
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ
17/05/2025 | 12:46
Ο ρατσισμός στις ΗΠΑ του Τραμπ, η σεξουαλική συνειδητοποίηση και η κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας στο 78ο Φεστιβάλ Καννών [trailers]
Μια τοιχογραφία του ρατσισμού και του παράλογου που κυριαρχεί στη σημερινή Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζει στη μαύρη κωμωδία του, «Έντινγκτον» ο Άρι Άστερ («Ο Μπο φοβάται», «Μεσοκαλόκαιρο», «Η διάδοχη»), που είδαμε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 78ου φεστιβάλ των Καννών.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στη μικρή πόλη Έντινγκτον του Νέου Μεξικού, τον Μάιο του 2020, περίοδο δηλαδή του COVID-19, και στρέφεται γύρω από τη σύγκρουση του σερίφη της πόλης, Τζο Κλάρκσον (ένας εξαιρετικός Γιοακίν Φίνιξ, που σίγουρα θα είναι φαβορί για το βραβείο ερμηνείας) με τον Δήμαρχο, Τεντ Γκαρσία(ένας πολύ καλός Πέντρο Πασκάλ), σύγκρουση στην οποία σταδιακά εμπλέκεται ολόκληρη η πόλη.
Δυο πρόσωπα που δεν φαίνεται να έχουν κάνει κάτι το σοβαρό και άξιο για την πόλη τους, με τον σερίφη όμως έτοιμο να συγκρουστεί με τον δήμαρχο, εξαιτίας, στην πραγματικότητα, του βιασμού, όπως πιστεύει, της γυναίκας του, όταν αυτή ήταν ακόμη ανήλικη, από τον δήμαρχο.
Με αποτέλεσμα, οι τακτικές, ασήμαντες συγκρούσεις του να οδηγούν τελικά τον Τζο, με αφορμή τις επερχόμενες εκλογές, να βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος της πόλης, υποσχόμενος στους κατοίκους της τα πάντα, που όμως ξέρουμε πως δεν πρόκειται να υλοποιήσει.
Σταδιακά, η κωμωδία αποκτά μια μαύρη ατμόσφαιρα, με τον σερίφη, ο οποίος πάντα αποφεύγει να φοράει μάσκα εξαιτίας του COVID, πιστεύοντας πως είναι κόλπο εκμετάλλευσης από κάποιους και επιμένοντας πως κανένας στην πόλη του δεν έχει προσβληθεί, όχι μόνο δεν καταφέρνει να φυλακίσει τον άστεγο μεσήλικα καβγατζή, αλλά τις τρώει απ’ αυτόν όταν προσπαθεί να τον συλλάβει.
Όταν, μάλιστα, δίνει στη δημοσιότητα ανακοίνωση με την οποία καταγγέλλει τον δήμαρχο για το βιασμό της γυναίκας του, η ίδια τον εγκαταλείπει.
Η φαινομενική ηρεμία στη μικρή κοινωνία της πόλης αλλάζει όταν η νεότερη γενιά αρχίζει να διαμαρτύρεται για όσα συμβαίνουν, δίνοντας την ευκαιρία τόσο στους μαύρους όσο και στους αυτόχθονες να ζητούν τα δικαιώματα και, για τους αυτόχθονες, τη γη που τους άρπαξαν, με ένα δειλό σερίφη να μην καταφέρνει να τους σταματήσει.
Οι συγκρούσεις, η φιλοδοξία και τα μίση θα οδηγήσουν στα άκρα, καταλήγοντας σε τρεις φρικτές δολοφονίες (του άστεγου μεθύστακα, του δημάρχου και του γιού του), με τον σερίφη να προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη στους μαύρους και τους τρομοκράτες, εκμεταλλευόμενος την τρομοκρατική επίθεση σε γειτονική πολιτεία.
Ο παραλογισμός φτάνει στο απόγειο του με την έρευνα που ακολουθεί, όχι μόνο από τον σερίφη αλλά και από τον αστυνόμο της περιοχής των αυτοχθόνων (μια και αυτές έγιναν στην περιοχή του), και που θα οδηγήσει σε άγρια κυνηγητά, πιστολίδι και νέες δολοφονίες, με τον Άρι Έστερ, πετυχημένο στο παρελθόν στη μαύρη κωμωδία, να εκμεταλλεύεται τη φορά αυτή ένα άλλο είδος, εκείνο του γουέστερν (έξοχα φωτογραφημένες από τον Ιρανό Ντάριους Χόντζι οι σκηνές του κυνηγητού, με τον σερίφη να πυροβολεί ασταμάτητα με ένα πολυβόλο στο στιλ του σπαγγέτι γουέστερν) και να καταλήξει σε ένα υποτιθέμενο happy end, παροδώντας το είδος και σατιρίζοντας την όλη πολιτική κατάσταση που τελικά επιβάλλει η «αλλαγή» για μια καλύτερη Αμερική: την επανεκλογή ενός δημάρχου που δήθεν προσφέρει οικονομική επέκταση και ευημερία, εκμετάλλευση για ένα καλύτερο μέλλον της νέας τεχνολογίας και με την παλιότερη, παράλυτη τώρα γενιά (που εκπροσωπείται από τον παλιό σερίφη) να παρακολουθεί σιωπηρά και ικανοποιημένη.
Την ενηλικίωση μιας έφηβης συντηρητικής Αλγερινής, στη διάρκεια των σπουδών της στο Παρίσι, να συνδέσει την ισλαμική θρησκεία με και την αποδοχή της διαφορετικότητά της, καταγράφει με συμπάθεια στην ταινία της «Η μικρή αδερφή», η γνωστή ως τυνησιακής καταγωγής Γαλλίδα ηθοποιός σκηνοθέτρια, Χάφσια Χέρζι.
Με βάση το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της Φατιμ Ντάας και τις τρεις εποχές που επιλέγει (άνοιξη, χειμώνας και άνοιξη), η Χέρσι παρακολουθεί (στο πρώτο επεισόδιο «Άνοιξη») την Φατιμά, στο σχολείο στη μικρή πόλη όπου ζει με την οικογένειά της (γονείς και δύο μεγαλύτερες αδερφές), όταν, παρόλο που οι φίλοι της είναι βασικά αγόρια, αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητα της και να επιδιώκει, μέσα από διαδίκτυο, και με ψεύτικα ονόματα, συναντήσεις με άλλες γυναίκες.
Η ιστορία της και οι σχέσεις της πάρουν άλλη στροφή στο δεύτερο, όταν, στο Πανεπιστήμιο πια, στις θεραπευτικές για το άσθμα της συναντήσεις της, γνωρίζεται και ερωτεύεται την νοσοκόμα Κορεάτισσα Τζι-Να, έρωτας που θα αλλάξει την πορεία της ζωής. Πορεία που θα την φέρει σε επαφή με το Παρίσι του Pride March και ξενύχτια και τρέλα γλέντια σε LGBTQ νυχτερινά κέντρα, που όμως κάποια στιγμή θα διακοπεί όταν η Τζι-Να, για λόγους, οπως της εξηγεί, κατάθλιψης, διώχνει από τη ζωή της την Φατιμά, με μια με πληγωμένη καρδιά Φατιμά να προσπαθεί να την ξεχάσει με περαστικές σχέσεις με άλλες λεσβίες στο δεύτερο μέρος: «Χειμώνας»). Με το τρίτο μέρος (και πάλι «Άνοιξη») η επιστροφή της Τζι-Να θα δώσει μια νέα ώθηση στη σχέση τους και θα ενθαρρύνει την Φατιμά να καθορίσει, μια για πάντα, την παρουσία και την απελευθέρωση της απέναντι στη θρησκεία (στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον θρησκευτικό εκπρόσωπο, που, με το δικό του τρόπο, τη βοηθά να αποφασίσει για τη μελλοντική πορεία της) και τη μητέρα της (στη σκηνή που η στάση της αποδεικνύεται πολύ πιο ανοιχτή απ’ό,τι φανταζόταν η Φατιμά.
Το πώς οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν το ναζισμό και την ιδεολογία του, μαζί και το Ολοκαύτωμα, έχει, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, δοθεί με τη δύναμη και τη διεισδυτικότητα που του αξίζει – ανάμεσα στις πιο πετυχημένες ήταν εκείνη της «Ζώνης ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ, βραβευμένης με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών και με το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, πριν από δύο χρόνια.
Να τώρα που η ταινία «Άμρουμ» του γεννημένου στη Γερμανία Τούρκου σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν, με την οποία έκανε έναρξη το τμήμα «Πρεμιέρες των Καννών», κατάφερε να μας δώσει μια το ίδιο δυνατή, πολύ ανθρώπινη, ταινία, γύρω τόσο από τον «καθημερινό φασισμό», όπως θα έλεγε και ο Μιχαήλ Ρομ, όσο και από τη δύσκολη ενηλικίωση μέσα σε μια τέτοια σκοτεινή ατμόσφαιρα.
Η ιστορία, βασισμένη σε ένα σενάριο γραμμένο από τον Ακίν και τον 85χρονο Γερμανό σκηνοθέτη και ηθοποιό Χάρκ Μπομ, βασισμένο σε προσωπικές του εμπειρίες. εκτυλίσσεται στο γερμανικό νησί «Αμρουμ» το 1945, λίγο πριν από το θάνατο του Χίτλερ και το τέλος του Β´ παγκόσμιου πολέμου.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ταινία ενηλικίωσης, του 12χρονου Νάνινγκ, που ζει στο νησί με την πιστή στον Χίτλερ οικογένεια του.
Μέσα από τις διάφορες προσπάθειες του Νάνινγκ να βρει το λευκό ψωμί με βούτυρο και μέλι που δείχνει να θέλει με πάθος η μητέρα του, που περνάει μια περίοδο κατάθλιψης και θλίψης για το θάνατο του Χίτλερ, παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας και τα προβλήματα που αυτή αντιμετωπίζει με συγγενείς και γείτονες, μερικοί από τους οποίους δείχνουν να μην είναι και τόσο ικανοποιημένοι με όσα τους ανάγκασε να υποστούν το Γ´ Ράιχ.
Εκεί που άλλοι νέοι καθώς και ώριμα πρόσωπα (όπως η μητέρα του Νάνινγκ) αγωνίζονται με πάθος να υποστηρίξουν τον Φύρερ και τα σχέδια του, ο Νάνινγκ (εξαιρετικός στο ρόλο ο Τζάσπερ Μπίλερμπεργκ), χάρη στην αγάπη του για τη μητέρα του, αγωνίζεται να της βρει το δυσεύρετο λευκό ψωμί και το βούτυρο που επιθυμεί.
Προσπάθεια που μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε τους κατοίκους και τις ζωή τους, μαζί και τις διάφορες και τις συγκρούσεις, με τον Νάνινγκ να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία συχνά και εχθρότητα από συμμαθητές και γείτονες.
Κάτι που βλέπουμε πως αλλάζει όταν, στη σκηνή όπου ο Νάνινγκ κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει από πνιγμό τον μεγαλύτερης του ηλικίας μαθητή που του έκανε bullying, με την αρχικά το ίδιο εχθρική προς αυτόν φιλενάδα του να είναι η μόνη που τον αποχαιρετά όταν αυτός και η οικογένειά του φεύγουν από το νησί.
Ο Ακίν καταγράφει με λεπτότητα, απλότητα, ειλικρίνεια, με ατόφια συγκίνηση, με ποιητική πάντα διάθεση, χωρίς όμως συναισθηματισμούς, τον μικρόκοσμο του νησιού σε μια περίοδο όπου όλα καταρρέουν, εστιάζοντας στο δύσκολο πέρασμα από την αθωότητα στην ενηλικίωση, με ξεχωριστή φροντίδα στη εικαστική πλευρά της ταινίας του, μέσα στο χώρο του απομονωμένου χωριού, με τη φύση να κυριαρχεί, και που τονίζεται με τρόπο θαυμάσιο από μια, με ψυχρά, έντονα χρώματα, φωτογραφία του Καρλ Βάλτερ Λίντενλάουμπ.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ – Νίνος Φένεκ Μικελλίδης