόγω της αδυναμίας της να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες της, μια Γερμανία αποδυναμωμένη από το τέλος της βασιλείας Μέρκελ: οι δύο βασικοί πυλώνες της Ευρώπης βρίσκονται σε επιβράδυνση.
Άλλες χώρες όπως η Ολλανδία ή η Ιρλανδία μπορεί να πάρουν «τη σκυτάλη». Οι διευρύνσεις της ΕΕ επιβεβαίωσαν τη δυσκολία να αναδειχτεί κατευθυντήρια γραμμή. Εδώ και καιρό κανείς θεωρητικοποίησε τον γαλλογερμανικό άξονα, δίνοντας ώθηση στον ιμάντα αυτού που αποκαλούνταν η ευρωπαϊκή G4, όπου η Βρετανία αντιτιθέμενη συστηματικά, ανάγκαζε τη Γαλλία και τη Γερμανία να ισορροπούν τις προτάσεις τους, ενώ η Ιταλία έπαιζε το ρόλο του συμφιλιωτή.
Στις 11/11, στην επέτειο του τερματισμού του Μεγάλου Πολέμου, ο Μακρόν ήλπιζε ακόμα ότι μπορεί να διακηρύσσει: HΕυρώπη και στους κόλπους της το γαλλογερμανικό ζευγάρι, βρίσκονται να έχουν τη βασική ευθύνη να μην αφήσουν τον κόσμο να παρασυρθεί στο χάος». -Τώρα όμως η ευρωπαϊκή G4 γίνεται «φευγαλέα».
Ταυτόχρονα η γερμανική αποδυνάμωση είναι φανερή. Σε πραγματική θέση ισχύος να απαιτήσει το σεβασμό όλων των κανόνων των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένου του ορίου 60% δημοσίου χρέους, η γερμανική κυβέρνηση ζει ανεπαίσθητα το τέλος της βασιλείας της και αίρει κάθε πιθανότητα πρωτοβουλίας της.
Καθόλου δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στα προβλήματα της Ιταλίας της οποίας η κυβέρνηση δεν κρύβει τον ευρωσκεπτικισμό της και της οποία η οικονομία γνωρίζει εδώ και δεκαπέντε χρόνια συστηματική μείωση της παραγωγικότητάς της. Όσο για τη Βρετανία , η ανησυχία του δεν είναι πια το μέλλον της Ευρώπης αλλά το δικό του μέλλον εκτός Ευρώπης. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δύο διαφυγές είναι πιθανές:
Πρώτον, το χάος που αναφέρει ο Μακρόν ως απευκταίο στη δήλωσή του ή η ανάληψη ευθύνης σε νέες βάσεις από άλλες χώρες. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται μάλλον να αναδύεται και θα πρέπει να την αναγνωρίσουμε ως την ευκταία. Τελικά, στο περιθώριο των παραδοσιακών δομών υπάρχει η διαδικασία της ανόδου αυτού που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε την «νέα Χανσεατική Λίγκα».
Συγκεντρώνοντας κράτη μέλη της ευρωζώνης όπως η Ιρλανδία, οι Βαλτικές χώρες ή η Ολλανδία και χώρες εκτός ευρωζώνης όπως η Σουηδία ή η Δανία, η ομάδα επιβεβαιώνει ότι η εμβάθυνση της Ευρώπης δεν περνάει από την κλασική συνταγή της αύξησης των δημοσίων δαπανών, άρα και του μεγαλύτερου χρέους ή των περισσότερων φόρων, αλλά από το σεβασμό των ισχυουσών συνθηκών. Για την ομάδα αυτή, ούτε τα 130% ιταλικού χρέους ούτε τα σαράντα χρόνια γαλλικών δημοσίων ελλειμμάτων μπορούν να επιτρέπουν σε αυτές οι χώρες «να ηγούνται».
Με αυτές τις απόψεις ο Μαρκ Ρούτε συναντάει τις πρόσφατες απόψεις του Εβαλντ Νοβότνι , Διοικητή της Τράπεζας της Αυστρίας, άρα και μέλους της διοίκησης της ΕΚΤ, που πρόσφατα «έδειξε» τα όρια της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς με τη διατήρηση των αρνητικών επιτοκίων «διαταράσσει την κανονική λειτουργία της οικονομίας με μοναδικό στόχο να μειώσει τις συνέπειες της υπερχρέωσης των μεγάλων χωρών όπως η Γαλλία, η Ιταλία και βοηθάει έτσι να αναβληθεί επ’ αόριστον η επιστροφή των δημοσίων οικονομικών τους στην τάξη».
Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη δεν χρειάζεται νέες δημόσιες δαπάνες, που θεωρούνται πομπώδεις δαπάνες για το μέλλον.
Χρειάζεται σαφήνεια, δηλαδή σεβασμό της δομικής εξισορρόπησης των δημοσίων οικονομικών και μια ΕΚΤ που να παίζει ολοκληρωτικά τον ρόλο του δανειστή τελευταίας καταφυγής για τα δημόσια χρέη των χωρών που δεσμεύονται στο δρόμο του σεβασμού του γράμματος των Συνθηκών.
(*) Ο Ζαν Μαρκ Ντανιέλ είναι οικονομολόγος καθηγητής στην ESCP – Άρθρο στην Les Echos via ΑΠΕ-ΜΠΕ
H Tερέζα Μέι έχει κερδίσει ένα σεβασμό, αλλά τώρα βλέπει τη διαδρομή της να τελειώνει…