
ΣΧΟΛΙΑ-ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
04/03/2025 | 10:05
Γιατί η Ελλάδα δεν ζητάει από το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει και τα κλεμμένα γλυπτά από τον Παρθενώνα της Πελοποννήσου; [εικόνες, videos]
Κρυμμένος μέσα στα Αρκαδικά βουνά, το Κωτίλιον, το Λυκαίο, το Τετράτζι και το Ελάιον βρίσκεται σε υψόμετρο 1.131 μ. ένας από τους σημαντικότερους ναούς της ελληνικής αρχαιότητας, ο Ναός του Επικουρίου Απόλλωνα στις Βάσσες, στη Φιγάλεια Αρκαδίας.
Eίναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας. Αφιερώθηκε από τους Φιγαλείς στον Απόλλωνα διότι τους βοήθησε να ξεπεράσουν μια επιδημία πανώλης. Ο ναός υψώνεται στο κέντρο της Πελοποννήσου, πάνω στα βουνά μεταξύ Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας και βρίσκεται 14 χλμ. νότια της Ανδρίτσαινας και 11 χλμ. βορειοανατολικά των Περιβολίων. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Ανδρίτσαινας -Κρεστένων.
Ο ναός ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. (420-410 π.Χ;) και αποδίδεται στον Ικτίνο, τον αρχιτέκτονα του Παρθενώνα. Το μνημείο αυτό, ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας ήταν το πρώτο στην Ελλάδα που ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1986.
Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους: J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted και έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο.
- Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του άγγλου αντιβασιλιά πρίγκηπα Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν .
Αυτό το οποίο προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα έως σήμερα δεν έχει εντάξει τις αυταπόδεικτα κλεμμένες αυτές αρχαιότητες στο κεντρικό της αίτημα για επιστροφή από το Βρετανικό Μουσείο των Γλυπτών που της ανήκουν δικαιωματικά και επικεντρώνει τη συζήτησή της μόνον στα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Πρόκειται για μια εξίσου σημαντική κληρονομιά των Ελλήνων που αυτοδίκαια πρέπει να επιστρέψει στη χώρα για να εκτεθεί είτε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, είτε ακόμη και μουσειακό χώρο που θα διαμορφωθεί ειδικά για τον σκοπό αυτό μέσα στο εμβληματικό σημείο του ναού.
- Απόσπασμα της κλεμμένης ζωφόρου του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
- Απόσπασμα της κλεμμένης ζωφόρου του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
- Απόσπασμα της κλεμμένης ζωφόρου του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
Η ζωφόρος Bassai είναι το ψηλό ανάγλυφο μαρμάρινο γλυπτό σε 23 πάνελ, μήκους 31 μέτρων επί 63 εκ. ύψους (102 πόδια x 2 πόδια). Τα 23 τετράγωνα της ζωφόρου που έτρεχαν γύρω από το εσωτερικό του ναού δείχνουν τη μάχη μεταξύ των Ελλήνων και των Αμαζόνων και των Λαπιθών και των Κενταύρων.

Τα κλεμμένα εκθέματα από τον ναό του Επικούριου Απόλλωνα Πηγή εικόνας Βρετανικό Μουσείο
Αυτή η ζωφόρος εκτίθεται στο επάνω επίπεδο της αίθουσας 16 του Βρετανικού Μουσείου. Στο κάτω επίπεδο διακρίνονται τα ερείπια μερικών από τις 12 γλυπτές μετόπες που διακοσμούσαν τη δωρική ζωφόρο της βόρειας και νότιας βεράντας.
Σημειώνεται ότι η σωστή ορθογραφία της λέξης “επικούριος” είναι με “ι” και όχι “επικούρειος”, καθώς προέρχεται από το ότι στην αρχαιοελληνική μυθολογία ο Απόλλωνας είχε επικουρήσει την περιοχή και όχι από τον Επίκουρο και τους επικούρειους (π.χ. πυθαγόρειος: από τον Πυθαγόρα), ενώ η γραφή αυτή χρησιμοποιείται ήδη από τον Παυσανία.
Τι έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης
«…Περνάς ένα ξεροπόταμο ισκιωμένο με πλατάνια, λουλουδισμένο με λυγαριές (1), ανεβαίνεις ένα αυστηρό βουνό, μοσκομυρισμένο με θρούμπα και θυμάρι (2), χωρίς χωριό, χωρίς ανθρώπους, χωρίς κατσίκες και πρόβατα, έρημο (3). Και ξάφνου σ` ένα απογύρισμα του βουνού, υψώνεται αναπάντεχα μπροστά σου ο ξακουστός ναός του Απόλλωνα στις Βάσες (4), στην καρδιά της Πελοπόννησος. Ευτύς ως τον αντικρίσεις, καμωμένος όπως είναι με τις ίδιες γκρίζες πέτρες του βουνού, νιώθεις τη βαθιάν ανταπόκριση του τοπίου και του ναού( 5). Σαν ένα κομμάτι του βουνού, πέτρα από την πέτρα του, φαντάζει ο ναός, αξεχώριστα σφηνωμένος ανάμεσα στους βράχους, βράχος κι αυτός, μα βράχος που πέρασε από πάνω του το πνέμα. Έτσι πελεκημένες και τοποθετημένες οι κολόνες τούτες του ναού εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημίας. Θαρρείς πως είναι η κεφαλή του τοπίου, η ιερή γυροτραφισμένη περιοχή, όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του.( 6)…»
Νίκος Καζαντζάκης (1883- 1957), « Αναφορά στον Γκρέκο» σ. 196-198. κεφ. ΙΖ, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, 6η έκδοση, Αθήνα.
Πάνω σε προϋπάρχοντα ναό
Η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι ο Ναός είναι θεμελιωμένος πάνω σε άλλο προϋπάρχοντα αρχαϊκό Ναό του θεού Απόλλωνα. Ο Ναός αυτός είχε ιδρυθεί από του Φιγαλείς, ίσως μετά το 659 π.χ.
Σ’ αυτό το ναΐδριο υπήρχε ένα θαυματουργό ξόανο, δηλαδή ένα ξύλινο λατρευτικό άγαλμα άτεχνο, του Βασσίτα Απόλλωνα. Η προσωνυμία του Θεού σχετίζεται με το χωρίο της περιοχής Βάσσαι (Βάσσα και Βήσσα = χούνη, φαράγγι). Ταλαιπωρημένοι από κάποιο λοιμό οι Φιγαλείς, ήρθαν να προσευχηθούν σ’ αυτό το θαυματουργό ξόανο, για να θεραπευθούν. Η μετακίνηση έκανε το θαύμα της και τους θεράπευσε, αφού έφυγαν από τη νοσηρότητα της περιοχής τους για κάποιο διάστημα και έμειναν στον καθαρό αέρα και το ζωογόνο ήλιο.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός αποφάσισαν να κτίσουν τον καινούριο και μεγάλο ναό τους στη θέση του παλιού ναού, τον αφιέρωσαν στον Απόλλωνα και τον ονόμασαν Επικούριο, γιατί ήρθε ως επικουρία στο θανατηφόρο λοιμό. Υπήρχε και άλλος λόγος που οι Φιγαλείς κτίσανε αυτό το αριστούργημα. θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των άλλων πόλεων, που έφτιαχναν μεγαλοπρεπή μνημεία. Κάλεσαν, λοιπόν, τον ίδιο αρχιτέκτονα που έφτιαξε τον Παρθενώνα, τον Ικτίνο, και του ανάθεσαν να τους κάνει σε αυτή τη θέση ένα μεγάλο ναό, για να τοποθετήσουν το θαυματουργό ξόανο του Βασσίτα Απόλλωνα.
Ο κλασικός ναός είναι θεμελιωμένος πάνω στο φυσικό βράχο του όρους Κωτιλίου σε ειδικά διαμορφωμένο γήπεδο. Η τοποθεσία του ναού ονομαζόταν στην αρχαιότητα Βάσσαι (μικρές κοιλάδες) και φιλοξενούσε από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιερό του Απόλλωνος Βασσίτα που είχαν ιδρύσει οι γειτονικοί Φιγαλείς, οι οποίοι λάτρευαν τον θεό με την προσωνυμία Επικούριος δηλαδή βοηθός, συμπαραστάτης στον πόλεμο ή στην αρρώστια.
Ο πρώτος ναός γνώρισε και μεταγενέστερες φάσεις, γύρω στο 600 και γύρω στο 500 π.Χ., από τις οποίες σώζονται πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη. Η μετάβαση στον Ναό του Επικουρίου Απόλλωνα γίνεται από το παραλιακό χωριό Θολό, μέσω Νέας Φιγάλειας (Φιγαλείας) Ηλείας κατά μήκος του ποταμού Νέδα.
Αρχιτεκτονική και διάκοσμος

1 = Οπισθόδομος, 2 = Άδυτον, 3 = Σηκός, 4 = Πρόναος
Ναῶν δ’ ὅσοι πελοποννησίοις εἰσί, μετά γε τόν ἐν Τεγέᾳ προτιμῷτο οὗτος ἄν τοῦ λίθου τε ἐς κάλλος καί τῆς ἀρμονίας ἕνεκα.
Παυσανίας VIII, 41,8
Ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας που τον επισκέφθηκε, τον θεώρησε δεύτερο, μετά τον της Τεγέας, ναό της Πελοποννήσου “ἐς κάλλος καὶ τῆς ἁρμονίας ἕνεκα”. Ο ναός ξεχωρίζει από τους υπολοίπους κλασικούς ναούς της αρχαιότητας γιατί δεν έχει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορά προς νότο λόγω οικονομίας του χώρου ή για λατρευτικούς λόγους που συνδέονται με τις παραδόσεις των Αρκάδων μιας και άλλοι ναοί της περιοχής φέρουν ίδιο προσανατολισμό.
Ο ναός συνδυάζει αρχαϊκά, κλασικά και παραδοσιακά αρκαδικά χαρακτηριστικά. Έτσι προσφέρει ένα ελκυστικό μείγμα του παλιού και του νέου, του αγροτικού και του εκλεπτυσμένου. Η επιμήκης περίπτερη δομή (39,87 × 16,13 μέτρα) είναι κατασκευασμένη κυρίως από γκρίζο ασβεστόλιθο τοπικής προέλευσης.
Η εξωτερική κιονοστοιχία του εξάστηλου ναού ακολουθεί έναν εξαιρετικά αυστηρό δωρικό ρυθμό (οι μετόπες δεν είναι λαξευμένες). Όμως στο εσωτερικό, έξοχης ποιότητας γλυπτική συνταιριάζεται με έναν πιο περίτεχνο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Το εμπρόσθιο τμήμα του προνάου και του οπισθοδόμου με δύο κίονες εν παραστάσει (in antis) αναδιατυπώνουν τον δωρικό ρυθμό.
Χαρακτηρίζεται λοιπόν ως ναός δωρικός, δίστυλος εν παραστάσει περίπτερος. Αντιθέτως, στον σηκό μια σειρά εντοιχισμένων ιωνικών κιόνων στέκονται απέναντι σε χαμηλούς τοίχους στήριξης. Στο νότιο τμήμα όπου βρίσκεται το άδυτο, οι δύο τελευταίοι ιωνικοί κίονες του σηκού στέκονται στο μακρινό άκρο λοξών τοίχων, ενώ ανάμεσά τους βρίσκεται ένας κορινθιακός κίων, μόνος στο κέντρο του ναού. Το κιονόκρανο του κίονα αυτού αποτελεί «το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα και θεωρείται πρότυπο για όλα τα “Κορινθιακά” μνημεία του ελληνικού, ρωμαϊκού και μεταγενέστερων πολιτισμών».
Η διακόσμηση είναι αξιοσημείωτη ειδικά λόγω των διαφορετικών υλικών που χρησιμοποιούνται: οι τοίχοι, οι βάσεις και οι κίονες είναι από ασβεστόλιθο, τα ιωνικά κιονόκρανα και το κορινθιακό κιονόκρανο είναι από μάρμαρο Δολιανών όπως και οι λαξευτές μετόπες της εξωτερικής ζωφόρου του κυρίως ναού, οι βάσεις της ιωνικής ζωφόρου στο εσωτερικό του τεμένους, τα ερείσματα και τα κεραμίδια της οροφής.
- Ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
- Ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
- Ο Ναός του Επικούριου Απόλλωνα Hellas Journal
Η κλεμμένη Ζωφόρος
Στις αρχές του 19ου αιώνα η ζωφόρος ανασκάφηκε από τα ερείπια και δόθηκε προς πώληση. Τελικά αγοράστηκε από την βρετανική κυβέρνηση με αποτέλεσμα σήμερα να εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ εκμαγεία του εκτίθενται από το 1963 στη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας. Στην αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική η ζωφόρος κοσμούσε το εξωτερικό του ναού αλλά στις Βάσσες η ζωφόρος περιέτρεχε το εσωτερικό του σηκού.
- Η ζωφόρος αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή (διακρίνεται από τη λεοντή του) και τις Αμαζόνες και την μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Το δεύτερο ήταν συχνό θέμα στην αρχαιοελληνική τέχνη και εμφανίζεται στις μετόπες του Παρθενώνα. Εδώ οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν στους Κενταύρους.
Αν και η απόδοση αυτής της ζωφόρου είναι ανομοιογενής στην ποιότητα, δραματική ζωηρότητα και βίαιη κίνηση διέπουν το όλο σχέδιο. Τα υπερβολικά στροβιλιζόμενα ενδύματα των Λαπιθών γυναικών και των Αμαζόνων απηχούν και ενισχύουν την αίσθηση της κίνησης που χαρακτηρίζει τις ίδιες τις μορφές. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών ορισμένοι μελετητές παραλλήλισαν τη σύνθεση αυτή με στοιχεία του μπαρόκ. Τη ζωφόρο ίσως φιλοτέχνησε ο γλύπτης Παιώνιος, δημιουργός της περιφημης Νίκης που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Ανασκαφές
Ο ναός παρέμεινε σε χρήση κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια όπως φαίνεται από τις επιδιορθώσεις που δεχόταν η κεραμοσκεπή. Με την κατάρρευση της στέγης λόγω της φθοράς των ξύλινων δοκαριών της επήλθε η πρώτη σημαντική καταστροφή. Η ανθρώπινη επέμβαση ήταν ένας άλλος φθοροποιός παράγοντας.
Το 1765 ο ναός ταυτίσθηκε επιτυχώς από το Γάλλο αρχιτέκτονα J. Bocher. Το 1812 διενεργήθηκαν οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές από τους γνωστούς από την λεηλασία τον προηγούμενο χρόνο του γλυπτού διακόσμου του ναού της Αφαιας Αθηνας της Αίγινας, αρχαιοκάπηλους J. Foster, C. R. Cockerell, K. H. von Hallerstein, G. Gropius, J. Linckh, O. M. Stackerlberg, και P. O. Brondsted έφεραν στο φως τις πλάκες της ζωφόρου και το κορινθιακό κιονόκρανο.
Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο, με τη συγκατάθεση του Βελή πασά, που είχε δωροδοκηθεί για το σκοπό αυτό. Το 1814 η ζωφόρος αγοράστηκε με εντολή του Αγγλου αντιβασιλέως Γεωργίου και το 1815 κατέληξε στο Βρεταννικό Μουσείο. Ο Άγγλος διανοούμενος Christian Muller χαρακτήρισε την υφαρπαγή των μνημείων πράξη βανδαλισμού, αντίστοιχη με αυτή του λόρδου Έλγιν[8].
- Το 1902 έγινε συστηματική ανασκαφή της περιοχής από την πρώτη Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών υπό τους αρχαιολόγους Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη, Κωνσταντίνο Ρωμαίο και Παναγή Καββαδία. Περαιτέρω ανασκαφές έλαβαν χώρα το 1959, 1970 και 1975-80 υπό την διεύθυνση του Ν. Γιαλούρη.
Το 1975 δημιουργήθηκε η Επιτροπή Συντηρήσεως του Ναού του Επικουρίου Απόλλωνος με καθήκοντα τον προγραμματισμό και τη σύνταξη μελετών συντήρησης και αναστήλωσης. Το 1982 η Επιτροπή ανασυστάθηκε και το Υπουργείο Πολιτισμού ανέλαβε την αποκατάσταση του μνημείου.
Το σαθρό έδαφος στο οποίο είναι χτισμένος, οι ψυχρές κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή και το ασβεστολιθικό υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένος, επέβαλαν τη μόνιμη κάλυψη του ναού με στέγαστρο από το 1987.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου το στέγαστρο, το αντισεισμικό ικρίωμα, καθώς και οι άλλες εγκαταστάσεις, θα απομακρυνθούν μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων επεμβάσεων.
Με πληροφορίες από Wikipedia, figalos.blogspot, mixanitouxronou, British Museum