File Photo: Μπάλα της Super League – ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΟΣΧΑΝΔΡΕΟΥ
«Είναι κερδοφόρες ή ζημιογόνες οι ελληνικές ΠΑΕ;». Με αυτό το ερώτημα ασχολείται η τέταρτη ανάλυση επικαιρότητας για το 2024, του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομιών Ερευνών που κυκλοφόρησε σήμερα.
Το ΚΕΠΕ αναφέρει στην περίληψη ότι, ύστερα από αρκετές δεκαετίες συμβολής και συνεισφοράς στα οικονομικά και χρηματοοικονομικά δρώμενα της Ελλάδας, εγκαινιάζει την προσθήκη μίας καινούριας θεματικής ενότητας στην «ερευνητική φαρέτρα» του: αυτή της οικονομικής και χρηματοοικονομικής του αθλητισμού.
Το «εναρκτήριο λάκτισμα» αυτής της σειράς δράσεων δίδεται με την τρέχουσα ανάλυση επικαιρότητας, η οποία εστιάζει στις οικονομικές επιδόσεις των ΠΑΕ που συμμετείχαν στην 1η εθνική κατηγορία του Ελληνικού Ποδοσφαίρου, καλύπτοντας τις αγωνιστικές περιόδους 2015/16 έως και 2021/22 με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ).
Συγκεκριμένα, εξετάζεται εάν οι ελληνικές ΠΑΕ είναι κερδοφόρες ή ζημιογόνες, διερευνάται η οικονομική ενίσχυση από τους (μεγαλο)μετόχους τους, παρουσιάζονται βασικά ισολογιστικά μεγέθη, οι οφειλές προς το Δημόσιο και τον ΕΦΚΑ, και οι εταιρικοί φόροι, και υπολογίζονται δείκτες συγκέντρωσης της 1ης εθνικής κατηγορίας ποδοσφαίρου, καθώς και ένας δείκτης αξιοποίησης των συνολικών εσόδων που διαχειρίζονται οι ΠΑΕ. Τέλος, η ανάλυση καταλήγει με εξαγωγή συμπερασμάτων και διαπιστώσεων με βάση τα προκύπτοντα ευρήματα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα:
Σύμφωνα με τα δεδομένα της νομοθεσίας, περί «πλασματικής αξίας» αθλητών και προσαύξησης των ίδιων κεφαλαίων και ότι στο εξεταζόμενο δείγμα υπάρχουν αρκετές ΠΑΕ (41%) με αρνητικά ίδια κεφάλαια, καθίσταται πολύ κρίσιμος ο ρόλος της αρμόδιας επιτροπής για τη συστημική και ετήσια εκτίμηση της αξίας των ποδοσφαιριστών των ΠΑΕ. Τούτο, ανεξαρτήτως εάν προκύπτει ή όχι ανάγκη εφαρμογής του νόμου περί σύνδεσης των ίδιων κεφαλαίων και του 50% του μετοχικού κεφαλαίου.
Επιπλέον, αποτυπώνεται ότι η μεγαλομέτοχοι καταβάλουν, διόλου ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά, ενισχύοντας οικονομικά τις ζημιογόνες ομάδες τους. Συνολικά πάνω από 261 εκατ. ευρώ έχουν καταβληθεί στις ΠΑΕ από τους μεγαλομετόχους τους. Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: Τροφοδοτείται αυτή οικονομική ενίσχυση από αλτρουισμό και πρόδηλο ενδιαφέρον και ανιδιοτελή αγάπη για την ομάδα, αδιαφορώντας για την οικονομική επιβάρυνση του προσωπικού χαρτοφυλακίου τους ή αυτή η οικονομική ενίσχυση είναι ένα είδος επένδυσης που μπορεί να αποδώσει στο υπόλοιπο φάσμα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους; Ισχύουν μήπως και τα δύο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η μαζικότητα και η δημοφιλία του ποδοσφαίρου με τυχόν προεκτάσεις του σε κοινωνικοπολιτικό υπόβαθρο ή συντρέχει κάποιος άλλος λόγος;
Όποια κι αν είναι η απάντηση, σημειώνει το ΚΕΠΕ, παραμένει αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η οικονομική ενίσχυση των ελληνικών ΠΑΕ από τους μεγαλομετόχους συμβάλει, σε πολλές περιπτώσεις, στην ομαλή συνέχιση της χρηματοοικονομικής λειτουργίας του εκάστοτε συλλόγου και στην μεγέθυνση των ποσών που δαπανώνται για το έμψυχο αγωνιστικό δυναμικό. Εναλλακτικά με την εφαρμογή ενός χρηματοοικονομικού σχεδιασμού τύπου «έσοδα = έξοδα» και δίχως τις προαναφερθείσες «οικονομικές ανάσες» από τους μεγαλομετόχους τα διαθέσιμα συγκεντρωτικά πόσα, ετησίως, για τις μεταγραφές και τις πληρωμές των συμβολαίων των ποδοσφαιριστών θα ήταν πολύ υποδεέστερα για πάμπολλες ομάδες.
Ως εκ τούτου καθίσταται σαφές πως, σε συγκεντρωτικό επίπεδο, η πρώτη εθνική κατηγορία ελληνικού ποδοσφαίρου παραμένει βιώσιμη χάρη στις οικονομικές ενισχύσεις των μεγαλομετόχων. Χωρίς αυτές θα έπρεπε να αυξηθούν ισόποσα οι ροές εσόδων (πχ εισιτήρια, διαφημίσεις, χορηγίες) των συλλόγων, ούτως ώστε να αποφευχθεί η συρρίκνωση των εξόδων για μεταγραφές και πληρωμή (παχυλών σε ουκ ολίγες περιπτώσεις) συμβολαίων των ποδοσφαιριστών.
Συνεπώς, η εύρεση τρόπων και μεθοδεύσεων, έτσι ώστε να γίνει πιο ελκυστικό το ελληνικό ποδόσφαιρο, να προωθηθούν Έλληνες παίκτες από τις ακαδημίες στις πρώτες ομάδες, να αυξηθεί η προσέλευση του κόσμου στα γήπεδα και να αυξηθούν οι οργανικές πήγες εσόδων των ομάδων (ιδανικά με «φιλικές» τιμολογιακές πολιτικές εισιτηρίων που να είναι προσιτές προς όλα τα κοινωνικά στρώματα) είναι κάτι που θα πρέπει να απασχολήσει τους αρμόδιους.
Τέλος, με δεδομένη την πιο πάνω χρηματοοικονομική αποτύπωση διαπιστώνεται ότι είναι αναγκαία η ανάδειξη μίας αξιοποίησης της μεθοδολογίας η οποία θα καλύπτει την οικονομική ευρωστία και πραγματική αξία της κάθε ΠΑΕ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE