Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπιος Παυλόπουλος κατά τη συμμετοχή του σ’ επιστημονικό διάλογο -τον οποίο οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών- με τον Ακαδημαϊκό κ. Εμμανουήλ Φλωράτο για την έννοια του «Νόμου» στ’ αντίστοιχα πεδία της Νομικής Επιστήμης και της Φυσικής Επιστήμης. Φωτογραφία από το Γραφείο του
Την 19η Ιουνίου 2023 ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός (Γ΄ Τάξη, έδρα Δημοσίου Δικαίου) και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ Προκόπιος Παυλόπουλος συμμετείχε σ’ επιστημονικό διάλογο με τον Ακαδημαϊκό κ. Εμμανουήλ Φλωράτο (Α΄ Τάξη, έδρα Μαθηματικής Φυσικής) για την έννοια του «Νόμου» στ’ αντίστοιχα πεδία της Νομικής Επιστήμης και της Φυσικής Επιστήμης.
Τον διάλογο οργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών και συντόνισε ο Ακαδημαϊκός (Α΄Τάξη, έδρα Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας) και Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών κ. Χρήστος Ζερεφός.
Στην παρέμβασή του ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Στο πλαίσιο του σύγχρονου επιστημονικού διαλόγου πρέπει ν’ αναδειχθεί και το ότι στην εποχή μας -σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις- η προσχηματική ή και εντελώς εσφαλμένη επίκληση της ανάγκης μιας, δήθεν, «ολιστικής» θεώρησης του επιστητού «παρασύρει» την επιστημονική έρευνα σε μιαν άκριτη και γι’ αυτό αναμφισβητήτως ανεπίτρεπτη «μεταφορά» εννοιών και συμπερασμάτων από το πεδίο των Θετικών Επιστημών σ’ εκείνο των Ανθρωπιστικών Επιστημών.
Ίσως δε η συστηματική και τεκμηριωμένη μελέτη του φαινομένου τούτου, η οποία φανερώνει και τα σφάλματα μιας τέτοιας «μεταφοράς», μπορεί ν’ ανοίξει νέες μεθοδολογικές ατραπούς ως προς το πώς και γιατί και η Νομική Επιστήμη εντάσσεται, οπωσδήποτε υπό τις επιστημολογικώς επιβεβλημένες προϋποθέσεις, στην χορεία των Επιστημών.
Α. Κατά τούτο είναι χρήσιμο ν’ «ανιχνευθούν» οι, επιστημονικώς θεμελιωμένες, αμοιβαίες ομοιότητες και, κατά κύριο λόγο, διαφορές της έννοιας του «νόμου» στ’ αντίστοιχα πεδία της Νομικής Επιστήμης και της Φυσικής Επιστήμης προσφεύγοντας, όταν είναι απαραίτητο, στην επικουρία των Μαθηματικών.
Πολλώ μάλλον όταν γίνεται πλέον ευρέως δεκτό ότι δεν υφίσταται απολύτως «στεγανός» διαχωρισμός μεταξύ Θετικών Επιστημών και Ανθρωπιστικών Επιστημών αλλά σαφής μεθοδολογική διάκριση, η οποία όμως δεν αποκλείει, κάθε άλλο, την ύπαρξη συγκεκριμένων επιδράσεων και τις εξ αυτών δυνατότητες επίσης συγκεκριμένων συγκρίσεων.
Β. Σ’ εκείνους οι οποίοι -αναγνωρίζοντας βεβαίως τις μεγάλες διαφορές που, κατά τ’ ανωτέρω, διακρίνουν τον νόμο στ’ αντίστοιχα πεδία της Νομικής Επιστήμης και της Φυσικής Επιστήμης- υποστηρίζουν ότι θα ήταν ενισχυτική για την κανονιστική ιδιοσυστασία του θεσμικού νόμου μια όσο το δυνατόν πιο «ολοκληρωμένη» επιστημονική «προσέγγισή» του με βάση τα δεδομένα του φυσικού νόμου, η απάντηση πρέπει να είναι από άκρως επιφυλακτική έως αρνητική.
Είναι πιο ασφαλές επιστημονικώς να δεχθούμε ότι αρκεί η ως άνω επισήμανση των μεταξύ τους ομοιοτήτων και διαφορών, υιοθετώντας αυστηρώς επιστημονικά κριτήρια και, συνακόλουθα, αυστηρώς επιστημονική μεθοδολογία.
Κάθε λοιπόν «υπέρβασή» τους θ’ αφαιρούσε από την σύγκριση αυτή ουσιώδη στοιχεία της επιστημονικής της ορθότητας, πέραν του ότι δεν είναι ευκρινώς ορατά τα όρια μιας τέτοιας, δήθεν «ολοκληρωμένης», επιστημονικής «προσέγγισης» μεταξύ θεσμικού νόμου και φυσικού νόμου.
Γ. Συμπληρωματικώς -και με γνώμονα τα όσα προεκτέθηκαν- τo εγχείρημα της αναζήτησης και της εξεύρεσης ενός επαρκούς επιστημονικώς «κοινού τόπου» μεταξύ του θεσμικού νόμου και του φυσικού νόμου θα μπορούσε να βασισθεί, βεβαίως εν μέρει και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, στην φράση του Αποστόλου Παύλου από την επιστολή του «Προς Κορινθίους» (13.12): «βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι», («Videmus nunc per speculum (et) in aenigmate»).
Κατ’ «ελεύθερη», όχι όμως και αυθαίρετη, απόδοση: «Βλέπουμε μέχρι πριν λίγο μέσα από «έσοπτρο» -μάλλον μεταλλικό, και όχι γυάλινο, καθρέφτη, αφού ο τελευταίος αντανακλά πιο καθαρά τα πράγματα- και, επέκεινα, μέσ’ από αινίγματα».
α).Πρώτον, ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του θεσμικού νόμου -και κατ’ εξοχήν ο δικαστής- καλείται να συμβάλλει στην ρύθμιση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, εντός ορισμένου κοινωνικού συνόλου, με βάση τον in concreto ισχύοντα κανόνα δικαίου. Μόνο που αυτός ο κανόνας δικαίου είναι δημιούργημα άλλου, και ειδικότερα του νομοθέτη, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του καλείται να τον «συλλάβει» όχι πρωτογενώς, αλλά δια του «εσόπτρου» του έχοντος την «νομοπαραγωγική αρμοδιότητα».
Πέραν τούτου, ο ερμηνευτής και εφαρμοστής του ίδιου κανόνα δικαίου καλείται να συμβάλλει στην ρύθμιση των αντίστοιχων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων του οικείου κοινωνικού συνόλου, οι οποίες όμως έχουν προδήλως μεταβληθεί από την εποχή που αποτέλεσαν την βάση της αρχικής θέσπισής του.
Και όσο η χρονική απόσταση μεταξύ θέσπισης του κανόνα δικαίου και της κατά περίπτωση ερμηνείας και εφαρμογής του μεγαλώνει, τόσο το «έσοπτρο» των ως άνω πραγματικών περιστατικών, που πρέπει να υπαχθούν σε αυτόν, γίνεται πιο «θολό» και τόσο τα «αινίγματα» του πραγματικού του νοήματος καθίστανται, εντεύθεν, πιο «απόκρυφα».
β). Δεύτερον, ο εκπρόσωπος της Φυσικής Επιστήμης έχει, από την πλευρά του, ως αποστολή την αποκάλυψη της αλήθειας για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Μια αλήθεια που καίτοι φαίνεται, prima faciae, «απλή», εν τούτοις κατά μεγάλο μέρος της παραμένει «ζητούμενο».
Άρα ο εκπρόσωπος της Φυσικής Επιστήμης, στηριζόμενος στις δικές του και αενάως εξελισσόμενες επιστημονικές γνώσεις -και με την «επικουρία» των Μαθηματικών- έχει αποστολή, κυρίως μέσω της παρατήρησης και του πειράματος, ν’ ανακαλύψει τον φυσικό νόμο που εξηγεί επαρκώς, έστω και προς το παρόν, την αλήθεια για το αντίστοιχο μέρος του κόσμου ο οποίος μας περιβάλλει.
Και εδώ το «έσοπτρο» δεν διασφαλίζει μεγάλη ευκρίνεια, το δε εκάστοτε «αίνιγμα» συνήθως «κρατάει καλά τα μυστικά του». Για να θυμηθούμε ξανά το, διαχρονικώς εμβληματικής σημασίας, απόσπασμα του Ηρακλείτου -από το «Περί Φύσεως»– «φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» [Diels–Kranz, 53 (β)].»
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE