
ΓΝΩΜΕΣ
18/08/2025 | 06:20
Η Ελλάδα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο, είναι η μόνη χώρα στην περιοχή που διαθέτει ένα γηρασμένο, το “Αιγαίο”: Γίνεται εθνική στρατηγική χωρίς ερευνητικό σκάφος;
Της ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ ΛΙΠΙΑΤΟΥ*, Καθημερινή
Η Μεσόγειος Θάλασσα και ειδικότερα η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί περιοχή έντονης επιστημονικής και γεωπολιτικής δραστηριότητας, και φιλοξενεί, αντίστοιχα, έναν ιδιαίτερα ενεργό στόλο ερευνητικών σκαφών από διάφορες χώρες.
Η επιστημονική συνεργασία, π.χ. μέσω κοινών αποστολών, παρατηρητηρίων ή ανταλλαγής δεδομένων, λειτουργεί ως δίαυλος επικοινωνίας και σταθερότητας («διπλωματία της επιστήμης») όταν η παραδοσιακή διπλωματία φτάνει σε αδιέξοδο, και χτίζει γέφυρες ακόμη και όταν οι επίσημες σχέσεις μεταξύ των εθνών είναι τεταμένες.
Παράδειγμα αποτελεί η περιστασιακή συνεργασία μεταξύ ερευνητών από την Ελλάδα, την Τουρκία, το Ισραήλ, την Κύπρο, την Ιταλία και την Αίγυπτο σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα.
- Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν πάνω από ένα ερευνητικά σκάφη, ενταγμένα σε ευρωπαϊκά δίκτυα, όπως το European Research Vessel Network (EUROFLEETS+) και το European Marine Observation and Data Network (EMODnet).
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα με εκτεταμένη ακτογραμμή –τη μεγαλύτερη στην Ε.Ε.– και στρατηγικό θαλάσσιο χώρο, που διαθέτει μόνο ένα γηρασμένο ερευνητικό σκάφος ανοιχτής θαλάσσης, το «Αιγαίο», του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Κατασκευασμένο το 1985 και ανακαινισμένο εκ βάθρων το 1997, το «Αιγαίο» υπηρέτησε την ελληνική θαλάσσια έρευνα –στη Μεσόγειο, στη Μαύρη Θάλασσα και στην Ερυθρά Θάλασσα– για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες, ενώ οι περισσότερες χώρες αποσύρουν παρόμοια σκάφη έπειτα από 30 χρόνια.
Ωστόσο, η παρατεταμένη χρήση έχει οδηγήσει σε σημαντικές τεχνικές φθορές και περιορισμούς, που θέτουν σοβαρά εμπόδια στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα.
- Οι προκλήσεις είναι πολλές: Η συντήρηση του πλοίου γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη λόγω έλλειψης ανταλλακτικών, ο εξοπλισμός του δυσκολεύεται να υποστηρίξει νέες τεχνολογίες, η ενεργειακή του απόδοση είναι χαμηλή και το λειτουργικό του κόστος υψηλό, ενώ ζητήματα αξιοπλοΐας περιορίζουν τόσο την εμβέλεια όσο και τη διάρκεια των αποστολών.
Η Ελλάδα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να μείνει χωρίς αξιόπλοο ωκεανογραφικό ερευνητικό σκάφος για ανοιχτές θάλασσες.
Από το 2018, το ΕΛΚΕΘΕ έχει υποβάλει πρόταση στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για ένα νέο σκάφος κόστους περίπου 55 εκατ. ευρώ, με το 75% (41 εκατ.) να χρηματοδοτείται από την ΕΤΕπ και το υπόλοιπο 25% (14 εκατ.) από ελληνικούς δημόσιους πόρους.
Το συμβόλαιο υπογράφηκε τον Ιούλιο του 2020, με την ΕΤΕπ να εκταμιεύει προκαταβολή 8 εκατ. ευρώ. Η ελληνική συμμετοχή των 14 εκατ. ευρώ όμως δεν έχει ακόμη εξασφαλιστεί, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα η πρόταση να μην έχει πάρει σάρκα και οστά.
- Στο μεταξύ, ο διεθνής ανταγωνισμός εντείνεται. Η Τουρκία έχει επενδύσει στρατηγικά στον στόλο της και πλέον διαθέτει τέσσερα μεγάλα ερευνητικά σκάφη, με πιο χαρακτηριστικά τα σεισμογραφικά «Oruc Reis» και «Barbaros Hayreddin Pasa», τα οποία χρησιμοποιούνται όχι μόνο για επιστημονική έρευνα αλλά και για γεωπολιτικές αποστολές στην Αν. Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Η Ιταλία και η Γαλλία διαθέτουν σύγχρονα εθνικά και ευρωπαϊκά ερευνητικά σκάφη, ενταγμένα σε δίκτυα που καλύπτουν τον Ατλαντικό, τη Μεσόγειο και την Αρκτική. Στον τομέα της θαλάσσιας επιστήμης, η Ελλάδα μένει πίσω.
Ενα νέο σκάφος δεν είναι απλώς θέμα ανταγωνισμού. Είναι και άμεση επιστημονική ανάγκη. Στις σημερινές προτεραιότητες περιλαμβάνονται η παρακολούθηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, η έρευνα για τα μικροπλαστικά, η μελέτη της κλιματικής αλλαγής, η υποστήριξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, η παρακολούθηση των σεισμικών ρηγμάτων και η υποστήριξη των δύο νέων μεγάλων θαλάσσιων πάρκων που ανακοίνωσε πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση. Καμία από αυτές τις αποστολές δεν μπορεί να υποστηριχθεί πλήρως από τον υφιστάμενο στόλο.
- Ενα νέο, σύγχρονο ελληνικό ωκεανογραφικό σκάφος θα προσέφερε σύγχρονες δυνατότητες εκπαίδευσης για νέους επιστήμονες, ενισχύοντας την εθνική επιστημονική ικανότητα και τις διασυνδέσεις με τα ευρωπαϊκά ερευνητικά δίκτυα.
Θα μπορούσε να αποτελέσει πλατφόρμα περιφερειακής συνεργασίας με γειτονικές χώρες, ευρωπαϊκά ινστιτούτα και διεθνείς οργανισμούς. Μέσω κοινών αποστολών, ανταλλαγής παρατηρήσεων και φιλοξενίας ξένων ερευνητών, η Ελλάδα μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο της ως αξιόπιστου και σταθερού επιστημονικού εταίρου.
Σε έναν κόσμο όπου η επιστημονική γνώση διαμορφώνει πολιτικές για το περιβάλλον, την ενέργεια και την ασφάλεια, αυτή η εμπιστοσύνη μεταφράζεται σε επιρροή.
- Η απουσία ενός σύγχρονου ωκεανογραφικού σκάφους δεν σημαίνει απλώς επιστημονική υστέρηση· συνεπάγεται και μειωμένη συμμετοχή σε μεγάλα διεθνή προγράμματα, απώλεια χρηματοδοτικών ευκαιριών και σταδιακή περιθωριοποίηση.
Με λίγα λόγια, η ανάγκη για ένα νέο ερευνητικό σκάφος αποτελεί ζήτημα εθνικής προτεραιότητας – επιστημονικής, τεχνολογικής και γεωπολιτικής.
Σε μια περιοχή που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, αλλά ενώνονται από κοινές περιβαλλοντικές προκλήσεις, η επένδυση σε ένα νέο υπεράκτιο ερευνητικό σκάφος δεν είναι απλώς μια επιστημονική αναβάθμιση: είναι μια στρατηγική πράξη διεθνούς παρουσίας.
Είναι μια επιλογή που ενισχύει την «ήπια ισχύ» της Ελλάδας, παρουσιάζοντάς την όχι μόνον ως υπερασπιστή εθνικών συμφερόντων, αλλά και ως βασικό παίκτη στη διαμόρφωση λύσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και πέραν αυτής.
* Η κ. Ελισσάβετ Λιπιάτου είναι διδάκτωρ Χημικής Ωκεανογραφίας. Είναι επικεφαλής μονάδας στη Γενική Διεύθυνση Επικοινωνιών, Περιεχομένου και Τεχνολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι απόψεις της είναι αυστηρά προσωπικές και δεν αντιπροσωπεύουν τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή
- Τα σχόλια που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν απαραίτητα τους συγγραφείς. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες κανενός.