Ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου (λεπτομέρεια). Πίνακας τοῦ Θεόδωρου Βρυζάκη, 1853. Ἀθήνα, Ἐθνική Πινακοθήκη
Ένα ἀπὸ τὰ προεπαναστατικὰ ἔγγραφα ποὺ κατὰ κανόνα διαλάθουν τῆς προσοχῆς μας εἶναι μία ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη πρὸς τοὺς «Ἀρχιερεῖς, Ἄρχοντες καὶ Προεστῶτες, προύχοντες τοῦ Γένους, ἁπανταχοῦ εἰς τὰς νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους διατρίβοντες» μὲ ἡμερομηνία 8 Ὀκτωβρίου 1820.
Ὁ Ὑψηλάντης προσπαθοῦσε νὰ τοὺς πείσει ὅτι πρέπει ἐκεῖνοι νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση νὰ ἐξεγερθοῦν κατὰ τῶν Τούρκων καὶ νὰ μὴν περιμένουν τὴ σωτηρία ἀπὸ κάποιον ἐξωτερικὸ παράγοντα. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἡγέτης τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἀνέφερε τὰ ἀκόλουθα:
«Ἐξεύρω, ὅτι εἰς ὅλων τὰς καρδίας εἶναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας…
Ἔχετε πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν ὅτι ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον, χωρὶς μεγαλύτερα κέρδη. Τὸ αἷμα τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα·…
Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλείσωσι μὲ ἡμᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους.»
Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ὑψηλάντη παραμένει ἀπίστευτα ἐπίκαιρη καὶ σήμερα, 200 χρόνια μετὰ τὴν ἐπανάσταση ποὺ ὁδήγησε στὴν παλιγγενεσία τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Μὲ αὐτὴν ὡς ὁδηγὸ θὰ ἐπιχειρήσουμε νὰ ἐντοπίσουμε κάποια σημεῖα γιὰ τὰ 200 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία μας.
Γενεές ὑπόδουλων Ἑλλήνων γαλουχήθηκαν μετὰ τὸ 1750 μὲ τοὺς λεγόμενους χρησμοὺς τοῦ ἱερομόναχου Ἀγαθαγγέλου. Ἦταν ἕνα ἔργο ποὺ προέβλεπε τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Οἱ χρησμοί -καθ’ ὅτι χρησμοί…- ἦσαν ἀρκετὰ δυσνόητοι. Ἦταν ὅμως σαφὲς ὅτι τὸν ρόλο τοῦ ἀπελευθερωτῆ τῶν Ἑλλήνων θὰ ἀνελάμβαναν οἱ Ρῶσοι. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ δύο διαφορετικὰ ἀποσπάσματα τῶν χρησμῶν:
«ὁ δὲ πέμπτος [Ρῶσος αὐτοκράτορας] εἰς τὸ Βυζάντιον μέλλει ἁπλῶσαι τὸ τοῦ Χριστοῦ νικητικὸν σημεῖον, καὶ τῶν Ἰσμαηλιτῶν ἀφανίσει τὴν δύναμιν» [ὅπου Ἰσμαηλῖτες εἶναι οἱ μουσουλμᾶνοι]
«Ἤκουσα φωνῆς ἐρχομένης ἀπὸ τῆς ἄρκτου, ἥτις ἔλεγεν οὕτω: Ρωσσία, ἐξύπνησον γοὖν ἐκ τοῦ ὕπνου, πρὸς σὲ ὁ λόγος τοῦ ἀγγέλου Κυρίου ἐφυλάττετο… ὄψει ὅτι ἔση τροπαιοῦχος καὶ καταβάλεις αὐτούς [τοὺς Ἀγαρηνούς]»
Ἡ ἴδια προσδοκία ἀποτυπωνόταν καὶ σὲ δημοτικὰ τραγούδια ὅπως τὸ γνωστὸ
«Ἀκόμα τούτ’ τὴν ἄνοιξη/ ραγιᾶδες, ραγιᾶδες,/ τοῦτο τὸ καλοκαίρι,/ ὥσπου νὰ ἔλθει ὁ Μόσκοβος/ νὰ φέρει τὸ σεφέρι» [πόλεμο].
Ἡ ἀντίληψη ὅτι κάποια ξένη δύναμη θὰ ἐρχόταν νὰ μᾶς ἀπελευθερώσει ἢ νὰ πολεμήσει τὸν δικό μας πόλεμο δὲν πρέπει νὰ μᾶς ξενίζει. Ὑπάρχει ἀκόμη καὶ σήμερα. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2020 πολλοὶ Ἕλληνες ἀναρωτιοῦνταν τί στάση θὰ κρατήσει τὸ Ἰσραὴλ ἢ ἡ Γαλλία ἐν σχέσει πρὸς τὴν ἔνταση ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Τουρκίας στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Τοὐλάχιστον, οἱ πρόγονοί μας τὸν 18ο καὶ 19ο αἰῶνα εἶχαν μία καλὴ δικαιολογία. Ἦταν ἀσύλληπτη ἡ διαφορὰ τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων ἐν συγκρίσει πρὸς τοὺς κυρίαρχους Τούρκους. Μόνον κάποια πολὺ ἰσχυρὴ χώρα (ἕνα ἰμπέριο, ὅπως ἔλεγαν τότε τίς αὐτοκρατορίες) φάνταζε ἱκανὴ νὰ μᾶς ἀπελευθερώσει.
Τὰ Ὀρλωφικὰ τοῦ 1770 σηματοδότησαν τὸ τέλος τῶν ψευδαισθήσεων. Ὁ Μόσκοβος ἦλθε τελικῶς στὴν Πελοπόννησο μὲ 14 πλοῖα, 600 ἄνδρες καὶ ἐπικεφαλῆς τοὺς ἀδελφοὺς Ἀλέξιο καὶ Θεόδωρο Ὀρλώφ, ἔμπιστους ἀριστοκράτες τῆς αὐτοκράτειρας Αἰκατερίνης τῆς Ρωσίας. Ὅταν οἱ Ὀθωμανοὶ κατέβασαν Τουρκαλβανοὺς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἐπανάσταση στὸν Μοριᾶ, οἱ Ρῶσοι ἐγκατέλειψαν τοὺς ἐπαναστάτες στὸ ἔλεός τους. Ἐπὶ 9 χρόνια οἱ Τουρκαλβανοὶ δήωναν τὸν τόπο, μέχρι ποὺ ἔστειλε ὁ Σουλτᾶνος στρατὸ γιὰ νὰ τοὺς ἐκδιώξει.
Τὴν πραγματικότητα δὲν τὴν συνειδητοποίησαν ὅλοι. Ἕνα σημαντικὸ τμῆμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ θεωροῦσε (ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ σήμερα) πὼς ἄλλες δυνάμεις θὰ ἔλθουν νὰ πολεμήσουν γιὰ ἐμᾶς, γιὰ τὸν δικό μας ἀγῶνα. Ἡ πραγματικότητα ἀποτυπώνεται καὶ στὸν Ὕμνο εἰς τὴν Ἐλευθερίαν τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ, ὅπου στὴν ἔνατη καὶ δέκατη στροφὴ ἀναφέρεται χαρακτηριστικά:
Μὲ τὰ ροῦχα αἱµατωµένα/ ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφά/ νὰ γυρεύεις εἰς τὰ ξένα/ ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή τὸ δρόµο ἐπῆρες,/ ἐξανάλθες µοναχή·/ δὲν εἶν’ εὔκολες οἱ θύρες,/ ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλεί.
Ἡ ὁμάδα, ὅμως, ποὺ προχώρησε στὴν προετοιμασία τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, γνώριζε ὅτι πρέπει νὰ βασιστοῦμε στὶς δικές μας δυνάμεις. Καλλιεργήθηκαν, γιὰ προφανεῖς λόγους ὅλες αὐτὲς οἱ φῆμες περὶ τῶν μελῶν τῆς «Ἀοράτου Ἀρχῆς», τοῦ ἀνώτατου καθοδηγητικοῦ ὀργάνου τῶν Φιλικῶν. Ἡ ἐπανάσταση, ὅμως, ὑπῆρξε ἐξ ἀρχῆς ἀποκλειστικῶς δική μας ὑπόθεση καὶ ὀργανώθηκε ἀπὸ τὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία.
Ἡ ἐπιλογὴ τῶν παραδουνάβιων ἡγεμονιῶν ὅπου ξεκίνησε ὁ Ὑψηλάντης τὴν ἐπανάσταση εἶχε τὴ σημασία της. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 δὲν εἶχε ξένους διοργανωτές.
Ἡ ἡγεσία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, ἀντιλαμβανόμενη τὸ μέγεθος τοῦ ἐγχειρήματος, —ἄοπλοι χωρικοὶ ἐναντίον μίας αὐτοκρατορίας— προσπάθησε μέσῳ τοῦ τολμήματος στὴ Μολδοβλαχία νὰ παρασύρει τὴ Ρωσία στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία.
Οἱ Ρῶσοι δὲν ἦλθαν καὶ φυσικὰ ἡ ἐπανάσταση δὲν πέτυχε στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἦταν ἐθνικοαπελευθερωτικὴ ἐπανάσταση, πέτυχε ἐκεῖ ποὺ μποροῦσε νὰ πετύχει: στὶς περιοχὲς ποὺ ζοῦσε ἀκμαῖος ὁ ἑλληνισμός.
Κατὰ τὰ σχέδια/προσδοκίες τοῦ Ὑψηλάντη, ἡ ἐπανάσταση στὴ Μολδοβλαχία θὰ ἀποτελοῦσε τὴ θρυαλλίδα ὥστε καὶ ἄλλοι Χριστιανοὶ νὰ κινητοποιηθοῦν καὶ νὰ ἀποτινάξουν τὸν τουρκικὸ ζυγό. Κατ’ ἀρχὰς θὰ ξεσηκώνονταν οἱ Μολδαβοὶ καὶ οἱ Βλάχοι. Ἀκολούθως ὁ Ὑψηλάντης θὰ περνοῦσε στὴ Σερβία —ἕνα μέρος τῆς ὁποίας ἦταν αὐτόνομη ἡγεμονία ἀπὸ τὸ 1812— καὶ μετὰ στὴ Βουλγαρία. Συνενωμένοι Ἕλληνες, Μολδαβοί, Σέρβοι καὶ Βούλγαροι θὰ βάδιζαν κατὰ τοῦ Σουλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη.
Λόγῳ τοῦ ἀποκλειστικῶς ἐθνικοῦ χαρακτῆρα τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, τὰ σχέδια αὐτὰ δὲν ἐπαληθεύθηκαν. Στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἡ θρησκεία προσδιόριζε τὴν ταυτότητα τοῦ ὑπόδουλου. Δὲν λειτούργησε ὅμως αὐτοματοποιημένα τὸ σχῆμα: οἱ ὑπόδουλοι χριστιανοὶ ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων κατακτητῶν τους. Ἐὰν πράγματι λειτουργοῦσε, τότε καὶ ἡ ἐπανάσταση θὰ ἐπιτύγχανε στὴ Μολδοβλαχία καὶ ἀρκετοὶ βαλκανικοὶ λαοὶ θὰ πολεμοῦσαν μαζί μας γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ.
Ὅπως προαναφέρθηκε, τὸ κρίσιμο σημεῖο γιὰ τὴν ἐπανάσταση, ἦταν ἡ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση. Τὸν δεσπόζοντα ρόλο στὴ διατήρηση τῆς συγκεκριμένης συνειδήσεως κατὰ τοὺς 4 αἰῶνες δουλείας ἔπαιξε ἡ Ἐκκλησία. Τὸ 1821 ἐπαναστάτησαν ὅσοι αἰσθάνονταν Ἕλληνες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἐλευθερία τους ἐναντίον τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἐξ αἰτίας ἑνὸς ἀντι-κληρικαλιστικοῦ ρεύματος ποὺ ἐμφανίζεται κατὰ περιόδους ἔντονο στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ὁ ρόλος τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχει ὑποβαθμισθεῖ. Ἡ Ἐκκλησία, λόγῳ τῆς γλώσσας ποὺ χρησιμοποιοῦσε, ὑπῆρξε ὁ κύριος φορέας διατηρήσεως ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας ἀλλὰ καὶ τῆς ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως τῶν Ἑλλήνων (ὡς πρὸς τὴν ἀφύπνιση βλ. τὸ παράδειγμα τοῦ Πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ). Στὸν ὅρο γλῶσσα περιλαμβάνονται ἡ λατρευτικὴ γλῶσσα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ποὺ δὲν ἦταν εὔκολα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὸν μέσο —κατὰ τεκμήριο ἀγράμματο— πιστό· τὰ βιβλία, χειρόγραφα καὶ ἔντυπα, ποὺ ἦσαν συνήθως γραμμένα σὲ πιὸ κατανοητὴ γλῶσσα καὶ εἶχαν -κυρίως ἀλλὰ ὄχι ἀποκλειστικῶς- θρησκευτικὸ περιεχόμενο· ἡ ἐκπαίδευση ποὺ κατ’ οὐσίαν ἦταν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τοὐλάχιστον τὰ 2/3 τῶν λογίων ἐπὶ τουρκοκρατίας ἔφεραν ἱερατικὸ σχῆμα.
Εἶναι βεβαίως γεγονὸς ὅτι οἱ Ὀθωμανοὶ ἀντιλαμβάνονταν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς ἕναν θεσμὸ ὑπεύθυνο νὰ συγκρατεῖ τοὺς ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ ἐπαναστατικὰ κινήματα κι ἐξεγέρσεις. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως τὸ Πατριαρχεῖο ἀφόρισε τοὺς ἐπαναστάτες. Λόγῳ τῆς συνεχιζόμενης ἐξεγέρσεως ὁ Σουλτᾶνος στράφηκε μὲ μανία ἐναντίον τοῦ κλήρου καὶ ἀπαγχόνισε τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Γρηγόριο τὸν Ε΄ μὲ τέτοιο ὀδυνηρὰ τελετουργικὸ τρόπο. Εἶναι ἐπίσης γεγονὸς ὅτι ἡ συντηρητικὴ ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε μὲ σκεπτικισμὸ ἢ καὶ μὲ ἐχθρότητα τίς ἰδέες τοῦ διαφωτισμοῦ. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἦταν ἡ ἔκδοση τῆς «Πατρικῆς Διδασκαλίας» τὸ 1798 ὅπου ἐμέμφετο τὸ «νῦν θρυλλούμενον σύστημα τῆς ἐλευθερίας» —δηλαδὴ τὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς Δύσεως καὶ δὴ τὴ γαλλικὴ ἐπανάσταση— καὶ ἐξεθείαζε τὸν Σουλτᾶνο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως, δὲν θὰ πρέπει νὰ παραβλέπεται ὅτι σὲ ὅλες τίς ἐπαναστατημένες περιοχὲς ὁ κλῆρος συντάχθηκε ἀπολύτως μὲ τοὺς ἐπαναστάτες. Στὴν Πελοπόννησο οἱ περισσότεροι μητροπολῖτες δὲν περίμεναν τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως γιὰ νὰ ἐκδηλωθοῦν. Ἦσαν ἤδη μυημένοι στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία. Δὲν εἶναι ἐπίσης τυχαῖο ὅτι κι ἕνας πατριάρχης, ὁ Θεόφιλος Β΄ τῆς Ἀλεξανδρείας, πῆρε ἐνεργὸ μέρος στὴν ἐπανάσταση. Σὲ ὅσους ἀναζητοῦν ἀναλογίες τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ τελευταία ἦταν παραδοσιακὰ ἀντίθετη πρὸς τίς ἐπαναστάσεις.
Μπορεῖ νὰ σοκάρει κάποιους ἐξ ἡμῶν ἀλλὰ οἱ ἐπαναστάτες πρόγονοί μας δὲν ἦσαν οὔτε πρίγκηπες, οὔτε δοῦκες, οὔτε κἂν βαρωνέτοι. Στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία ἦσαν κτηνοτρόφοι (κατὰ κυριολεξίαν τσομπάνηδες), ψαρᾶδες, γεωργοὶ καὶ ἀγωγιάτες.
Σὲ κάποιες λίγες περιπτώσεις μπορεῖ νὰ ἦσαν ἔμποροι ἢ ἱερεῖς. Σίγουρα πάντως δὲν ἔφεραν τίτλους εὐγενείας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ ἄρθρο 27 τοῦ Συντάγματος τῆς Τροιζήνας (1827) ἀναφέρει ρητῶς ὅτι «Κανένας τίτλος εὐγενείας δὲν δίδεται ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴν πολιτείαν» (ὅπως καὶ τὸ ἄρθρο 4.7 τοῦ σημερινοῦ Συντάγματος).
Αὐτοὶ οἱ ταπεινοί, ἁπλοί καὶ ἀγράμματοι ἢ ὀλιγογράμματοι ἄνθρωποι, οἱ χωριάτες ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, ἐπαναστάτησαν ἐναντίον μίας πανίσχυρης αὐτοκρατορίας καὶ νίκησαν.
Παλαιότερα θὰ ἀρκοῦσε ἡ μονολεκτικὴ ἀπάντηση: ΝΑΙ! Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὅμως, διακινεῖται ἡ ἄποψη ὅτι πολλοὶ ὁπλαρχηγοὶ δὲν ἦσαν Ἕλληνες ἀλλὰ Ἀρβανῖτες. Πιὸ σωστά: ἐπειδὴ ἦσαν Ἀρβανῖτες, δὲν ἦσαν Ἕλληνες. Περίπου ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἦταν κατ’ οὐσίαν ἕνας ἀλβανικὸς ἐμφύλιος πόλεμος, ἀφοῦ πολεμοῦσαν χριστιανοὶ Ἀλβανοὶ (Ἀρβανῖτες) μὲ μουσουλμάνους Ἀλβανοὺς (Τουρκαλβανοὺς) δηλαδὴ ἀλβανικὲς φάρες μεταξύ τους. Τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι οἱ συγκεκριμένες ἀπόψεις διακινοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ διαρρηγνύουν τὰ ἱμάτια τους στὸ ἄκουσμα τῶν καθαρῶν φυλῶν. Ὅταν κρίνουν ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος, ἀναζητοῦν ἐναγωνίως φυλετικὴ καθαρότητα ποὺ νὰ ἔρχεται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐπειδή —προφανῶς— δὲν ὑπάρχει, καταλήγουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση ἔγινε ἀπὸ ἕναν ἀνομοιογενῆ ἐθνικὰ πληθυσμὸ τὸν ὁποῖο κάποιοι ἐκ τῶν ὑστέρων βάφτισαν ἑλληνικό.
Στὴν πραγματικότητα τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ὑφίσταται ἐδῶ καὶ πολλὲς χιλιετίες. Στὴ διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν χρόνων ὁ ὅρος Ἕλληνας δὲν εἶχε πάντοτε τὴν ἴδια ἔννοια ποὺ ἔχει καὶ σήμερα. Χρήσιμο, ὅμως, ὡς πρὸς τὴ διαχρονικότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους δὲν εἶναι μόνον τί λέμε ἐμεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πὼς μᾶς ἀντιλαμβάνονται οἱ τρίτοι. Ἐδῶ βλέπουμε, ὅτι ἀσχέτως τοῦ ὅρου ποὺ χρησιμοποιούσαμε ἢ χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸν αὐτοχαρακτηρισμό μας, οἱ δυτικοὶ μᾶς ἀποκαλοῦν σταθερὰ ἐπὶ χιλιάδες χρόνια «Γραικούς». Αὐτὸ ἴσχυε στὰ ἀρχαῖα χρόνια. Αὐτὸ ἴσχυε ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς [βυζαντινῆς] Αὐτοκρατορίας, ὅταν οἱ λαοὶ ποὺ συναπάρτιζαν τὴν πληθυσμιακὴ βάση τοῦ κράτους αὐτοχαρακτηρίζονταν Ρωμαῖοι/Ρωμηοί. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ κυρίαρχη πολιτισμικὴ ταυτότητα τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ ἑλληνική, οἱ δυτικοὶ συνέχιζαν νὰ μᾶς ἀποκαλοῦν Γραικούς. Δὲν εἶναι τυχαῖα ἡ ἐπὶ αἰῶνες κυκλοφορία βιβλίων θεολογικοῦ περιεχομένου μὲ τίτλους ὅπως: Contra Graecorum haeresim [κατὰ τῆς αἱρέσεως τῶν Γραικῶν] τὸ 867 μ.Χ. ἢ Contra errores Graecorum [κατὰ τῶν σφαλμάτων τῶν Γραικῶν] τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη τὸ 1263. Λόγῳ τῆς γλώσσας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ὑπερίσχυε ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα (Γραικοὶ) τῆς θρησκευτικῆς (Ὀρθόδοξοι). Ὅταν ξεκίνησε ἡ ἐπανάσταση τὸ 1821 ὁ εὐρωπαϊκὸς τύπος δὲν εἶχε καμία ἀμφιβολία: οἱ Ἕλληνες ἐξεγέρθησαν κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν.
Ὡς πρὸς τὴν πληθυσμιακή μας σύνθεση καὶ τὴν ὑποτιθέμενη ἐπιζητούμενη «καθαρότητα» πρέπει νὰ παρατηρηθοῦν τὰ ἀκόλουθα: Στὴ διάρκεια τόσων χιλιάδων ἐτῶν τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἀναμείχθηκε ἐπανειλημμένως μὲ νέους πληθυσμούς. Οἱ νέοι πληθυσμοὶ προσαρμόζονταν καὶ ἀφομοιωνόταν ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο πληθυσμιακὸ σύνολο προσφέροντας τίς δικές τους πολιτισμικὲς ἐπιρροές. Ἡ ἐθνική μας ταυτότητα εἶναι πρωτίστως πολιτισμική. Ἡ ἰσχὺς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ δυνατότητά του νὰ ἐνσωματώνει δημιουργικὰ νέους πληθυσμοὺς καὶ νέα στοιχεῖα. Εἶναι αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὁ Καργάκος:
«Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἐνσωματώθηκαν, ὅπως ἐνσωματώνονται σὲ μία κοίτη τὰ νερὰ διαφόρων χειμάρρων καὶ σχηματίζουν μισγάγκεια, ἕνα κοινὸ ὑδάτινο ρεῦμα ποὺ δὲν ἐπιδέχεται εὔκολους διαχωρισμούς»
Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἔλαβαν μέρος ὅσοι αἰσθάνονταν Ἕλληνες. Κάποιοι ἐξ αὐτῶν ἀνῆκαν σὲ ἄλλες γλωσσικὲς ὁμάδες καὶ δὲν εἶχαν ὡς μητρικὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνική. Πιὸ συγκεκριμένα, πέραν τῶν ἑλληνόφωνων ποὺ ἦταν ἡ μεγάλη μᾶζα, ἡ δεύτερη μεγαλύτερη γλωσσικὴ ὁμάδα ἦσαν σαφῶς οἱ Ἀρβανῖτες. Δίπλα σὲ αὐτοὺς θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε τοὺς Βλάχους καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ Σλαβόφωνους (ἐπειδὴ ἡ ἐπανάσταση στὴ Μακεδονία καταπνίγηκε νωρίς).
Μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν ἑλληνικὴ συνείδηση τῶν Σουλιωτῶν ποὺ δὲν ἔχουν λείψει ἀπὸ κανέναν ἀγῶνα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους μετὰ τὸν 18ο αἰῶνα ἐπειδὴ ἕνα σημαντικὸ ποσοστό τους μιλοῦσε ἀρβανίτικα; Μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὸν Κωλέττη ἢ τὸν Κασομούλη ἐπειδὴ ἦσαν Βλάχοι; Ὅλα τὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν στὶς συγκεκριμένες γλωσσικὲς ὁμάδες κατατείνουν ὅτι ἡ παρουσία τους στὸν ἑλληνικὸ χῶρο εἶναι συνδεδεμένη ἀπόλυτα ἢ σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ μὲ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ τὴν ἰδιότητά τους ὡς Ἑλλήνων. Ὅπως εἶναι ἀποδεκτὸ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλσατίας καὶ τῆς Λωρραίνης, ἐὰν καὶ γερμανόφωνοι εἶχαν κατὰ πλειοψηφία γαλλικὴ ἐθνικὴ συνείδηση ἔτσι θὰ πρέπει νὰ γίνεται ἀποδεκτὸ ὅτι καὶ οἱ ἀρβανιτόφωνοι ἢ βλαχόφωνοι εἶναι Ἕλληνες.
Ὅπως ἤδη ἐλέχθη, ἡ ἐπανάσταση ἦταν ἐξ ἀρχῆς μόνον δική μας ὑπόθεση. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴ χρηματοδότησή της. Μία ἐπανάσταση δὲν γίνεται χωρὶς χρήματα. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση χρηματοδοτήθηκε ἀπὸ δικούς μας πόρους. Πιὸ συγκεκριμένα, οἱ ἄτακτοι πολεμιστές, δηλαδὴ ὅσοι ἐγκατέλειπαν τὴν ἐργασία τους καὶ πήγαιναν νὰ πολεμήσουν, πληρώνονταν. Ἔπαιρναν τὸ λεγόμενο σιτηρέσιο γιὰ τοὺς ἴδιους (καὶ ξεχωριστὸ γιὰ ἄλογο ἐὰν εἶχαν), καθὼς καὶ ἀποζημίωση γιὰ τὰ πυρομαχικά τους. Οἱ μισθοὶ ἦσαν κεντρικὰ καθορισμένοι. Ἐπὶ παραδείγματι οἱ στρατιῶτες ἔπαιρναν μισθὸ 20-30 γρόσια τὸν μῆνα. Τὰ χρήματα γιὰ τὴν πληρωμὴ τῶν μισθῶν προέρχονταν ἀπὸ τίς ὑποχρεωτικὲς ἢ ἐθελούσιες συνεισφορὲς τῶν ἐχόντων· ἀπὸ τὸν κλασικὸ φόρο τῆς δεκάτης ἀπὸ τὴν ἐτήσια σοδειά· ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ πολέμου καὶ ἀπὸ τὴν ἔγγειο ὀθωμανικὴ περιουσία ποὺ ἐκπλειστηριαζόταν ἢ ἐνοικιαζόταν.
Παραμονὲς τῆς ἐπαναστάσεως ὑπῆρχαν σωρευμένα μεγάλα κεφάλαια σὲ πολλοὺς ἐμπόρους καὶ καραβοκύρηδες. Ἡ συνθήκη τοῦ Κιουτσοὺκ Καϊναρτζῆ τὸ 1774 ἔθεσε τίς βάσεις γιὰ δημιουργία σοβαρῆς ἐμπορικῆς δραστηριότητας τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Οἱ ναπολεόντιοι πόλεμοι μὲ τοὺς ναυτικοὺς ἀποκλεισμοὺς (τοὺς ὁποίους συνήθιζαν νὰ παραβιάζουν ἑλληνικὰ πλοῖα) σώρευσε ἀκόμη μεγαλύτερο πλοῦτο. Ἐπὶ 30 χρόνια εἶχαν ἀποταμιευθεῖ μεγάλα ποσά. Βεβαίως, τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση εἶχε ἀρχίσει οἰκονομικὴ κρίση. Τὰ χρήματα, ὅμως, ὑπῆρχαν. Ἀπὸ αὐτὰ χρηματοδοτήθηκε ὁ ἀγῶνας.
Καὶ τὰ δάνεια ποὺ πήραμε ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους; ἀκούγεται ὁ ἀντίλογος. Κατ’ ἀρχὰς ἕνα πολὺ μικρὸ τμῆμα τῶν δύο δανείων ἔφτασε τελικῶς στὸ ἑλληνικὸ κράτος. Τὸ δὲ ποσὸν ποὺ ἔφτασε, χρησιμοποιήθηκε πρωτίστως ἀπὸ τίς ἀντιμαχόμενες ὁμάδες κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ἐπιπλέον, τὸ πρῶτο δάνειο δόθηκε τὸ 1824, τρία χρόνια μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς ἐπαναστάσεως καὶ τὸ δεύτερο τὸ 1825. Εἶναι σαφὲς ὅτι τὰ δάνεια εἶχαν πρωτίστως διπλωματικὸ ἀντίκτυπο. Τὰ δάνεια προέρχονταν μὲν ἀπὸ ἰδιωτικὰ κεφάλαια ἀλλὰ ἡ χορήγησή τους εἶχε ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴ βρετανικὴ κυβέρνηση. Σὲ περίπτωση ἀποτυχίας τῆς ἐπαναστάσεως, οἱ ξένοι κεφαλαιοῦχοι θὰ ἔχαναν τὰ χρήματά τους. Αὐτὸ σήμαινε ὅτι ἡ Βρετανία εἶχε πλέον σοβαροὺς λόγους νὰ βοηθήσει τοὺς ἐπαναστάτες.
Εἶναι κοινὸς τόπος γιὰ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς ὅτι ἡ ἀμερικανικὴ ἐπανάσταση πέτυχε λόγῳ τῆς ἀποφασιστικῆς βοήθεια ποὺ προσέφεραν οἱ Γάλλοι, οἱ Ἱσπανοὶ καὶ οἱ Ὁλλανδοί. Εἰδικῶς οἱ Γάλλοι εἶχαν ἐμπλακεῖ στὴν ἀμερικανικὴ ἐπανάσταση ἀπὸ τὸ 1775, ὁπότε καὶ ξεκίνησε. Ἀρχικῶς βοήθησαν μὲ ὅπλα καὶ στὴ συνέχεια μὲ ναυτικὲς δυνάμεις οἱ ὁποῖες ἐπανειλημμένως ἐνεπλάκησαν σὲ ἐχθροπραξίες μὲ τοὺς Βρετανούς. Ἡ ἀπειλὴ ὅτι ἡ Γαλλία θὰ ἐκμεταλλευόταν τὴν ἀπουσία βρετανικῶν στρατευμάτων στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ εἰσβάλει στὴ Βρετανία ἦταν διαρκής. Οὐδεὶς ἱστορικός, ὅμως, ἔχει διανοηθεῖ νὰ διαγράψει τὴν ἀμερικανικὴ ἐπανάσταση λέγοντας πὼς ὅ,τι ἔγινε ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς παρεμβάσεως Γάλλων, Ὁλλανδῶν καὶ Ἱσπανῶν.
Αὐτὸ ποὺ δὲν γίνεται μὲ τὴν ἀμερικανικὴ ἐπανάσταση, ἔχει καταστεῖ περίπου κανόνας μὲ τὴν ἑλληνική. «Δὲν ἐλευθερωθήκαμε — μᾶς ἀπελευθέρωσαν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις» εἶναι ἡ ἄποψη ποὺ διακινεῖται τὰ τελευταῖα χρόνια. Ἡ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου, ὅπου ὄντως οἱ ξένοι ἔδωσαν τὴν ἀποφασιστικὴ ὤθηση πρὸς τὴν ἀνεξαρτησία μας, ἦλθε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1827. Ἕως τότε εἶχαν ἤδη προηγηθεῖ περισσότερα ἀπὸ 6 χρόνια ἐπαναστατικοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων. Χωρὶς αὐτὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε Ναυαρῖνο.
Ἐπιπλέον, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Ὑψηλάντης, τὴν παρέμβαση τῶν ξένων δυνάμεων τὴν πληρώσαμε ἀκριβότερα. Στὶς διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ὅρισαν τὴν ἀνεξαρτησία μας, τοὺς ὅρους καθόρισαν οἱ τρεῖς ἐγγυήτριες δυνάμεις, οἱ στόλοι τῶν ὁποίων πολέμησαν στὸ Ναυαρῖνο. Ἀκολούθως, τὰ τρία πρῶτα κόμματα ποὺ φτιάξαμε στὸ ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος ἦσαν τὸ ἀγγλικό, τὸ γαλλικὸ καὶ τὸ ρωσικό. Ὅπως τὸ εἶχε πεῖ ὁ Ὑψηλάντης: «τὸ αἷμα τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα».
Τὰ τελευταῖα χρόνια ὑπερτονίζεται τὸ γεγονὸς τῶν σφαγῶν Τούρκων ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν ἐπανάσταση. Δὲν ἔγιναν σφαγές; Προφανῶς καὶ ἔγιναν καὶ στὴν Τριπολιτσὰ καὶ στὸ Νεόκαστρο καὶ στὸ Παλαμήδι καὶ σὲ ἄλλες περιοχές. Τὰ συγκεκριμένα γεγονότα οὐδέποτε ἀπεκρύβησαν. Ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἀναφέρει στὸν ὕμνο εἰς τὴν Ἐλευθερίαν γιὰ τὴν ἅλωση τῆς «ἀθλίας Τριπολιτσᾶς»:
«Ἆ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη/ ποὺ τὴν τρέµει ὁ λογισµός; Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη, πάρεξ θάνατου πικρός».
Τὸ θέμα τῶν σφαγῶν τῶν Τούρκων ἀπὸ ἕλληνες ἐπαναστάτες ἐπανέρχεται διαρκῶς στὸν δημόσιο διάλογο. Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ὁ ἱστορικὸς Βασίλης Κρεμμυδᾶς ἔχει σχολιάσει τὰ ἀκόλουθα:
«τὸ γεγονὸς … τῆς γενικῆς σφαγῆς στὴν Τριπολιτσὰ καὶ ἄλλα ἀνάλογα… ἔκανε κάποιους -καὶ ἱστορικούς- πρόσφατα νὰ µιλᾶνε γιὰ βάρβαρες συµπεριφορὲς τῶν Ἑλλήνων. Αὐτὰ ὅσοι τὰ ἀσπάζονται, δὲν µπορεῖ νὰ εἶναι ἱστορικοί, γιατί δὲν µποροῦµε νὰ κρίνουµε γεγονότα καὶ συµπεριφορὲς τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰῶνα µὲ τίς σηµερινὲς εὐαισθησίες γιὰ αὐτές. Ὁ ἱστορικὸς καὶ κάθε ἀσχολούµενος µὲ τὸ συγκεκριµένο παρελθὸν ὀφείλει νὰ γνωρίζει ὅτι αὐτὴ ἡ «βαρβαρότητα» ἔχει πίσω της τεσσάρων αἰώνων δουλεία… καὶ ὅτι στὴ συγκεκριµένη περίπτωση ὁ ὑπόδουλος διεκδικοῦσε ὅ,τι κατεῖχε θείῳ δικαίῳ, ὁ κατακτητὴς καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἢ αὐτὸ ποὺ ἔγινε θὰ γινόταν ἢ τὸ ἀκριβῶς ἀντίστροφο».
Ὁ Καραϊσκάκης δὲν ἦταν γνωστὸς ὡς λάτρης τοῦ γαλλικοῦ διαφωτισμοῦ… Εἶχε περάσει ἀπὸ τὸ σφυρὶ καὶ τὸ ἀμόνι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων. Εἶναι κεφαλαιῶδες νὰ συνειδητοποιήσουμε τοὺς λόγους ποὺ ἕνας ἄνθρωπος μὲ αὐτὸ τὸ ὑπόβαθρο ἄλλαξε ἐντελῶς τὴν πορεία του. Διεκδίκησε συνειδητὰ τὴ συγκρότηση ἐλεύθερου ἑλληνικοῦ κράτους.
Ἡ ἐλευθερία σαφῶς ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ πεδίο. Τὸ περιγράφει τὸ πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου τοῦ 1822: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστὸν εἰσὶν Ἕλληνες». Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέραν τὸ ἑλληνικὸ κράτος συγκροτήθηκε ὡς ὁ πολιτειακὸς φορέας ἑνὸς συγκεκριμένου πολιτισμοῦ ὑπὸ συνθῆκες ἐλευθερίας. Ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Μᾶρκος Μπότσαρης οἱ ἐπαναστάτες, δὲν πολέμησαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν γενικῶς καὶ ἀορίστως ἕνα σύγχρονο κράτος. Ἐπαναστάτησαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἕνα ἑλληνικὸ κράτος. Ἕνα κράτος ποὺ (καὶ τότε καὶ τώρα) δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὐδέτερο ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας τῶν κατοίκων του.
Τὸ νέο κράτος εἶχε ἕνα ὄνειρο. Νὰ περιλάβει στὰ ὅριά του, δηλαδὴ σὲ καθεστὼς ἐλευθερίας ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Πράγματι ἀπὸ τὸ 1864 καὶ τὴν ἐνσωμάτωση τῶν Ἑπτανήσων, μέχρι τὸ 1947 καὶ τὴν ἐνσωμάτωση τῆς Δωδεκανήσου, τὸ ἑλληνικὸ κράτος μεγάλωνε ἀγκαλιάζοντας κι ἄλλους ἑλληνικοὺς πληθυσμούς. Πέτυχε τὸν στόχο του; Ὄχι. Ἄλλωστε τὰ μεγάλα ὄνειρα σπανίως εὐοδώνονται στὴν ὁλότητά τους. Ἐπὶ γενεὲς ὅμως, οἱ ἐλεύθεροι Ἕλληνες κυνήγησαν αὐτὸ τὸ ὄνειρο καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ καταφέραμε.
Πήραμε μία ἀπὸ τίς πλέον φτωχὲς περιοχὲς τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Δὲν ὑπῆρχαν λιμάνια, δρόμοι, ὑποδομές. Ὅλες σχεδὸν οἱ πεδιάδες τοῦ νέου κράτους καλύπτονταν ἀπὸ λιμνάζοντα ὕδατα, βαλτοτόπια. Οἱ κάτοικοι ζοῦσαν στὰ βουνὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν ἐνδημικὴ ἑλονοσία. Ἐπιπλέον, μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ Ἰμπραὴμ ἡ χώρα ἦταν ἕνας ἀπέραντος ἐρειπιῶνας. Μέσα σὲ διάστημα 200 ἐτῶν ἡ Ἑλλάδα κατάφερε νὰ γίνει μὲ μεγάλη διαφορὰ τὸ πιὸ πλούσιο ἀπὸ τὰ κράτη ποὺ δημιουργήθηκαν στὰ ἐδάφη ποὺ κατεῖχε ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία. Ἡ πρόοδος καὶ ἡ εὐημερία δὲν ἦταν μόνον στὸν τομέα τοῦ οἰκονομικοῦ πλούτου. Ἤμασταν ἀπὸ τὰ πρῶτα εὐρωπαϊκὰ κράτη ποὺ ἀπέκτησαν Σύνταγμα. Καθιερώσαμε ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος τὴν καθολικὴ ψηφοφορία (γιὰ ἄνδρες). Παρὰ τὰ ἐγγενῆ προβλήματα τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος, εἴμαστε ἀπό τὰ παλαιότερα κοινοβουλευτικὰ πολιτεύματα παγκοσμίως. Ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση, ἔτσι μέχρι καὶ σήμερα ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἐξακολουθεῖ νὰ δίνει ἀνώτερη σημασία στὰ γράμματα. Τέλος ἀπὸ πλευρᾶς ἰσχύος, ἡ Ἑλλάδα εἶναι μέλος στὶς πιὸ ἐπιλεκτικὲς καὶ ταυτοχρόνως ἐκλεκτικὲς συμμαχίες στὸν κόσμο. Ἴσως σὲ πολλοὺς νὰ φαίνεται περίεργο ἀλλά, παρὰ τὴν οἰκονομικὴ καχεξία τῶν τελευταίων δέκα ἐτῶν ἐξακολουθοῦμε νὰ ἔχουμε μία ζηλευτὴ (γιὰ ἄλλα κράτη καὶ ἔθνη) θέση στὸ παγκόσμιο σύστημα.
Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς στὴ «Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος» περιγράφει μία σκηνὴ ὅπου Μεσολογγίτισσες ποὺ ἔχουν καταφύγει στὴν Ζάκυνθο γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν πολιορκία τῆς πόλεώς τους ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀντιμετωπίζουν τὴν ἄγρια λεκτικὴ ἐπίθεση τῆς βασικῆς ἡρωίδας τοῦ ποιήματος:
«Καὶ τί σᾶς ἔλειπε, καὶ τί κακὸ εἴδετε ἀπὸ τὸν Τοῦρκο;
∆ὲ σᾶς ἄφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια;
Καὶ δόξα σοι ὁ θεὸς εἴχετε περσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχω ἐγώ.
Σᾶς εἶπα ἐγὼ ἴσως νὰ χτυπήσετε τὸν Τοῦρκο, ποὺ ἐρχόστενε τώρα σὲ µὲ νὰ µοῦ γυρέψετε καὶ νὰ µὲ βρίσετε; Ναῖσκε!
Ἐβγήκετε ὄξω νὰ κάµετε παλικαριές. Οἱ γυναῖκες ἐπολεµούσετε (ὄµορφο πρᾶµα ποὺ ἤθελ’ ἤστενε µὲ τουφέκι καὶ µὲ βελέσι[1]· ἢ ἐβάνετε καὶ βρακί;).
Καὶ κάτι ἐκάµετε στὴν ἀρχή, γιατί ἐπήρετε τὰ ἄτυχα παλικάρια τῆς Τουρκιᾶς ξάφνου.
Καὶ πῶς ἐμπόρειε ποτέ του νὰ ὑποφτευτεῖ τέτοια προδοσία; Τό ‘θελε ὁ Θεός; Δὲν ἀνακατωνόστενε μὲ δαῦτον μέρα καὶ νύχτα; …
Αὔριο πέφτει τὸ Μισολόγγι, βάνουνε σὲ τάξη τὴν Ἑλλάδα τὴ ζουρλὴ οἱ βασιλιᾶδες, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχω ὅλες μου τὲς ἐλπίδες, καὶ ὅσοι μείνουνε ἀπὸ τὸν ξελοθρεμὸ ἔρχονται στὴ Ζάκυθο νὰ τοὺς θρέψουμε, καὶ μὲ τὴν κοιλιὰ γιομάτη μᾶς βρίζουνε».
[1] Βελέσι: μακρὺ μεσοφόρι.
*Ἀν. καθηγητὴς διεθνοῦς δικαίου & ἐξωτερικῆς πολιτικῆς.
Βουλευτὴς τῆς Ν.Δ. στὴν Α΄ Ἀθηνῶν. Ὑφυπουργὸς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων
*Απόσπασμα – προδημοσίευση από το ομώνυμο άρθρο που συμπεριλαμβάνεται στο επετειακό συλλεκτικό τεύχος της Νέας Κοινωνιολογίας ‘Η Επανάσταση που Άλλαξε τον Παγκόσμιο Χάρτη’, αφιέρωμα στα 200 χρόνια από το 1821, που κυκλοφορεί από τις 7 Δεκεμβρίου 2021 στα βιβλιοπωλεία (Εκδόσεις Καπόν).
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE