weather symbol
22
ΚΥΡ 20/4/25 | 11:59
Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζμιχαήλ via youtube

Ο τσολιάς της ζωγραφικής: Πριν 91 χρόνια πέθανε στο Βουναράκι της Λέσβου ο φουστανελάς λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος – «Κρατούσε το πινέλο σα δισκοπότηρο» [videos]

Στην οδό Δήλου στο Βουναράκι, σήμερα, 24 Μαρτίου 2025, ενενήντα ένα ολόκληρα χρόνια από τότε που τα βράχια που προεξέχουν στις άκρες ενός καινούργιου «ντουσιμέ» τα πάτησαν για τελευταία φορά τα γουρουνοτσάρουχα του Θεόφιλου Xατζημιχαήλ.

Στο τέρμα σχεδόν της ανηφόρας που σου κόβει την ανάσα, το σπίτι του. Άγνωστο έως πριν από χρόνια, ακόμη και στους τότε περίοικούς του.

Όταν ο υπογράφων μαζί με έναν Ιάπωνα ερευνητή της ιστορίας του ζωγράφου, φθάσαν στην πόρτα του αποκαλύπτοντας τη μοναδική του ιστορία. Παραδίπλα ήταν το σπίτι της κυρα-Bασιλικής Kοπανέλλη. Ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετρούσε όταν τη βρήκαμε το 1993, να κάθεται εκεί πάνω. Στην οδό Δήλου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί έκανε κι ανέθρεψε 10 παιδιά, εκεί γνώρισε τον Θεόφιλο.

«Kαθόταν μέρα και νύχτα μέσα στο σπίτι», μας είχε πει η κυρα-Bασιλική και η συνέντευξη της δημοσιεύτηκε τότε στην «Ελευθεροτυπία».

«Σαν σουρούπωνε μόνο, συνέχισε, κάποιες φορές, έπαιρνε έναν τουρβά, φόραγε τα γουρουνοτσάρουχα, που τα άφηνε πάντα έξω από την πόρτα του σπιτιού και κατηφόριζε τον ντουσιμέ. Δεν μας μίλαγε ποτέ. Στα μωρά μόνο χαμογελούσε. Tη φωνή του δεν την ακούγαμε. Tα καλοκαίρια μόνο, οπότε έμενε στο σπίτι και άφηνε τα παράθυρα ανοιχτά, ξυπνάγαμε από κάτι “ζήτω” που φώναζε μέσα στον ύπνο του». Tο σπίτι του Θεόφιλου. Εδώ έζησε τις τελευταίες του ώρες ο… «μεγάλος» Θεόφιλος.

«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά του». Ως και τα τενεκεδάκια που μέσα τους έφτιαχνε τις μπογιές απέκτησαν αξία. «Mε έστελνε η μάνα μου –είχε πει η κυρα-Bασιλική– να του πάω φαΐ. Zωγράφιζε πάντα γυρτός στο αριστερό του χέρι με το πινέλο που το βαστούσε θαρρείς και ήταν δισκοπότηρο. Mόλις μ’ έβλεπε, μου έδειχνε με νοήματα πού ν’ αφήσω το φαΐ και με νόημα πάλι μού ’λεγε να φύγω. Mέρα-νύχτα ζωγράφιζε. Πότε με τον ήλιο, πότε με τη λάμπα».

Zωγράφιζε μέρα-νύχτα ο γερο-Θεόφιλος. Zωγράφιζε. Όχι πια ντουβάρια, αλλά τελάρα.

«Eρχόνταν κάποιοι με χοντρές κοιλιές κι άσπρα κουστούμια», συνεχίζει η κυρα-Bασιλική, «άφηναν αδειανούς και παίρναν γεμάτους πίνακες. Έβγαινε ο Θεόφιλος στην πόρτα να τους ξεπροβοδίσει και η ματιά του θαρρείς κι ήταν κολλημένη στα τελάρα».

  • Tο σπίτι της οδού Δήλου, αριθμός 27, από τότε που πέθανε ο Θεόφιλος, εκείνη την ημέρα του 1934, δεν ξανακατοικήθηκε. Κινδύνεψε ως και να κατεδαφιστεί. Δήμος και κράτος έλεγαν πως θα ασχοληθούν μαζί του μα εις μάτην. Σταματούσαν στις καλές προθέσεις.

Πριν από χρόνια αγοράστηκε από κάποιον ιδιώτη και μετατράπηκε σε χώρο πολιτισμού. Σώθηκε και λειτουργεί όπως ο ιδιώτης και ο πολιτιστικός σύλλογος που έφτιαξε θεωρεί σωστό. Καλό ή κακό, ετούτο θα το κρίνει η ιστορία…

H κυρα-Bασιλική πέθανε υπέργηρη πια το 2001. Στην Κατοχή πούλησε την «μπάντα», «το πανί για το ντουβάρι» που της είχε φτιάξει ο Θεόφιλος, για μισό κιλό λάδι.

«Έπρεπε να ζήσω τα παιδιά μου», λέει. Λογικό είναι λες στις μέρες μας, λογικό ήταν και τότε. «Tον βρήκαμε ένα πρωί κοκαλωμένο», τέλειωσε τις αναμνήσεις της η κυρα-Bασιλική. «Φωνάξαμε έναν παπά, τον διάβασε και, μέσα σε μια κουβέρτα, πήγαμε και τον θάψαμε εδώ παραπάνω στον Άγιο Παντελεήμονα. Καλός άνθρωπος ήταν. Στόμα είχε και μιλιά δεν είχε. Θεός σχωρέσ’ τον, τον μπάρμπα Θεόφιλο. Θεός σχωρέσ’ τον…».

Ήταν παραμονή λέει της 25ης Μαρτίου του 1934. Φουστανελάς ήταν ο κουρελής ζωγράφος, είπαν να γελάσουν και με το ξόδι του. Έγραψαν στο δημοτολόγιο πως πέθανε ανήμερα της γιορτής των άλλων φουστανελάδων που τρελοί κι αυτοί τα βάλανε με το Σουλτανάτο. Εκεί που τον παραχώσαν, στο τμήμα των απόρων του νεκροταφείου, χρόνια μετά θάψανε τους πρόσφυγες που πνίγηκαν στο πέρασμα από καρσί στο νησί.

Στο Μουσείο Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

«Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ δεν ζωγράφιζε για ένα πιάτο φαί. Ζωγράφιζε γιατί έτσι έκανε αυτό που ήθελε. Κι επειδή δεν τον πλήρωναν ζητούσε τουλάχιστον το φαγητό της ημέρας» λέει, μιλώντας στο ΑΠΕ ΜΠΕ, η υπάλληλος του Δημοτικού Μουσείου Θεοφίλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης Ράνια Μακροπούλου.

Η κ. Μακροπούλου μας ξεναγεί 24 Μαρτίου, ανήμερα της 91ης επετείου του θανάτου του μεγάλου λαϊκού ζωγράφου στο μικρό μουσείο που έφτιαξε το 1964, ο γνωστός τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης Teriade για να στεγάσει τα έργα του «φουστανελά» ζωγράφου. Στη Βαρειά, ένα προάστιο της Μυτιλήνης, όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, στο «Θεοφράστειο» ελαιώνα όπου βρισκόταν και η πατρογονική οικία του.

  • Το 1965 το Μουσείο μαζί με 86 πίνακες από την ιδιωτική του συλλογή δωρίσθηκαν στο Δήμο της Μυτιλήνης και από τότε λειτουργεί ως Δημοτικό Μουσείο.

Για την απόκτηση της συλλογής αυτής ο ίδιος ο Τεριάντ είχε πει:

«[…]Μια μέρα στις αρχές του 1928, βρέθηκα στο ατελιέ του Γουναρόπουλου στο Παρίσι. Εκεί βρισκόταν ακουμπισμένη πάνω σ’ ένα τραπέζι η φωτογραφία ενός έργου λαϊκού ζωγράφου που μου τράβηξε αμέσως την προσοχή και ρώτησα τον Γουναρόπουλο αν ήξερε ποιος ήταν αυτός που είχε κάνει το έργο. Ο Γουναρόπουλος, σχεδόν αδιάφορα, μου απήντησε: ‘Ένας γνωστός μου συλλέκτης από τον Βόλο μου έστειλε την φωτογραφία. ‘Αλλες λεπτομέρειες δεν ξέρω’.

Έφυγα από το ατελιέ του Γουναρόπουλου χωρίς να μάθω ούτε το όνομα, ούτε την καταγωγή του έργου της φωτογραφίας.

Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να μάθω τίποτα.

Καμία υποψία, ότι ο ζωγράφος αυτός ήταν από τη Μυτιλήνη. Ύστερα από τρία τέσσερα χρόνια κατέβηκα στην Ελλάδα και πήγα στη Μυτιλήνη να δω τον πατέρα μου. Ένα απόγευμα, μπαίνοντας σ’ ένα καφενείο, είδα μια ζωγραφιά πάνω σ’ ένα τοίχο που μου θύμισε το έργο της φωτογραφίας. Ζήτησα πληροφορίες από τους θαμώνες. ‘Είναι ένας αλήτης -μου είπαν- που τριγυρνάει στα χωριά και ζωγραφίζει στα καφενεία για ένα ποτήρι κρασί’. Τότε, για καλή μου τύχη, είχε σταματήσει τις περιπλανήσεις του κι είχε εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Φυσικά έσπευσα να τον συναντήσω. Θυμάμαι, αισθάνθηκα μεγάλη έκπληξη, όταν τον πρωτογνώρισα. Ήταν τόσο γραφικός έτσι όπως ήταν ντυμένος και τόσο αγνός.

Του ζήτησα να μου κάνει έργα, γιατί φοβόμουνα πως εκείνα που είχε κάνει στους τοίχους θα εξαφανιζόντουσαν αργότερα. Τα έργα του μου άρεσαν πολύ, είχαν μια δροσιά, αλλά και κείνη την ποιότητα που μόνο στις αληθινές καλλιτεχνικές δημιουργίες συναντάει κανείς.

Ως το θάνατο του έκανε έργα που τα έδινε στον πατέρα μου…[…]».

Το Μουσείο Θεοφίλου έργο του αρχιτέκτονα Γιώργου Γιαννουλέλλη, είναι κτισμένο με μυτιληνιά ηφαιστειογενή πέτρα, αποτελείται από τέσσερις συνεχόμενες αίθουσες. Τα θέματα των πινάκων την πρώτη έκθεση των οποίων επιμελήθηκε Γιάννης Τσαρούχης, είναι παρμένα από την ιστορία, τη μυθολογία, τη λαογραφία.

Αναπαριστούν επίσης σκηνές από την καθημερινή ζωή, ενδυμασίες, τοπία κ.ά. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν οι πίνακες του μεγάλου καλλιτέχνη που αναφέρονται στη Λέσβο. Τοπιογραφίες, σκηνές της καθημερινής και αγροτικής ζωής, όπως το μάζεμα της ελιάς, ο θέρος, το ψάρεμα αναπαριστούν με τον πιο γλαφυρό και περιγραφικό τρόπο τη Λέσβο των αρχών του 20ου αιώνα.

  • Ο ζωγράφος Θεόφιλος (1867-1934) θεωρείται ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς Έλληνες λαϊκούς ζωγράφους. Γεννημένος στη Βαρειά της Λέσβου, ο ζωγράφος Θεόφιλος επέδειξε σε νεαρή ηλικία ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, πάνω στη οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον αγιογράφο παππού του.

Η ζωγραφική είναι αυτή που τον οδήγησε, παιδί ακόμα, στη Σμύρνη, που για την εκεί ζωή του πολλά «θρυλούνται», χωρίς σχεδόν τίποτα να ‘ναι βεβαιωμένο, εκτός απ’ το γεγονός ότι εκεί βρίσκει το κατάλληλο κλίμα για να εκδηλώσει ελεύθερα την κλίση του στη ζωγραφική και να δημιουργήσει έτσι την πρώτη περίοδο του έργου του η οποία είναι εντελώς άγνωστη. Από τη Σμύρνη ο Θεόφιλος φεύγει για να βρεθεί στο Πήλιο, όπου επί 30 χρόνια, μέσα στη φτώχεια και τη μιζέρια, περιπλανάται στα χωριά, ντυμένος άλλοτε Τσολιάς κι άλλοτε Μεγαλέξανδρος, αφηγούμενος απορίες των απελευθερωτικών αγώνων του Έθνους, παίζοντας θέατρο και δημιουργώντας τη θαυμάσια ζωγραφική της δεύτερης περιόδου, μέσα σ’ έναν κόσμο που τον περιγελούσε, τον πείραζε και που εκείνος όμως αγαπούσε με μια απέραντη ανεξικακία.

 

 

Μετά την απελευθέρωση της Λέσβου το 1912, επιστρέφει στη Μυτιλήνη για να ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωγραφικής του και να δημιουργηθεί η τρίτη και τελευταία περίοδο της ζωγραφικής του μέχρι το Μάρτιο του 1934 οπότε και πεθαίνει. Μιας ζωγραφικής που την χαρακτηρίζει η ζωντάνια, η δροσιά, ο αυθορμητισμός, η χρωματική ευφορία. Μια ζωγραφική στην οποία ανακατεύονται συχνά μ’ ένα τρόπο διασκεδαστικό, αλλά ταυτόχρονα και συγκινητικό, ερωτευμένες κοπέλες, παλικάρια, πόλεμοι, ναυμαχίες, ειδυλλιακές σκηνές.

‘Οσοι ασχολήθηκαν με τις ζωγραφιές του Θεόφιλου υπογράμμισαν, με ιδιαίτερη έμφαση, τις καθαρά ζωγραφικές αρετές του έργου του: Τη χρωματική του ποιότητα. Τον πλούτο των χρωμάτων και των σπάνιων τόνων τους. Τη λεπτότητα και την ευγένεια των τόνων αυτών. Και τέλος τη θαυμάσια χρήση του ελληνικού φωτός.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ/Στρατής Μπαλάσκας

ΔιαβάστεΕπίσης