Της ΚΛΑΙΡΗΣ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ, Πρόσφυγας από την Αμμόχωστο
Δεν είναι από σοβινισμό που γράφω, αλλά γιατί είμαι Αμμοχωστιανή που έζησα την πόλη μου 42 χρόνια ώς την ημέρα της εισβολής και του ξεριζωμού μου.
Θα ‘θελα η Αμμόχωστος να γίνει γνωστή στην υφήλιο, όχι για τα πολυτελή ξενοδοχεία της, τους πλούσιους τουρίστες, τις χλιδάτες κυρίες με τα πανάκριβα φορέματα και αμύθητης αξίας κοσμήματα, τον αρχοντοχωριατισμό και τον αχόρταγο ιδιοκτήτη ξενοδοχείων.
Θα ‘θελα να γίνει γνωστή για τον πολιτισμό της, πανάρχαιο και νέο, για το γεγονός ότι ήταν το κέντρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής ανάπτυξης της Κύπρου, για τα λαμπρά εκπαιδευτήριά της, τις πλούσιες Κυπρολογικές της βιβλιοθήκες, του Δημήτρη Μαραγκού, του Ευάγγελου Λουΐζου, του Κυριάκου Χατζηιωάννου, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και Πινακοθήκη, τις βιβλιοθήκες των σχολείων της και τη δική μου ακόμα που είχε 10 χιλιάδες βιβλία, πολλά συλλεκτικά, όπως και πολλών άλλων συμπολιτών μου, για τα αρχαιολογικά της ευρήματα από τη Σαλαμίνα που ήταν γεμάτο το Μουσείο της Αμμοχώστου, την τεράστιας αξίας συλλογή Χατζηπροδρόμου, που λεηλατήθηκαν και κατέληξαν σε οίκους αγοροπωλησίας στην Ευρώπη και αλλαχού, για τις εκκλησίες της πόλης που έγιναν τζαμιά.
Για το γεγονός ότι η πόλη είναι συρματοπλεγμένη εδώ και 40 χρόνια, γεγονός πρωτάκουστο στην ανθρώπινη ιστορία. Ποτέ πόλη δεν έμεινε 40 χρόνια ακατοίκητη.
Αυτά ήθελα να γράφει η Βικτώρια Χίσλοπ, πέρα από τη φαντασμαγορική περιγραφή των ξενοδοχείων.
Να μάθει η ανθρωπότητα για το έγκλημα που διέπραξε η Τουρκία, σε βάρος των κατοίκων της πόλης, με τον ξεριζωμό τους, με την ταφή ζωντανών ανθρώπων σε ομαδικό τάφο στη Δερύνεια.
Θα μου πείτε δεν είναι «πολιτικό το βιβλίο». Συμφωνώ. Όμως η κυρία Χίσλοπ κάνει πολιτική, όταν μιλά για τις εγκληματικές ενέργειες της ΕΟΚΑ Β΄, ενώ δεν κάνει παρά πολύ μικρή αναφορά στην ΤΜΤ, που δραστηριοποιείται από τη δεκαετία του ’50. Όταν επιρρίπτει τις ευθύνες για το 1963 και το 1964 στους ΄Ελληνες και όχι στην τουρκανταρσία. Δεν μιλά για τις βόμβες ναπάλμ στον Κάτω Πύργο.
Δεν συμφωνώ ούτε εγώ με τα έργα της ΕΟΚΑ Β΄. θα ήθελα ο Γεώργιος Γρίβας – Διγενής να είναι ο ήρωας της Αντίστασης και της Λευτεριάς, που γνώρισα.
Ο ήρωας που αγωνίστηκε σαν λιοντάρι εναντίον μιας σιδηρόφρακτης αυτοκρατορίας και νίκησε. Ο ήρωας που τιμήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων και την Κυπριακή Βουλή. Πιστεύω αν ζούσε δεν θα άφηνε να γίνει το πραξικόπημα. Αγαπούσε υπέρμετρα την Κύπρο.
Η διάκριση που κάνει η κ. Χίσλοπ υπέρ των Τουρκοκυπρίων είναι εμφανής σ’ ένα μελετητή, που, παρ’ όλη την καλοπροαίρετη διάθεσή του, δεν μπορεί να μην επισημάνει τις εμβόλιμες διολισθήσεις στο κείμενο. Δεν μιλά για το δράμα των αγνοουμένων, αιχμαλώτων πολέμου, αυτών που πυροβολήθηκαν από την ΤΜΤ, όντας αιχμάλωτοι πολέμου και που τους θάβουμε με πόνο ψυχής κάθε μέρα ώς σήμερα, 40 χρόνια μετά.
Παρ’ όλη την προσπάθεια να παρουσιάσει τις δυο οικογένειες των ηρώων του μυθιστορήματος, μια Ελληνοκυπρίων και μία Τουρκοκυπρίων, να έχουν στενή σύνδεση μεταξύ τους, ιδίως τις δύο μητέρες, την Ειρήνη και την Εμινέ, αλλά και τα παιδιά τους, ο Μάρκος παρουσιάζεται ως εκμεταλλευτής, που κλέβει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του ώστε να του δώσει διευθυντική ελευθερία στην «Ανατολή».
Εκμεταλλεύεται, με τη σαγήνη που έχει, τη γυναίκα του αφεντικού και την κάνει ερωμένη του – εκείνη πραγματικά τον αγαπά.
Κομπιναδόρος πωλεί σε εμπόρους τα όπλα που του εμπιστεύεται ο αδελφός του, μέλος της ΕΟΚΑ Β΄, και τα κοσμήματα που του εμπιστεύτηκε η ερωμένη του, για να τα φυλάξει στο χρηματοκιβώτιο του ξενοδοχείου. Όταν εκείνη γυρίζει μια νύχτα, απελπισμένη από την προσμονή, ακριβοπληρώνει και μπαίνει στην Αμμόχωστο για να τον βρει, την αφήνει έρμαιο στα χέρια Τούρκων στρατιωτών που την βιάζουν αλλεπάλληλα μπροστά στα μάτια του, χωρίς να σπεύσει σε βοήθειά της. Αυτή αποβάλλει το παιδί του.
Σ’ αντίθεση ο Χουσεΐν, που τον παρακολουθεί ανελλιπώς στις βραδινές του εξορμήσεις για τις αγοραπωλησίες στο συρματόπλεγμα, γίνεται στόχος του όταν τον αντιλαμβάνεται και προσπαθεί να τον πυροβολήσει στην καρδιά, αλλά ο Χουσεΐν ρίχνει το μαχαίρι του και τον σκοτώνει.
Απ’ εκείνη τη στιγμή ο Χουσεΐν εξυψώνεται. Με κίνδυνο της ζωής του καταφέρνει να βγάλει έξω από την πόλη τη δική του, αλλά και την οικογένεια των Ελληνοκυπρίων. Τους σώζει και τους βοηθά αργότερα και στην Αγγλία, όταν ξενιτεύονται.
Ο Ελληνοκύπριος κακούργος, εκμεταλλευτής, κομπιναδόρος, κλέφτης.
Ο Τουρκοκύπριος ανιδιοτελής, συμπονετικός, αλτρουιστής.
Αυτό δεν είναι πολιτική;
Σαν μυθιστόρημα για τους αδιάφορους και ανίδεους ξένους είναι καλό, για τους γνώστες όμως των πραγμάτων, αυτών που πληγωμένοι και ξεριζωμένοι εδώ και 40 χρόνια ζουν στην προσφυγιά, είναι μια πισώπλατη μαχαιριά.