ΑΜΥΝΑ
03/02/2025 | 10:43
Η ακτινογραφία της σταδιακής αναθέρμανσης των διπλωματικών και στρατιωτικών σχέσεων Γαλλίας – Τουρκίας
Οι γαλλοτουρκικές σχέσεις θερμαίνονται σταδιακά. Τον περασμένο Νοέμβριο, η φρεγάτα Courbetέκανε επιχειρησιακό σταθμό στην Κωνσταντινούπολη, σαν να είχε «ξεχαστεί» το περιστατικό που είχε λάβει χώρα τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Πιο πρόσφατα, η Αθήνα απαίτησε εξηγήσεις από το Παρίσι σχετικά με την πιθανή πώληση πυραύλων αέρος-αέρος Meteor στην Άγκυρα, οι οποίοι θα μπορούσαν να εξαλείψουν το πλεονέκτημα που απέκτησε η πολεμική της αεροπορία έναντι των αντίστοιχων τουρκικών χάρη στα Rafale.
Στη συνέχεια, στα τέλη Ιανουαρίου, δημοσιεύθηκε μια έκθεση που συντάχθηκε από πέντε γερουσιαστές της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί πρόσφατα την Τουρκία [συγκεκριμένα οι Christian Cambon, Olivier Cigolotti, Nicole Duranton, Sylvie Goy-Chavent και Jean-Marc Vayssouze-Faure], τασσόμενη υπέρ της «ενίσχυσης των γαλλοτουρκικών σχέσεων προκειμένου να υπάρξει κοινή δράση για την ειρήνη».
«Τα μέλη της αντιπροσωπείας θεωρούν ότι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών θα πρέπει να αποτελέσει στόχο προτεραιότητας στα πλαίσια της επέκτασης του πολιτικού διαλόγου που ξεκίνησε εκ νέου κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης της Γερουσίας», υποστήριξαν οι εισηγητές, προσθέτοντας ότι «αυτή η αναγκαία εμπιστοσύνη, που βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και την αναγνώριση του ουσιαστικού ρόλου των δύο χωρών στη Μεσόγειο, πρέπει να εδραιωθεί με σθεναρές αποφάσεις για την οικονομική, στρατιωτική, πολιτιστική, εκπαιδευτική και αποκεντρωμένη συνεργασία, καθώς και με την επιβεβαίωση των κοινών πεποιθήσεων όσον αφορά στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την επιθυμία επίλυσης των περιφερειακών συγκρούσεων μέσω του διαλόγου και της αναζήτησης δίκαιων και ισότιμων συμβιβασμών».
Η έκθεση υποστηρίζει, επίσης, ότι «η εμπιστοσύνη μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας […] πρέπει να ενισχυθεί στη διμερή στρατιωτική συνεργασία, η οποία απαιτεί το υψηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης και αποτελεί προτεραιότητα για τους Τούρκους συνομιλητές». Αυτό συνέβη με τον στρατηγό Ikay Altýndað, γενικό διευθυντή ασφαλείας του υπουργείου Άμυνας.
Σύμφωνα με τους εισηγητές, ο στρατηγός Altýndað επεσήμανε ότι «η Τουρκία έχει συνάψει μια σειρά από συμφωνίες συνεργασίας με ευρωπαϊκά κράτη – ιδίως με την Ισπανία για τα ελικοπτεροφόρα και με τη Γερμανία για τα υποβρύχια – ενώ πρόσθεσε ότι σχεδιάζει να ξεκινήσει νέα προγράμματα, ιδίως για υποβρύχια drones».
Επιπλέον, προσθέτουν, ο στρατηγός Altýndað «ζήτησε την επανεκκίνηση ανταλλαγών με τη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών [DGA] προκειμένου να εξεταστεί σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να ξεκινήσει συνεργασία μεταξύ τουρκικών και γαλλικών εταιρειών λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα σχέδια της Τουρκίας».
Η έκθεση θεωρεί ότι θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να «διεξαχθεί μια κοινή στρατηγική επισκόπηση προκειμένου να εξεταστούν τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος και να σηματοδοτηθεί έτσι ότι πράγματι έχει “γυρίσει η σελίδα“». Το μέλλον της πολεμικής αεροπορίας θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά τα «θέματα κοινού ενδιαφέροντος». Τουλάχιστον, αυτό πρότειναν αξιωματούχοι της τουρκικής Προεδρίας Αμυντικών Βιομηχανιών [το αντίστοιχο της DGA] όταν συναντήθηκαν με την αντιπροσωπεία της Γερουσίας.
Η έκθεση περιγράφει συζητήσεις που «επέτρεψαν να αξιολογηθούν η ποικιλομορφία και η τεχνογνωσία των τουρκικών εξοπλιστικών εταιρειών, οι οποίες παρέχουν στη χώρα ένα ευρύ φάσμα drones, πυραύλων και τεθωρακισμένων οχημάτων».Οι εν λόγω αξιωματούχοι, συνεχίζει η έκθεση, «ανέφεραν, επίσης, ότι η Τουρκία επιθυμεί να αναπτύξει ένα μαχητικό 5ης ή και 6ης γενιάς» και ότι «ενδιαφέρεται να συμβάλει στο FCAS [Future Air Combat System], υπενθυμίζοντας ότι ήταν εταίρος στα προγράμματα Cougar και A400M».
Δεδομένου ότι αναπτύσσει επί του παρόντος ένα μαχητικό αεροσκάφος που θεωρείται 5ης γενιάς [το «Kaan»] με βρετανική υποστήριξη, μέσω της συμμετοχής της BAE Systems και της Rolls-Royce, η Τουρκία θα ήθελε πιθανώς να είχε προσκληθεί να συμμετάσχει στο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Αεροπορικής Μάχης [GCAP], του οποίου ηγούνται το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία και η Ιαπωνία. Αλλά το γεγονός ότι ο στρατηγός Altýndað ανέφερε την τρέχουσα συνεργασία με την Ισπανία και τη Γερμανία σίγουρα δεν είναι αμελητέας σημασίας… δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες συμμετέχουν στην ανάπτυξη του FCAS μαζί με τη Γαλλία.
Σε κάθε περίπτωση, αν και το Βέλγιο έγινε πρόσφατα δεκτό ως χώρα παρατηρητής, δεν τίθεται θέμα ανοίγματος του FCAS σε άλλους εταίρους προς το παρόν – καταλήγει το δημοσίευμα.