
ΑΜΕΡΙΚΗ
10/06/2025 | 05:16
Ο Πρόεδρος Τραμπ στέλνει άλλους 2.000 εθνοφρουρούς στο Λος Άντζελες, αψηφώντας τον Νιούσομ – «Είναι η μάχη που περίμενε» γράφουν οι New York Times (videos)
Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης και πολιτικού σχεδιασμού, ο Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την αποστολή άλλων 2.000 εφέδρων της Εθνοφρουράς στο Λος Άντζελες, παρακάμπτοντας την πολιτειακή διοίκηση και θέτοντας τις δυνάμεις υπό ομοσπονδιακή εντολή. Όπως ανακοίνωσε ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου, Σον Παρνέλ, οι εθνοφρουροί θα υποστηρίξουν την ICE, την «επίμαχη» υπηρεσία μετανάστευσης, εν μέσω συγκρούσεων ανάμεσα σε αστυνομικούς και διαδηλωτές στην Καλιφόρνια.
Παράλληλα, περίπου 700 πεζοναύτες είναι έτοιμοι να λάβουν τη διαταγή του Πενταγώνου και να αναπτυχθούν στην περιοχή.
Η κίνηση αυτή δεν ήταν μια απλή αντίδραση στην κρίση. Ήταν το σενάριο που ο ίδιος ο Τραμπ περίμενε να εκτυλιχθεί -μια υψηλού συμβολισμού σύγκρουση στην καρδιά μιας πολιτείας που εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει ως πολιτικό του αντίπαλο. Οι διαδηλώσεις πυροδοτήθηκαν από επιχείρηση απέλασης μεταναστών, αλλά ο Τραμπ τις περιέγραψε ως «εισβολή» και τους διαδηλωτές ως «στασιαστές», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να επικαλεστεί ακόμη και τον Νόμο περί Στασιασμού.
Η αποστολή της Εθνοφρουράς -χωρίς έγκριση του κυβερνήτη Γκάβιν Νιούσομ- δεν αποτελεί απλώς διοικητική αυθαιρεσία. Αποτυπώνει, σύμφωνα με τους New York Times, μια στρατηγική επιλογή: τη μετατροπή της κοινωνικής αναταραχής σε εργαλείο πολιτικής επικοινωνίας. Οι εικόνες από τις ειρηνικές ως επί το πλείστον διαδηλώσεις, αναμειγμένες με βίντεο σημαιοφόρων από το Μεξικό και το Ελ Σαλβαδόρ και εικόνες μεμονωμένων επεισοδίων, εντάχθηκαν αμέσως στο αφήγημα περί «εισβολής». Όπως το έθεσε ο σύμβουλος του Τραμπ, Στίβεν Μίλερ: «Αυτή είναι μάχη για τη σωτηρία του πολιτισμού».
Το Λος Άντζελες μετατράπηκε έτσι σε πεδίο μάχης για τη… μάχη της εικόνας. Ο Τραμπ επένδυσε πολιτικά στην ένταση, θέλοντας να δείξει ότι εκείνος ενεργεί, όταν οι τοπικές αρχές αδρανούν. «Όποιος φτύνει στρατιώτες, θα το πληρώσει ακριβά» δήλωσε προειδοποιητικά, επαναφέροντας μια γνωστή ρητορική σκληρότητας, που έχει λειτουργήσει για τη βάση του στο παρελθόν.
Ο κυβερνήτης Νιούσομ, γνωστός αντίπαλος του Τραμπ, δεν έκρυψε την ενόχλησή του. «Το περιμέναμε αυτό, ήμασταν προετοιμασμένοι» δήλωσε στους New York Times, κατηγορώντας τον Λευκό Οίκο για εσκεμμένη αποσταθεροποίηση. Σε επιστολή του προς το υπουργείο Άμυνας ζήτησε την άμεση απόσυρση της Εθνοφρουράς, σημειώνοντας δηκτικά: «Για να πετύχουν, πρέπει να αποτύχει η Καλιφόρνια». Απείλησε, δε, να μηνύσει τον Τραμπ για την αποστολή της Εθνοφρουράς, όμως ο Αμερικανός πρόεδρος είχε έτοιμη την… ρελάνς, λέγοντας ότι θα ήταν ωραία ιδέα η σύλληψη του Νιούσομ.
Το συγκεκριμένο επεισόδιο δεν είναι μεμονωμένο. Ο Τραμπ έχει στοχοποιήσει την Καλιφόρνια επανειλημμένα -είτε απειλώντας με διακοπή χρηματοδότησης λόγω τρανς αθλήτριας σε σχολικούς αγώνες είτε «παγώνοντας» τέσσερα δισ. δολάρια για δημόσιες υποδομές. «Ό,τι δεν τον υποστηρίζει, γίνεται εμμονή του» δήλωσε ο γερουσιαστής Άλεξ Παντίγια, κατηγορώντας τον πρόεδρο για «κατασκευασμένη κρίση» και «θέατρο σκληρότητας».
Από την πλευρά τους, οι Ρεπουμπλικανοί υπερασπίζονται την παρέμβαση. Ο βουλευτής Κέβιν Κάιλι σημείωσε ότι «ο Τραμπ προστατεύει τη δημόσια ασφάλεια», κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς για «πολιτικές ανοιχτών συνόρων».
Σύμφωνα με διεθνείς αναλυτές, όπως αναφέρει η Welt, πρόκειται για διπλή στρατηγική: επίδειξη αποφασιστικής ηγεσίας αφενός και αποδυνάμωση πολιτικών αντιπάλων αφετέρου. Ο μηχανισμός της ανάπτυξης της Εθνοφρουράς δεν λειτούργησε ως εργαλείο αποκατάστασης τάξης, αλλά ως καταλύτης για μια θεατρική σύγκρουση, σχεδιασμένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια -από την εντολή μέχρι την εικόνα.
Η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Άμπιγκεϊλ Τζάκσον, επιβεβαίωσε τη στόχευση: «Ο πρόεδρος αναλαμβάνει δράση όταν οι Δημοκρατικοί αποτυγχάνουν». Το μήνυμα είναι σαφές: σε ένα σκηνικό κοινωνικής πόλωσης και προεκλογικής αβεβαιότητας, ο Τραμπ επιχειρεί να ενσαρκώσει τον μόνο ηγέτη, ικανό να «σώσει την Αμερική» -ακόμη κι αν χρειαστεί να… σκηνοθετήσει την κρίση για να το αποδείξει.
Με πληροφορίες από AFP μέσω ΑΠΕ-ΜΠΕ και New York Times