ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ
01/01/2025 | 12:06
«Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους»: Μια λαμπερή έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη που μας ξεναγεί στα πιο μύχια μυστικά μιας τέχνης χωρίς προηγούμενο
Η πιο λαμπερή έκθεση, που ξεκίνησε την περασμένη χρονιά και συνεχίζεται τη νέα, είναι αναμφισβήτητα η «Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους», η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού έως τα τέλη Απριλίου 2025.
Και αυτό όχι μόνο γιατί αφορά το πιο «αθάνατο» μέταλλο κοσμημάτων, τον χρυσό, αλλά κι επειδή δείχνει με πρωτότυπο τρόπο τα πιο μύχια μυστικά μιας τέχνης που δεν είχε προηγούμενο: της κοσμηματοτεχνίας της ελληνιστικής περιόδου.
«Η αρχική ιδέα διαμορφώθηκε πριν από 8 περίπου χρόνια όταν πρωτοσυνεργάστηκα με τον Άκη Γκούμα, κοσμηματοποιό και μελετητή των τεχνικών της αρχαίας ελληνικής κοσμηματοτεχνίας. Του πρότεινα να ανακατασκευάσει τμήματα του διαδήματος από τον Θησαυρό της Θεσσαλίας, ένα πολύτιμο και βαρύτιμο διάδημα, εξαιρετικά σύνθετης κατασκευής. Ο Άκης Γκούμας, σε διάστημα 3,5 περίπου χρόνων, ανακατασκεύασε τμήμα της πλεκτής αλυσίδας και το ένα από τα δυο πλακίδια, τα οποία εκτίθενται στην ενότητα της τεχνολογίας. Δηλαδή στην έκθεση παρουσιάζεται το αποτέλεσμα και εν τοις πράγμασι, αλλά και στο βίντεο που καταγράφει το αποτέλεσμα της πειραματικής διαδικασίας και προβάλλεται στο τέλος της αίθουσας», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ειρήνη Παπαγεωργίου, αρχαιολόγος, επιμελήτρια του τμήματος Προϊστορικών, Αρχαίων Ελληνικών και Ρωμαϊκών Συλλογών του Μουσείου Μπενάκη και επιμελήτρια της έκθεσης «Τέχνη σε χρυσό. Το κόσμημα στους ελληνιστικούς χρόνους».
Όπως εξηγεί η ίδια, «αναατασκευές ελληνιστικών κοσμημάτων έχουν γίνει και από άλλους, όμως με σύγχρονα εργαλεία. Η διαφορά -και σε αυτό καινοτομούμε ως προς την ανακατασκευή- είναι ότι παρατηρήσαμε τα ίχνη των αρχαίων εργαλείων πάνω στο πρωτότυπο κόσμημα και με βάση αυτά κατασκευάστηκαν τα εργαλεία που παρουσιάζονται στην έκθεση και χρησιμοποιήθηκαν στην πειραματική εφαρμογή. Αυτή η συνεργασία, λοιπόν, δημιούργησε πολλά ερωτηματικά στα οποία ήθελα να απαντήσω, πάντα σχετικά με την τεχνογνωσία και τις τεχνικές κατασκευής των ελληνιστικών κοσμημάτων. Γιατί τα ελληνιστικά κοσμήματα, στο διάστημα 323 π.Χ. έως 30 π.Χ. που είναι τα συμβατικά όρια της ελληνιστικής περιόδου, φτάνουν στο απόγειο της ακμής τους. Η κοσμηματοποιία αυτή δεν νομίζω ότι επαναλήφθηκε ποτέ στους μετέπειτα αιώνες για τον ελλαδικό χώρο», επισημαίνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, που προσεγγίζοντας το κόσμημα της συγκεκριμένης εποχής αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να παρουσιάσει μια «ανάγνωσή» του όχι με τον συμβατικό τρόπο.
Και γιατί μόνο χρυσά κοσμήματα; «Γιατί αναγκαστικά στην ελληνιστική περίοδο η μεγάλη ποσότητα των κοσμημάτων της ελίτ, δηλαδή των τάξεων που κινούνται γύρω από τη Μακεδονική αυλή, είναι χρυσά. Έχουμε πολύ μεγάλη ποσότητα χρυσού που προέρχεται από τα θησαυροφυλάκια των Περσών βασιλέων μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ένα μεγάλος μέρος της χρησιμοποιείται στην κοσηματοτεχνία. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το δεύτερο είναι ότι η τεχνολογία του χρυσού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και μην ξεχνάμε ότι ο χρυσός είναι ένα μέταλλο με ειδικό συμβολισμό λόγω της ‘αθανασίας’ του, το ότι δεν φθείρεται. Υπάρχουν κοσμήματα στην έκθεση που μπορεί να έχουν δεχτεί κάποια συντήρηση, αλλά είναι σαν να βγήκαν χτες από το εργαστήριο. Ο χρυσός ενισχύει τον συμβολισμό του εικονογραφικού θέματος και με την αθανασία του μετάλλου. Το ίδιο το μέταλλο, δηλαδή, φέρει ισχυρή συμβολική φόρτιση», εξηγεί η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ από την οποία ζητήσαμε να μας παρουσιάσει ένα αγαπημένο της έκθεμα.
Διαλέγει μια χρυσή περόνη με μια περίτεχνη μικρογραφική σύνθεση που εικονίζει την Αφροδίτη να στεγνώνει τα μαλλιά της, πλαισιωμένη από τέσσερις Έρωτες που κρατούν διαφορετικό αντικείμενο ο καθένας: κάτοπτρα, πεταλούδα και μυροδοχείο. Βρίσκεται σε στέλεχος σε μορφή κίονα που επιστέφει κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού, κάθε πλευρά του οποίου κοσμούν εναλλάξ γρανάτες και σμαράγδια. Προέρχεται ίσως από αλεξανδρινό εργαστήριο, χρονολογείται τέλη 2ου αι. π.Χ. και ανήκει στις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη. «Με εντυπωσιάζει, όσες φορές και αν τη δω και τη βλέπω χρόνια στις συλλογές του Μουσείου. Σε αυτήν την περόνη η μικροτεχνία φτάνει στα όρια του εφικτού, θα λέγαμε, για την περίοδο αυτή. Οι λεπτομέρειες είναι σε μέγεθος χιλιοστού, δεν μπορεί να τις δει κανείς», δηλώνει με θαυμασμό η αρχαιολόγος.
Και πώς έγινε η κατασκευή της; «Δυο βασικές υποθέσεις εργασίας συντείνουν στα εξής: Η πρώτη υποστηρίζει ότι χρησιμοποιούσαν μύωπες κι επειδή η μυωπία είναι μια γενετικά κληρονομούμενη ασθένεια, οικογένειες από μύωπες θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στα χρυσοχοϊκά εργαστήρια. Η δεύτερη υπόθεση έχει να κάνει με την ηλικία. Δηλαδή, αν ήταν όντως οικογενειακή υπόθεση η χρυσοχοϊκή τέχνη και αν στα εργαστήρια δούλευαν οικογένειες με κάποια παράδοση, μικρά παιδιά, αγόρια ή κορίτσια -οι γυναίκες δεν αποκλείονται από τη χρυσοχοϊκή δράση-, θα μπορούσαν να μπαίνουν στα εργαστήρια από τα 7-8 έτη τους, οπότε ένας 15χρονος ήταν ήδη κοσμηματοτεχνίτης. Όμως, ένας έφηβος αυτής της ηλικίας έχει και οξεία όραση και λεπτά χέρια. Δηλαδή, πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι η μαθητεία ξεκινούσε από πολύ μικρή ηλικία και αυτό που παρατήρησα στις πειραματικές εφαρμογές με τον Άκη Γκούμα είναι ότι η συνεχής επανάληψη, το να καταγίνεσαι με το ίδιο αντικείμενο επί μήνες και χρόνια, τελικά οδηγεί στο να γίνει η κίνηση των χεριών μνήμη του σώματος. Τα χέρια δηλαδή να λειτουργούν αυτόνομα χωρίς να κοιτάς», απαντά στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα