
ΑΜΥΝΑ
07/06/2025 | 15:14
Δένδιας για πρόγραμμα SAFE: Δεν μπορεί να υπάρχει η απαίτηση προς χάριν οικονομικών συμφερόντων, να μετατραπούν κάποιες χώρες σε “Ιφιγένειες”
Σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας μίλησε για το πρόγραμμα SAFE την Τουρκία, τα εξοπλιστικά προγράμματα, την «Ατζέντα 2030», την η εγχώρια αμυντική βιομηχανία αλλά και την Μονή στο Σινά.
Ειδικότερα η συνέντευξη του ΥΕΘΑ στην εφημερίδα «Ναυτεμπορική» και στον Διευθυντή του naftemporiki.gr Μιχάλη Ψύλο, έχει ως εξής:
M. ΨΥΛΟΣ: Κύριε υπουργέ, σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξή σας στη «Ν». Θα πρέπει να πω ότι έκανε μεγάλη αίσθηση ο χαρακτηρισμός σας για το πρόγραμμα SAFE της Ε.Ε. ως «κερκόπορτα» «για συμφωνία με την Τουρκία χωρίς ομοφωνία». Πολλοί το εξέλαβαν μάλιστα και ως «αποστασιοποίηση» από την επίσημη κυβερνητική γραμμή.
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Θα επαναλάβω αυτό που αναφέρω συνεχώς. Οι εταίροι πρέπει να αποφασίσουν ποια Ευρώπη θέλουν. Δεν νοείται Ευρώπη χωρίς αρχές, αξίες και σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Όπως δεν νοείται επίσης να μετέχουν αδιάκριτα στο εγχείρημα επανεξοπλισμού της Ευρώπης χώρες που απειλούν κράτη-μέλη της Ε.Ε. ή που δεν αναγνωρίζουν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και δεν μπορεί να υπάρχει η απαίτηση, προς χάριν κυρίως “οικονομικών συμφερόντων”, να μετατραπούν κάποιες χώρες σε “Ιφιγένειες” του δυτικού αξιακού πολιτισμού. Είναι προφανές ότι ουδεμία “αποστασιοποίηση” υπάρχει από τη θέση της κυβέρνησης. Και είναι απολύτως σαφές σε ποιον απευθύνονται όσα ανέφερα κατά την ομιλία μου στον Μυστρά.
Επί λέξει δήλωσα ότι θα πρότεινα να ονομασθεί «Κανονισμός της Κερκόπορτας” ο Κανονισμός SAFE, εφόσον επιχειρηθεί από ορισμένους εταίρους να εφαρμοστεί με τεχνάσματα, ώστε να μην απαιτείται ομοφωνία των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη συμφωνία με τρίτες Εξάλλου, χώρες. τη σημασία της ομοφωνίας είχε υπογραμμίσει και ο πρωθυπουργός σε πρόσφατες δηλώσεις του, λέγοντάς ότι “για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία με τρίτο κράτος-μέλος, υποψήφιο εν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών μελών, ομοφωνία δηλαδή”. Επικαλέστηκα άλλωστε την αναφορά του κ. Μητσοτάκη στο ζήτημα του casus belli.
M. ΨΥΛΟΣ:Πιστεύετε ότι μπορούμε να πείσουμε τους εταίρους μας στην Ε.Ε. και να τους εξηγήσουμε για ποιο λόγο αυτό το πράγμα είναι λάθος; Όταν μάλιστα η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτά τα σχέδια επανεξοπλισμού της Ε.Ε., αλλά και την καλή ατμόσφαιρα που υπάρχει στα ελληνοτουρκικά, προκειμένου να προωθήσει τις θέσεις της στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: «Κύριε Ψύλο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έχει καταστήσει σαφή την πρόθεσή της να αναπτύξει στρατηγική αυτονομία και να στηρίξει την εγχώρια αμυντική βιομηχανία των κρατών-μελών της. Η χώρα μας είχε υπογραμμίσει ήδη την ανάγκη δημιουργίας αμυντικού βραχίονα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά και τις τελευταίες εξελίξεις πέραν του Ατλαντικού, καθίσταται ακόμη πιο επιτακτική η ανάγκη να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη και καινοτόμο ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Όμως η συστηματική προσφυγή σε εξοπλισμούς από τρίτες χώρες έρχεται σε αντίθεση με αυτή την κατεύθυνση. Ιδίως μάλιστα όταν πρόκειται για εξοπλισμούς από χώρες που πέραν του ότι δεν συμμετέχουν στην Ε.Ε., δεν ενστερνίζονται τις ίδιες αξίες και αρχές όπως προανέφερα, απαντώντας στην προηγούμενη ερώτησή σας. Εκτός από τον κίνδυνο “αυτοϋπονόμευσης” του αξιακού πλαισίου της, η Ευρωπαϊκή Ένωση διατρέχει τον κίνδυνο σε αυτήν την περίπτωση να βρεθεί αντιμέτωπη με πολιτική ή στρατηγική πίεση και ουσιαστικά εξάρτηση από αυτήν την τρίτη χώρα.
Η Ελλάδα καλείται συνεπώς να κινηθεί όπου δει, με στρατηγική σαφήνεια. Και να αναδείξει ως υπεύθυνος εταίρος τους βαθύτερους κινδύνους και τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής όχι μόνον για την ίδια, αλλά και για το σύνολο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Και σας πληροφορώ ότι σε επίπεδο υπουργών Άμυνας δεν μιλάμε εις ώτα μη ακουόντων, όσον αφορά τουλάχιστον αρκετούς από αυτούς. Η τελική πολιτική επιλογή βεβαίως ανήκει στις κυβερνήσεις τους. Όσον αφορά την “καλή ατμόσφαιρα”, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι το εν λόγω αφήγημα, που ενδεχομένως χρησιμοποιεί η Τουρκία, δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο. Ελπίζω ότι και οι εταίροι δεν το αντιλαμβάνονται ως τέτοιο, ειδικά όταν, μεταξύ άλλων, τελεί σε ισχύ η απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας υφίσταται το τουρκολυβικό μνημόνιο, διατηρείται μια αρνητική στάση για την επίλυση του Κυπριακού και ευθέως αντίθετη με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και προβάλλεται μια ολοένα και διευρυνόμενη ατζέντα διεκδικήσεων, βασισμένη στο αναθεωρητικό δόγμα της “γαλάζιας πατρίδας”.
Τα δε περί ηρεμίας επί του πεδίου, μετά την αντίδραση στο ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας- Κύπρου, δεν μπορούν να τα ισχυρίζονται οι Τούρκοι.
M. ΨΥΛΟΣ:Πιστεύετε ότι έχουμε μείνει πίσω σε σχέση με την Τουρκία στον τομέα της Έρευνας & Ανάπτυξης μη επανδρωμένων συστημάτων;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Δεν θα ωραιοποιήσω την εικόνα. Η αλήθεια είναι ότι στον τομέα των μη επανδρωμένων συστημάτων η χώρα μας υπήρξε για σειρά ετών θεατής της διεθνούς εξέλιξης. Ενώ άλλες χώρες εντόπισαν εγκαίρως ότι μετασχηματίζεται πλήρως το πεδίο της μάχης από τα UAVs και τα αυτόνομα συστήματα και επένδυσαν σε προγράμματα τεχνολογικής αυτάρκειας, η Ελλάδα παρέμεινε εγκλωβισμένη σε ένα παρωχημένο μοντέλο διεξαγωγής των πολεμικών συγκρούσεων, σε αποσπασματικές δράσεις και γραφειοκρατική αδράνεια.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πηγαίνοντας να παρακολουθήσω μεγάλη άσκηση στη Θράκη διαπίστωσα έκπληκτος ότι το σενάριό της περιελάμβανε ένα και μόνο drone των επιτιθεμένων, και αυτό αναγνωριστικό! Ευτυχώς δεν πρόκειται για ανεπίστρεπτη υστέρηση.
Έχουμε κάνει ήδη σημαντικά βήματα για να την καλύψουμε με ταχύτητα, στρατηγική προσήλωση και θεσμική σοβαρότητα. Ο ρόλος του Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Καινοτομίας (ΕΛΚΑΚ), η δημιουργία του οποίου στοχεύει στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αμυντικών αναγκών και ερευνητικής-βιομηχανικής ικανότητας, είναι και σε αυτή την περίπτωση σημαντικός.
Από τα 10, προγράμματα που έχουν ήδη προκηρυχθεί, τέσσερα επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ανάπτυξη μη επανδρωμένων συστημάτων-τόσο εναέριων όσο και επίγειων- με δυνατότητες αναγνώρισης, ηλεκτρονικής παρεμβολής, επιτήρησης και στοχοποίησης. Πρόκειται για τεχνολογίες διττής χρήσης με δυνητική εφαρμογή τόσο στον τακτικό πόλεμο όσο και σε αποστολές έρευνας-διάσωσης, προστασίας του περιβάλλοντος, ανθρωπιστικής υποστήριξης ή φύλαξης κρίσιμων υποδομών.
Παράλληλα υλοποιούνται δράσεις που αφορούν την εκπαίδευση στην αντιμετώπιση UAVS. Αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων θα συμμετέχουν σε προγράμματα εκπαίδευσης στο Fort Sill της Οκλαχόμα, στο πλαίσιο του Joint Counter- small Unmanned Aircraft Systems University, αποκτώντας εξειδικευμένες γνώσεις, στα πρότυπα της οποίας σχεδιάζεται η δημιουργία αντίστοιχου κέντρου εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Τέλος σενάρια αντιμετώπισης μη επανδρωμένων συστημάτων ενσωματώνονται σε όλες τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των Ενόπλων Δυνάμεων, ενισχύοντας την επιχειρησιακή ετοιμότητα και την προσαρμοστικότητα των μονάδων μας σε σύγχρονες απειλές. Στο πλαίσιο των αλλαγών που σχεδιάζονται στη θητεία, όλοι οι στρατεύσιμοι θα γνωρίζουν να χειρίζονται συστήματα drone και αντι-drone. Μπορούμε σταδιακά να καλύψουμε το χάσμα στην ποσότητα και να αποκτήσουμε ποιοτικό πλεονέκτημα. Διαθέτουμε εξαιρετικά καταρτισμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, υψηλής στάθμης ερευνητικά κέντρα στα Πανεπιστήμια και μία αναδυόμενη τεχνολογική επιχειρηματικότητα. Θέλουμε και μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το οικοσύστημα για να παραγάγουμε εντός της χώρας τεχνολογίες που θα ενισχύσουν τη στρατηγική μας αυτονομία.
M. ΨΥΛΟΣ: Κύριε υπουργέ, προωθείτε με την «Ατζέντα 2030» την αναμόρφωση των Ενόπλων Δυνάμεων και σε επίπεδο οργάνωσης και σε επίπεδο εξοπλισμών. Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα; Και κατά πόσο συνδέεται με το ευρωπαϊκό Πρόγραμμα ReArm Europe ή Readiness 2030 για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, έναντι κυρίως της Ρωσίας;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Να μου επιτρέψετε, κύριε Ψύλο να σας πω χαριτολογώντας ότι όσον αφορά το 2030 προηγηθήκαμε! Είχαμε θέσει ήδη το συγκεκριμένο χρονικό ορόσημο. Από την πλευρά μας, η “Ατζέντα 2030″ δεν είναι απλώς ένα στρατηγικό κείμενο προθέσεων, ούτε μια συγκυριακή πολιτική εξαγγελία. Συνιστά μια συνεκτική, θεσμικά θεμελιωμένη και μακροπρόθεσμη αμυντική μεταρρύθμιση, η οποία αντανακλά την απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας να συγκροτήσει τις ισχυρότερες και τεχνολογικά πιο σύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις.
Δεν πρόκειται για άθροισμα εξοπλιστικών προμηθειών. Αφορά μια συνολική προσέγγιση για τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρησιακού μας δόγματος, τη διοικητική ανασυγκρότηση των Κλάδων και την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών στον σχεδιασμό μας. Επίσης, η εφαρμογή της “Ατζέντας 2030” δεν είναι άτυπη ή αυθαίρετη. Βασίζεται σε μετρήσιμα στοιχεία και σε στόχους οι οποίοι έχουν τεθεί από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Στόχους που αφορούν την πρόοδο σε τομείς όπως η επιχειρησιακή διαλειτουργικότητα η ψηφιακή επίγνωση κατάστασης (situational awareness), η ενεργοποίηση της αμυντικής καινοτομίας και η εγχώρια συμμετοχή στα εξοπλιστικά.
Την υλοποίησή τους εποπτεύουν τα Γενικά Επιτελεία και οι Διευθύνσεις τους, στη βάση συγκεκριμένων χρονικών κύκλων και με ενδιάμεσες αξιολογήσεις ανά προτεραιότητα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, η πρόοδος της “Ατζέντας” θα αποτυπώνεται σε θεσμικό επίπεδο, μέσω της κοινοβουλευτικής λογοδοσίας. Εμβληματικά μέσα για την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της πατρίδας μας αποτελούν η “Ασπίδα του Αχιλλέα” (μία ολιστική προσέγγιση αποτελεσματικής αντιμετώπισης εχθρικών εναέριων θαλάσσιων και υποθαλάσσιων απειλών με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης), η επιχειρησιακή ενσωμάτωση των μαχητικών F-35, η πλήρης επιχειρησιακή αξιοποίηση των φρεγατών FDI, η εφαρμογή δικτυοκεντρικών δομών Command &Control, η ενίσχυση των δυνατοτήτων μας στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και η υλοποίηση της νέας Δομής Δυνάμεων.
Η “Ατζέντα 2030” δεν αναπτύσσεται ερήμην του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ευθυγραμμίζεται πλήρως με την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Readiness 2030, τη μετεξέλιξη του αρχικού σχεδίου ReArm Europe, που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 2025. Συνοψίζοντας, η “Ατζέντα 2030” δεν είναι ένας διοικητικός φάκελος που μένει σε συρτάρια. Εϊναι η υλοποίηση μιας νέας αντίληψης, μέσω της οποίας η Ελλάδα μπορεί να καταστεί πυλώνας ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρύτερης περιοχής.
M. ΨΥΛΟΣ: Μπορεί όντως η εγχώρια αμυντική βιομηχανία να συνεισφέρει στο να μεγαλώσει το ΑΕΠ; Ή θα συνεχίσουμε να ψωνίζουμε όπλα από το «παγκόσμιο αμυντικό σούπερ μάρκετ»;
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: Η χώρα μας, για δεκαετίες, είχε υιοθετήσει ένα αμυντικό μοντέλο βασισμένο στην εισαγωγή ολοκληρωμένων συστημάτων και τελικών προϊόντων, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής βάσης ή για την τεχνολογική ενσωμάτωση. Το αποτέλεσμα ήταν διπλά αρνητικό: Υψηλό δημοσιονομικό κόστος χωρίς πολλαπλασιαστικά οφέλη και, ταυτόχρονα, στρατηγική εξάρτηση από τρίτους, ακόμα και για στοιχειώδη συντήρηση. Αυτή η λογική δεν μπορεί να συνεχιστεί. Δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα είναι ξεκάθαρη: Ναι, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία μπορεί και πρέπει να συμβάλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη, την αύξηση του ΑΕΠ και τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, το οποίο είναι καίριας σημασίας για να μη βιώσει εκ νέου η χώρα μας οικονομική κρίση. Αναλογιστείτε το εξής: Η Ελλάδα δαπανά σταθερά άνω του 3%του ΑΕΠ της για αμυντικές ανάγκες – το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και από τα υψηλότερα στο ΝΑΤΟ. Από αυτές τις δαπάνες, μέχρι πρότινος, μόλις το 0,7% αφορούσε προϊόντα, υπηρεσίες ή τεχνολογίες εγχώριας.
Η “Ατζέντα 2030” προβλέπει-και εφαρμόζει ήδη την ανατροπή αυτής της δυσαναλογίας. Ο στόχος μας είναι η συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας να φτάσει το 25% μεσοσταθμικά στην αλυσίδα αξίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Ήδη, όπως είχα τη χαρά και την τιμή να ανακοινώσω πριν από λίγες μέρες, κατά την καθέλκυση της φρεγάτας “Φορμίων” στη Γαλλία, έχουμε εξασφαλίσει έγγραφη διαβεβαίωση της Naval για τη συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας στην τέταρτη φρεγάτα FDI με το παραπάνω ποσοστό. Αυτό σημαίνει όχι μόνο δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και σημαντική αύξηση των εξαγωγών, επιστροφή του επιστημονικού δυναμικού που εγκατέλειψε τη χώρα (brain regain) και συγκρότηση ενός βιώσιμου παραγωγικού οικο συστήματος.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα “Σύγχρονος Μαχητής”, αξίας 300 εκατ. ευρώ. Στόχος μας είναι να υλοποιηθεί εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα: Από την κατασκευή κρανών, στολών και εξαρτημάτων, έως τις οπτικές και ηλεκτρονικές συσκευές και τα δίκτυα επικοινωνιών. Ήδη ελληνικές εταιρείες συμμετέχουν στην παραγωγή πυρομαχικών, στην αναβάθμιση ναυτικών μονάδων, σε λογισμικά Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance and Reconnaissance (C4ISR) και σε τεχνολογίες κυβερνοάμυνας.
Η εγχώρια συμμετοχή δεν είναι πλέον μια ευχή. Είναι υποχρέωση. Ταυτόχρονα, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία αναδεικνύεται σε μοχλό αναπτυξιακής ώθησης της εθνικής οικονομίας, εκτός από πυλώνας της εθνικής κυριαρχίας. Από “δημοσιονομικό βάρος” μετατρέπεται σε επένδυση- οικονομική, τεχνολογική και διπλωματική.
Κάθε ευρώ που επενδύεται εντός συνόρων επιστρέφει πολλαπλάσια: σε απασχόληση, σε γνώση, σε κύρος. Επομένως δεν θα συνεχίσουμε να είμαστε απλοί πελάτες. Στο εξής, θα είμαστε ισότιμοι εταίροι και συμπαραγωγοί, με λόγο και ρόλο στο ευρωπαϊκό και διεθνές αμυντικό περιβάλλον.
M. ΨΥΛΟΣ: Μια ερώτηση, κύριε υπουργέ, σχετικά με τις εξελίξεις γύρω από το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης, στο Σινά. Υπάρχουν πολλά ερωτήματα για τη στάση της Αιγύπτου…
Ν. ΔΕΝΔΙΑΣ: «Κύριε Ψύλο, έχω επισκεφθεί δύο φορές ως υπουργός τη Μονή Σινά – μια πραγματικά μοναδική εμπειρία – και κατανοώ απολύτως τον λόγο για τον οποίο αγγίζει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων πολιτών το συγκεκριμένο ζήτημα.
Η χώρα μας υποστηρίζει τη διατήρηση του πάγιου καθεστώτος της Μονής το οποίο έχει διαμορφωθεί μέσω των αιώνων και εκτιμώ ότι αυτό επιθυμεί και η φίλη χώρα της Αιγύπτου. Η ελληνική κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι επιδιώκει την εφαρμογή των όσων συμφωνήθηκαν κατά το πρόσφατο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δύο χωρών. Δεν έχω ειδική γνώση επί των εξελίξεων με τη σημερινή μου ιδιότητα και εξυπακούεται ότι ως υπουργός Άμυνας δεν έχω θεσμική αρμοδιότητα. Αυτό το οποίο μπορώ να επισημάνω όμως, με βάση και την εμπειρία μου στο προ ηγούμενο κυβερνητικό αξίωμα, είναι ότι η σχέση μας με την Αίγυπτο είναι στρατηγικής σημασίας, με αμοιβαία οφέλη για τις χώρες μας, όπως επίσης και για την ασφάλεια και σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η διαφύλαξη αυτής της σχέσης έχει τεράστια σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Αίγυπτο, αλλά και για τα υπόλοιπα κράτη της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, η διατήρηση αλώβητου του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Μονής είναι τεράστιας σημασίας για τον Ελληνισμό.