FILE PHOTO: Ο καθηγητής νομικής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης. Φωτογραφία via Φιλελεύθερος
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, Φιλελεύθερος-Λευκωσία
Ο εγκλωβισμός στη διαδικασία διαπραγματεύσεων χωρίς εναλλακτική στρατηγική για άσκηση πίεσης προς την τουρκική πλευρά να κάνει και αυτή υποχωρήσεις, θρέφει εν τέλει τη διχοτόμηση.
Αυτό αναφέρει ο καθηγητής νομικής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης σημειώνοντας ότι χάθηκαν ευκαιρίες πίεσης που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στον κατάλληλο χρόνο και δυστυχώς η τουρκοκυπριακή ηγεσία προωθεί πια ανοικτά τη διχοτόμηση με την εμμονή στην κυριαρχική ισότητα.
Ο κ. Αιμιλιανίδης περιγράφοντας την τουρκική διαχρονική τακτική ανέφερε ότι η Άγκυρα μετέβαλλε κάθε φορά τις απαιτήσεις της ακόμα περισσότερο, «με αποτέλεσμα να φτάσουμε σήμερα στο παράδοξο ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά ξεκινά τη διαπραγμάτευση έχοντας στο ενδιάμεσο αποδεχθεί πληθώρα τουρκικών θέσεων και η τουρκική πλευρά θέτει ως προϋπόθεση έναρξης νέου διαλόγου την κυριαρχική ισότητα που ουσιαστικά συνιστά αποδοχή των δύο κρατών».
Η κατοχική πλευρά, σύμφωνα με τον κ. Αιμιλιανίδη, δεν ικανοποιείται ούτε με την εποικοδομητική αυτή ασάφεια και επιδιώκει ρητή αναγνώριση ότι θα πρόκειται για δύο κράτη που θα συνεργάζονται σε μια συνομοσπονδία, δηλαδή την κυριαρχική ισότητα.
– Η Τουρκία είχε για πρώτη φορά θέσει την απαίτηση για δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα ως εναλλακτική του δικού της στόχου για διχοτόμηση ήδη από την εποχή του σχεδίου Ράντκλιφ στα τέλη του 1956. Μετά την τουρκική εισβολή η ελληνοκυπριακή πλευρά, σε μια προσπάθεια να βρει άμεση λύση, προέβη σε μια σειρά από οδυνηρούς συμβιβασμούς, αποδεχόμενη ουσιαστικά τις τουρκικές θέσεις ως γενικό πλαίσιο λύσης.
Η τουρκική πλευρά όμως μετέβαλλε κάθε φορά τις απαιτήσεις της ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σήμερα στο παράδοξο ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά ξεκινά τη διαπραγμάτευση έχοντας στο ενδιάμεσο αποδεχθεί πληθώρα τουρκικών θέσεων και η τουρκική πλευρά θέτει ως προϋπόθεση έναρξης νέου διαλόγου την κυριαρχική ισότητα που ουσιαστικά συνιστά αποδοχή των δύο κρατών.
Ποιο είναι το πλαίσιο συμφωνίας που στοχεύει η ελληνοκυπριακή πλευρά με τις διαπραγματεύσεις τέθηκε με τις ομόφωνες προτάσεις του Εθνικού Συμβουλίου το 1989 και επιβεβαιώθηκε το 2009 και συνίσταται επιγραμματικά σε μια κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια, επίτευξη ενότητας χώρου, λαού, θεσμών και οικονομίας, εφαρμογή διεθνούς δικαίου και ευρωπαϊκών αρχών και αξιών, μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, χωρίς ξένες εγγυήσεις ή στρατεύματα, με αποκατάσταση των βασικών ελευθεριών και δικαιωμάτων σε ολόκληρη την Κύπρο και με αποκλεισμό της νομιμοποίησης του status quo ή της λύσης δύο χωριστών κρατών.
Στη θεωρία αυτά είναι απλά, αλλά στην πράξη γνωρίζουμε ήδη πως το «κεκτημένο» των διαπραγματεύσεων ακόμα και μετά τις ομόφωνες προτάσεις του 2009 ήδη περιλαμβάνει εξαιρετικά σημαντικές υποχωρήσεις σε σχέση με το πιο πάνω πλαίσιο. Το πλέον δυσχερές επομένως δεν είναι τόσο να περιγράψεις ένα γενικό πλαίσιο συμφωνίας, όσο να δώσεις επί μέρους απαντήσεις σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη διαπραγμάτευση του Κυπριακού.
-Στο θέμα της κυριαρχίας, όπως και της μετεξέλιξης του Κράτους, επικράτησε γενικά από το 1999 και τις συνομιλίες Κληρίδη-Ντενκτάς η λεγόμενη εποικοδομητική ασάφεια.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά ορθά δίνει έμφαση στην εξωτερική κυριαρχία που πηγάζει από την ιδιότητα του κράτους ως μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, δηλαδή το γεγονός ότι θα αναγνωρίζεται ως κυρίαρχο ένα κράτος με μια διεθνή προσωπικότητα από τα υπόλοιπα κράτη. Ήδη βέβαια και στο Κοινό Ανακοινωθέν Αναστασιάδη-Έρογλου του 2014 περιλαμβανόταν αναφορά πως η κυριαρχία θα προέρχεται εξίσου από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, μια αναφορά την οποία η τουρκική πλευρά είχε θέσει ως στόχο.
Η τουρκοκυπριακή θέση γενικά είναι πως είναι πως το νέο κράτος θα συνιστά ένα συνεταιρικό κράτος και όχι μετεξέλιξη μας Κυπριακής Δημοκρατίας και ότι κάθε συνιστώσα πολιτεία θα έχει τη δική της εσωτερική κυριαρχία, θέση την οποία προφανώς δεν δέχεται η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Στις διαπραγματεύσεις το «κεκτημένο» ήταν πως η κάθε πλευρά θα υποστήριζε τα δικά της ως μας αυτό το θέμα και το θέμα θα αφηνόταν να επιλυθεί στην απευκταία περίπτωση που το κράτος κατέρρεε. Τα τελευταία χρόνια όμως ο Τατάρ δεν ικανοποιείται ούτε με την εποικοδομητική αυτή ασάφεια και επιδιώκει ρητή αναγνώριση ότι θα πρόκειται για δύο κράτη που θα συνεργάζονται σε μια συνομοσπονδία, δηλαδή την κυριαρχική ισότητα.
Όλα αυτά έχουν φέρει το Κυπριακό, ένα πρόβλημα ήδη δυσεπίλυτο με τραγικές συνέπειες για όσους βιώνουν τις συνέπειες της εισβολής εδώ και πενήντα χρόνια, πολλοί εκ των οποίων δεν ζουν πια, σε ένα ανακυκλούμενο φαύλο κύκλο, στον οποίο ο διάλογος πάντα ξεκινά από την αποδοχή των τελευταίων απαιτήσεων της τουρκικής πλευράς και με σημείο έναρξης τις νέες απαιτήσεις.
-Δεν υπάρχει ένα μοντέλο ομοσπονδίας διεθνώς, οπότε θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ενόσω υπάρχει μια διεθνής προσωπικότητα και μια εξωτερική κυριαρχία του Κράτους, αναφερόμαστε σε ομοσπονδία και όχι σε συνομοσπονδία.
Υπάρχουν τα βασικά στοιχεία μιας ομοσπονδίας, με την έννοια ότι στο ομοσπονδιακό πολίτευμα η πολιτική εξουσία κατανέμεται μεταξύ της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των ομόσπονδων πολιτειών, οι ομόσπονδες πολιτείες έχουν δική τους εδαφική περιφέρεια εντός της οποίας ασκούν καθορισμένη κρατική εξουσία.
Στα ομοσπονδιακά συστήματα υπάρχει ένας μεγάλος βαθμός αποκέντρωσης της κρατικής εξουσίας, ώστε αν και υπάρχει μια κεντρική/ομοσπονδιακή Κυβέρνηση που ασκεί τις εξουσίες της επί ολόκληρου του κράτους, υπάρχουν παράλληλα και επί μέρους ομόσπονδες ενότητες με υψηλό βαθμό αυτονομίας που ασκούν μέσω των δικών τους οργάνων εξουσίες ανεξάρτητες από αυτές της κεντρικής Κυβέρνησης και επί των οποίων η κεντρική Κυβέρνηση δεν έχει εξουσία να επέμβει.
Αυτά που αποκαλούμε συνομοσπονδιακά στοιχεία και τα οποία ορθά επισημαίνετε είναι μάλλον αναπόφευκτη συνέπεια της ύπαρξης διζωνικότητας και δικοινοτικότητας με πολιτική ισότητα.Στην περίπτωση της Κύπρου, όπως και κάποιων άλλων κρατών στο παρελθόν, η ομοσπονδία επιβάλλεται ως πολιτική μορφή λύσης και ως φόρμουλα επίλυσης πολιτικών διαφορών και γεωστρατηγικών διεθνών συμφερόντων.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά σταδιακά προώθησε η ίδια μια πρότασης έντονης αποκέντρωσης των εξουσιών της κεντρικής Κυβέρνησης στο νέο Κράτος, θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό θα απέφευγε τη δυσλειτουργία που θα υπήρχε στη λήψη αποφάσεων στην κεντρική Κυβέρνηση, ιδιαίτερα ελλείψει αποτελεσματικών μηχανισμών αδιεξόδων.
Αυτό σημαίνει πως είναι πιο ευρείες οι εξουσίες που παραχωρούνται στις δύο ενότητες και λιγότερες στην κεντρική Κυβέρνηση. Πρόκειται δηλαδή για ένα έντονα αποκεντρωμένο μοντέλο ιδιόμορφης ομοσπονδίας με ενισχυμένη διζωνικότητα.
– Θεωρητικά αυτό θα μπορούσε να γίνει, αλλά πολιτικά είναι νομίζω απομακρυσμένο σενάριο. Το 2005, αμέσως μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων στην οποία περιλαμβάνονταν σημαντικοί διεθνολόγοι και συνταγματολόγοι όπως ο De Zayas, ο Malcolm Shaw, ο Auer και άλλοι, είχε προτείνει ως επόμενο βήμα στο Κυπριακό μια συντακτική συνέλευση.
Η πρόταση αγνοήθηκε τόσο από τους Ελληνοκύπριους, όσο και από τους Τουρκοκύπριους, αλλά και την Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση, η πραγματικότητα είναι πως ενόσω η Τουρκία εξακολουθεί να ελέγχει στρατιωτικά τα κατεχόμενα εδάφη είναι πρακτικά αδύνατον να γίνει μια γνήσια συντακτική συνέλευση, ιδίως εφόσον για τις διεθνείς πτυχές του Κυπριακού εκ των πραγμάτων χρειάζεται η συμφωνία και της Τουρκίας.
Η ΕΕ εξάλλου δεν έχει αναπτύξει ακόμα ικανότητα ουσιαστικής παρέμβασης σε πολιτικά ζητήματα, ακόμα και αν αυτά αφορούν στα κράτη- μέλη της. Το ζήτημα είναι βέβαια πως η διαδικασία διαπραγμάτευσης που συνεχίζεται για πενήντα πλέον χρόνια δεν έχει οδηγήσει κάπου και αυτό οδηγεί σε πολύ εμφανή προβλήματα.
Είχα επανειλημμένα γράψει εδώ και δεκαετίες ότι ο εγκλωβισμός στη διαδικασία διαπραγματεύσεων χωρίς εναλλακτική στρατηγική για άσκηση πίεσης προς την τουρκική πλευρά να κάνει και αυτή υποχωρήσεις, θρέφει εν τέλει τη διχοτόμηση. Χάθηκαν ευκαιρίες πίεσης που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στον κατάλληλο χρόνο και δυστυχώς η τουρκοκυπριακή ηγεσία προωθεί πια ανοικτά τη διχοτόμηση με την εμμονή στην κυριαρχική ισότητα.
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και την ΕΕ έχει περιορίσει τη δυνατότητα διπλωματικών πιέσεων, ενώ και το διεθνές σκηνικό καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την ουσιαστική άσκηση στρατηγικής σήμερα.
Αν όμως δεν θέσεις ως στόχο την άσκηση πίεσης, τότε είτε θα υποχρεωθείς να υποχωρήσεις και άλλο στις διαπραγματεύσεις ώστε να ικανοποιήσεις την Τουρκία, είτε θα τεθεί η αποδοχή του status quo ως λύση.
Οι επιλογές αυτές είναι προφανώς αμφότερες προβληματικές και βλέπουμε πως υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι Ελληνοκύπριοι που υποστηρίζουν είτε την αποδοχή των τουρκικών αξιώσεων ως λύση, είτε τη διχοτόμηση, δείγμα πως η στρατηγική της ανακυκλούμενης διαδικασίας διαπραγματεύσεων έχει αποτύχει να οδηγήσει σε βιώσιμη λύση.
Η Τουρκία εξάλλου παραμένει διαχρονικά αδιάλλακτη και απρόθυμη να προβεί σε ουσιαστικές υποχωρήσεις, αν και έχει πλέον καταφέρει να εμφανίζεται ως μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος, κάτι που προφανώς συνιστά αποτυχία της Ελληνοκυπριακής τακτικής διαπραγμάτευσης.
Εκείνο που έχει γίνει διαχρονικά είναι πως οι Ελληνοκύπριοι έκαναν υποχωρήσεις για να πλησιάζουν τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις της Τουρκίας, χωρίς όμως στο τέλος η Τουρκία να κάνει έστω το μικρό βήμα που υπόσχεται.
Όλα αυτά καθιστούν την αναζήτηση λειτουργικής λύσης εξαιρετικά δυσχερή. Εύηχα συνθήματα και άλλα ρητορικά σχήματα που δεν έβρισκαν αντίκρισμα στη στρατηγική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, και άλλοτε η λογική ενοχικής αυτομαστίγωσης των θυμάτων ως εκείνων που φέρουν την ευθύνη για τη μη λύση του Κυπριακού, έχει οδηγήσει σε μια αναπαραγωγή της τόσο καταστροφικής για την ιστορία της Κύπρου συζήτησης για το εφικτό και το ευκταίο στο νέο διχαστικό σχήμα των «απορριπτικών» και των «ενδοτικών».
Σταδιακά αυτό οδηγεί τη μεγάλη μάζα των πολιτών σε αδιαφορία, απογοήτευση και αποστασιοποίηση, με τις εκλογικές αναμετρήσεις να περιορίζονται και εκείνες σε αναπαραγωγή ευκολοχώνευτων ετικετών παρά ουσιαστικής συζήτησης.
Η δημοκρατία δεν είναι κεντρική στις συζητήσεις του Κυπριακού
– Η συζήτηση περί δημοκρατίας δεν είναι κεντρική στις συζητήσεις για το Κυπριακό για ευνόητους λόγους. Να σας παραπέμψω στις διαπραγματεύσεις για τη γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αν και υπήρχε ομοφωνία ότι το νέο Κράτος θα ήταν δημοκρατία (Republic), το κατά πόσο θα ήταν και δημοκρατική (democratic) ήταν αντικείμενο αντιπαράθεσης.
Οι Ελληνοκύπριοι είχαν επιχειρήσει κατά τη διαπραγμάτευση του Συντάγματος στη Μεικτή Συνταγματική Επιτροπή να προσθέσουν τη λέξη «δημοκρατική» πλάι στις λέξεις «ανεξάρτητη και κυρίαρχη», και αρχικά αυτό είχε γίνει αποδεκτό από τους Τουρκοκύπριους και την Τουρκία, η τουρκοκυπριακή στάση όμως μεταβλήθηκε και ζητήθηκε ο αποκλεισμός της αναφοράς.
Ο λόγος ήταν για να μην θεωρηθεί πως εφαρμόζεται η αρχή της πλειοψηφίας, μια και η έμφαση είναι στη δικοινοτική δομή. Τελικά η ελληνοκυπριακή αντιπροσωπεία αποδέχθηκε τη διαγραφή του όρου, ώστε να μην διακινδυνεύσει τη συμπερίληψη του όρου «κυρίαρχη» στο Σύνταγμα που την ενδιέφερε περισσότερο.
Το πιο πάνω ισχύει με περισσότερη ένταση σήμερα, με την έννοια ότι ήδη έχει γίνει δεκτό, και συμπεριλαμβάνεται στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, πως η λύση θα στηρίζεται στην αρχή της πολιτικής ισότητας που υποδηλώνει την ισότιμη προέλευση της εξουσίας από τις δύο συνιστώσες πολιτείες και αντικαθιστά ουσιαστικά τη δημοκρατική αρχή, ενώ συνιστά μετεξέλιξη της δυαδικής αρχής του Συντάγματος του 1960.
Σε πρακτικό επίπεδο, η αρχή της πολιτικής ισότητας οδηγεί άλλοτε σε απόλυτη αριθμητική ισότητα των δύο συνιστωσών πολιτειών και άλλοτε σε αυξημένη συμμετοχή των εκπροσώπων της αριθμητικά ασθενέστερης συνιστώσας πολιτείας με ταυτόχρονη πρόβλεψη ασφαλιστικών δικλείδων που είναι σε θέση να ματαιώσουν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης αν δεν υπάρχει ευρύτερη συμφωνία μεταξύ των δύο συνιστωσών πολιτειών και κατ’ επέκταση των δύο κοινοτήτων που θα έχει η κάθε μια τον έλεγχο της δικής της συνιστώσας πολιτείας. Οπότε αντιλαμβάνεστε πως το πλαίσιο λύσης στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη αντίληψη περί δομής της πολιτείας.
«Δεν έχω πειστεί πως το πολιτικό σύστημα όντως επιδιώκει την αποχώρηση των Βάσεων…»
– Και πάλι πρέπει να ξεκινήσουμε από την πολιτική βούληση για αποχώρηση των Βάσεων που θεωρώ πως δεν υπάρχει. Κατά καιρούς υπήρξαν πολλές δηλώσεις αξιωματούχων, ακόμα και ψηφίσματα της Βουλής για αποχώρηση των Βάσεων.
Το 2019 όμως εκδόθηκε η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Αρχιπέλαγος Chagos με την οποία δικαιώθηκε ο Μαυρίκιος και ηττήθηκε η Βρετανία. Η απόφαση ήταν σαφής, πως η Βρετανία είχε υποχρέωση για πλήρη από-αποικιοποίηση και από απόψεως διεθνούς δικαίου η απόφαση συνιστούσε ένα ισχυρό προηγούμενο και για την Κύπρο.
Αν και επισημάνθηκαν όμως, ακόμα και από τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, οι αντιστοιχίες της απόφασης για το Chagos με την Κύπρο, το πολιτικό σύστημα την αγνόησε εξ ολοκλήρου. Η πραγματικότητα είναι πως δεν έχω πειστεί μέχρι σήμερα πως το κυπριακό πολιτικό σύστημα όντως επιδιώκει την αποχώρηση των Βάσεων, εφόσον αυτές εξυπηρετούν ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.
Το καθεστώς των Βάσεων βέβαια είναι μέρος και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, κάτι που διασφαλίστηκε και μετά το Brexit. Δεν υπήρχε άλλωστε άλλη επιλογή, μια και διαφορετική προσέγγιση θα δημιουργούσε σκληρό ευρωπαϊκό σύνορο μέσα στο έδαφος της Κύπρου.
Όπως μας έχουν δείξει άλλωστε και οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις Ηνωμένου Βασιλείου-Μαυρικίου για το Chagos, ακόμα και αν έχεις στην κατοχή σου μια ισχυρή απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου το καθεστώς των στρατιωτικών αυτών βάσεων δεν παύει να είναι αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης, που υποχρεωτικά περιλαμβάνει και συμβιβασμούς.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE