Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Ρουμελιώτη: «Ο κατακερματισμός του κόσμου»: 40 Ερωτήσεις – Απαντήσεις για τις παγκόσμιες απειλές και προκλήσεις»
Ο πρώην υπουργός Παναγιώτης Ρουμελιώτης παρουσιάζει το τελευταίο του βιβλίο. Φωτογραφία από τις Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη
Παρουσιάστηκε το νέο βιβλίο του Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Παναγιώτη Ρουμελιώτη από τις Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη.
Για το βιβλίο με τίτλο «Ο κατακερματισμός του κόσμου»: 40 Ερωτήσεις – Απαντήσεις για τις παγκόσμιες απειλές και προκλήσεις», μίλησαν οι Προκόπης Παυλόπουλος, τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Μιχάλης Σάλλας, επίτιμος πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς και ο Δημήτρης Κώνστας, πρώην υπουργός εκ προσωπικοτήτων και πρέσβης.
Οι βασικές θέσεις που υποστηρίζονται σε αυτό είναι οι εξής:
Ο κόσμος μας βρίσκεται σε μια ιστορική περίοδο μετάβασης από τον παγκοσμιοποιημένο στον πολυπολικό κόσμο.
Η μετάβαση αυτή έχει οξύνει τους γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις. Ειδικότερα, η ανάδυση της Κίνας ως μεγάλης οικονομικής και πολιτικής δύναμης, καθώς και άλλων περιφερειακών δυνάμεων έχουν διαταράξει τις παγκόσμιες ισορροπίες.
Οι διεργασίες αυτές έχουν αποδυναμώσει τους πολυμερείς διεθνείς οργανισμούς και κατακερματίζει τον κόσμο σε νέα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά μπλοκ. Τα γεωστρατηγικά συμφέροντα έχουν επηρεάσει την παγκόσμια οικονομία σημαντικά. Η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει υποχωρήσει, ενώ έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια διαδικασία σταδιακής αποπαγκοσμιοποίησης για λόγους γεωπολιτικούς.
Ταυτόχρονα, πολλές χώρες του Παγκοσμίου Νότου απορρίπτουν τις δυτικές αξίες και επιδιώκουν να προωθήσουν τις δικές τους κουλτούρες και πολιτισμούς, στα πλαίσια ενός πολυπολικού κόσμου. Οι χώρες αυτές κατηγορούν τις Δυτικές ότι επικαλούνται τις αξίες τους (π.χ. τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) μόνο όταν εξυπηρετούνται τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα τους.
Η ένταση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ φιλελεύθερων κρατών και καπιταλιστικών – αυταρχικών χωρών, μεγαλώνει και δυσχεραίνει τη συνεργασία μεταξύ τους για την επίλυση κρίσιμων παγκόσμιων απειλών, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι πανδημίες, η τρομοκρατία και ο έλεγχος των πυρηνικών όπλων.
Βραχυπρόθεσμα, οι δυο γεωπολιτικές απειλές είναι ο ρωσοουκρανικός πόλεμος και ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή.
Αν κλιμακωθεί και επιδεινωθεί ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας (π.χ. με ουκρανικές επιθέσεις σε βάθος του ρωσικού εδάφους, άμεση εμπλοκή του ΝΑΤΟ), τότε υπάρχει αυξημένος κίνδυνος χρήσης τακτικών πυρηνικών όπλων, ειδικά μετά την πρόσφατη αλλαγή του πυρηνικού δόγματος της Ρωσίας, με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ειρήνη. Εναλλακτικά, με τα σημερινά στρατιωτικά δεδομένα, μια διαπραγμάτευση μεταξύ των δυο εμπλεκόμενων χωρών, προς την κατεύθυνση της ειρήνης, πιθανότατα να συνδυαστεί με εδαφικές παραχωρήσεις από την Ουκρανία παρά το γεγονός ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και ανεξάρτητα από τις ευθύνες του ΝΑΤΟ για επέκτασή του προς τα σύνορα με τη Ρωσία.
Όσον αφορά τη διένεξη Ισραήλ – Χαμάς, η μη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των πλευρών, με βάση το αμερικανικό σχέδιο ειρήνευσης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επέκταση του πολέμου και την εμπλοκή και άλλων χωρών της περιοχής, όπως του Ιράν, υπέρ των Παλαιστινίων και των ΗΠΑ υπέρ του Ισραήλ. Η μόνη ειρηνική προοπτική που διαφαίνεται είναι η αποδοχή και εφαρμογή των Συμφωνιών του Όσλο του 1993 (δημιουργία δυο κρατών) από το Ισραήλ.
Μακροπρόθεσμα, στην αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, η Ταιβάν καθίσταται το πλέον εκρηκτικό σημείο του κόσμου, που θα μπορούσε να προκαλέσει έναν πόλεμο στην περιοχή του Ινδοειρηνικού. Το ρίσκο αυτό εκτιμάται (από τη CIA) ότι θα μεγαλώσει μέχρι το 2040, εξαιτίας του στρατηγικού στόχου της Κίνας να ενσωματώσει την Ταιβάν στην επικράτειά της, είτε ειρηνικά είτε βίαια. Στην τελευταία περίπτωση αυτή, οι ΗΠΑ θα πρέπει να εμπλακούν είτε άμεσα είτε έμμεσα, υποστηρίζοντας την Ταιβάν και εμπλέκοντας τους συμμάχους τους (π.χ. Αυστραλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα και ίσως το ΝΑΤΟ). Διαφορετικά, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν να χάσουν την αξιοπιστία τους.
Σχετικά με τους γεωοικονομικούς συσχετισμούς ισχύος, οι ΗΠΑ παραμένουν η ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο. Καταγράφουν το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Είναι πλούσιες σε ορυκτά καύσιμα, διαθέτουν τα καλύτερα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα στον κόσμο και έχουν την ισχυρότερη ψηφιακή οικονομία. Το αμερικανικό δολάριο εξακολουθεί να κυριαρχεί στον κόσμο, παρά τις προσπάθειες ορισμένων χωρών να απεξαρτηθούν από αυτό. Οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στο να επαναπατρίσουν κρίσιμες παραγωγικές δραστηριότητες, στο πλαίσιο της αποπαγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, η χώρα πρέπει να επιλύσει το διαχρονικό πρόβλημα του σημαντικού εμπορικού ελλείμματός της και του υψηλού δημοσίου χρέους της.
Από την πλευρά της η Κίνα έχει αναδυθεί ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο (πρώτη με όρους αγοραστικής δύναμης). Είναι επίσης η πρώτη εξαγωγική χώρα στον κόσμο και η παρουσία της σε όλες τις ηπείρους έχει γίνει πια αισθητή, κυρίως μέσω της χρηματοδότησης έργων υποδομής. Ωστόσο, στα αρνητικά της κινεζικής οικονομίας καταγράφονται η γήρανση του πληθυσμού, οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες, το υψηλό ιδιωτικό χρέος, τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα και η σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας της.
Η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε μετά τη κρίση του κορονοιού και του ρωσοουκρανικού πολέμου σοβαρά προβλήματα, όπως η αύξηση του πληθωρισμού και η κάμψη του ρυθμού μεγέθυνσης της. Το διεθνές εμπόριο περιορίστηκε λόγω του προστατευτισμού και τα επιτόκια των Κεντρικών Τραπεζών αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, οι ανησυχίες, ότι μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων, θα μπορούσε να προκαλέσει μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση και έναν νέο κύκλο στασιμοπληθωρισμού, δεν επαληθεύτηκαν.
Παρ’ όλα αυτά, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εγκυμονούν τεράστιες απειλές για την παγκόσμια οικονομία. Ταυτόχρονα, οι εμπορικές κυρώσεις, κυρίως σε βάρος της Ρωσίας, και γενικότερα ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος μεταξύ δυτικών και αναδυόμενων χωρών επηρεάζουν αρνητικά και κατακερματίζουν την παγκόσμια οικονομία.
Η γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού, με εξαίρεση την Αφρική, δημιουργεί ελλείψεις εργατικού δυναμικού και επηρεάζει αρνητικά την παραγωγική διαδικασία και δυνητικά μπορεί να περιορίσει το βιοτικό επίπεδο. Η ψηφιοποίηση θα μπορούσε να αναπληρώσει εν μέρει τη μείωση του εργατικού δυναμικού.
Οι κυβερνοεπιθέσεις αποτελούν έναν άλλο μεγάλο κίνδυνο για την παραγωγική διαδικασία. Μπορούν να παραλύσουν ή και να αχρηστεύσουν τη λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων, κυρίως βασικών υποδομών και δικτύων.
Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη υποβαθμίσει σημαντικά το περιβάλλον, προκαλώντας μείωση της αγροτικής παραγωγής, μετακινήσεις πληθυσμών και υγειονομικές κρίσεις.
Η ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί μονόδρομο για την αποφυγή μιας παγκόσμιας καταστροφής.
Συμπερασματικά, ο κόσμος κινδυνεύει να κατακερματιστεί πολιτικά και οικονομικά. Η συνέχιση της πραγματικότητας αυτής εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ανθρωπότητα. Επιβάλλεται λοιπόν να υπάρξει μια αναθεώρηση της οπτικής των κρατών, ιδιαίτερα των ισχυρών, προς την κατεύθυνση του σεβασμού του διεθνούς δικαίου, και μια στροφή προς το πολυμερές σύστημα και τους διεθνείς οργανισμούς.