Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 οι Τούρκοι, με τη βοήθεια των Αμερικανών και των Εγγλέζων εισβάλουν στην Κύπρο. Φωτογραφία από βίντεο, via Σκάι TV
Φανταστείτε την σημερινή Ολλανδία κατεχόμενη από τον γερμανικό στρατό. Το ανατολικό της τμήμα να στενάζει κάτω από τις μπότες της Bundeswehr (=γερμανικές ένοπλες δυνάμεις), ενώ 200.000 Ολλανδοί να έχουν εκδιωχθεί από τις οικίες τους και να είναι πρόσφυγες.
Θα καλούσαν οι Ευρωπαίοι σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή συγκέντρωση τον υπουργό Εξωτερικών του εισβολέα και κατακτητή για να συζητήσουν, στο ιδανικό περιβάλλον των αιθουσών, οτιδήποτε πλην της αυτονόητης απόσυρσης των στρατευμάτων κατοχής και της συνακόλουθης απελευθέρωσης των κατεχομένων εδαφών;
Άλλο παράδειγμα φαντασίας: αν η Γαλλία κατείχε στρατιωτικά μέρος του σημερινού Βελγίου έχοντας οδηγήσει στην εξορία εκατοντάδες χιλιάδες Βέλγους, θα υποδέχονταν τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών σε ευρωπαϊκά συμβούλια, όσο άτυπα κι αν ήταν αυτά;
Τα παραπάνω ευκόλως εννοούμενα δεν ισχύουν και στην περίπτωση της -με βάση ψηφίσματα του ΟΗΕ- παράνομης τουρκικής εισβολής και Κατοχής (με κεφαλαίο «Κ», όπως η Κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα, για να μην την συνηθίσουμε).
Γιατί η ευρωπαϊκή πολιτική μεταχειρίζεται δύο μέτρα και δύο σταθμά σε παρόμοιες βαρβαρότητες;
Αυτό το ερώτημα βασανίζει τους Έλληνες πολίτες, Κυπρίους και Ελλαδίτες. Ταλανίζει ταυτόχρονα και τις κοινωνίες των δύο χωρών, καθώς όλοι αναρωτιούνται ποιος ο λόγος τήρησης ίσων αποστάσεων -που καταλήγει σε άνιση μεταχείριση- ανάμεσα στον κατακτημένο και τον κατακτητή;
Υπάρχει κάποια διεθνής συνωμοσία συντριβής του ελληνισμού ή μήπως τα πράγματα είναι μακριά από τα σκότη των παρασκηνίων και εντέλει πολύ πιο απλά;
Όλοι γνωρίζουν ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Pacta sunt servanda, επί το λατινικότερο. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν και οι ελληνικές (κυπριακές και ελλαδικές) κυβερνήσεις. Το γνωρίζει και η Τουρκία, όπως καλώς το γνωρίζει και η διεθνής κοινότητα. Και στην Κύπρο, η συμφωνία, η οποία τηρήθηκε δια της καταπάτησής της, είναι η Συνθήκη Εγγυήσεως, η οποία υπεγράφη στην ελεύθερη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου του 1960.
Στα πέντε της άρθρα προέβλεπε ότι την εγγύηση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας θα παρείχαν η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Ρόλος, ο οποίος για την Ελλάδα ήταν εξαρχής απευκταίος ως πάρεργο.
Οι άλλες δύο χώρες, όμως, και ιδίως η δραστήρια Τουρκία δεν αρνήθηκε την αποστολή που της ανατέθηκε, παρότι εισήχθη στην ελληνοβρετανική διαφορά του κυπριακού σαν αουτσάιντερ. Βλέπετε, χώρες που επιδιώκουν την αιχμηρή προστασία τους είναι ικανές για όλα.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 2 της Συνθήκης, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνώριζαν και εγγυούνταν την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και την συνταγματική της τάξη.
Στο μεθεπόμενο άρθρο 4 η Συνθήκη όριζε ότι: «Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων της παρούσας Συνθήκης, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο αναλαμβάνουν να διαβουλεύονται από κοινού σχετικά με τις παραστάσεις ή τα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση της τήρησης αυτών των προβλέψεων. Εφόσον η κοινή ή συντονισμένη δράση μπορεί να μην αποδειχθεί δυνατή, καθεμία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις επιφυλάσσονται του δικαιώματος να αναλάβουν δράση με μοναδικό σκοπό την αποκατάσταση της κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε με την παρούσα Συνθήκη.».
Καταρχάς ότι το πραξικόπημα της χούντας στις 15 Ιουλίου 1974 κατέλυσε την συνταγματική τάξη της νήσου και γι’ αυτό αποκαλείται προδοτικό. Η ιωαννιδική εμμονή (ύπουλα υποστηριζόμενη από συμμάχους ή μη) εξουδετέρωσης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου θόλωσε οποιονδήποτε αθηναϊκό υπολογισμό συνεπειών και ενδεχομένων.
Στον βωμό της αποκαθήλωσης του αποξενωμένου από την δικτατορία (σύμφωνα με ορισμένους αποξενωμένου και από την ένωση) μακαριακού συστήματος θυσιάστηκαν τα πάγια συμφέροντα του ελληνισμού στην περιοχή.
Επομένως, για τους συμβαλλομένους της, η Συνθήκη Εγγυήσεως νομιμοποιούσε την τουρκική εισβολή, με την δικαιολογία της διαφύλαξης της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και ασφαλώς της συνταγματικής τάξης της Κύπρου. Εν ολίγοις, το πραξικόπημα που έγινε έπρεπε να ξεγίνει και αυτό μόνον η Τουρκία ήταν σε θέση να το επιτύχει -επιτυγχάνοντας παράλληλα και άλλους δικούς της στόχους.
Κάπως έτσι η τουρκική εισβολή πρέπει να εκλήφθηκε νομικά ως εφαρμογή της σχετικής διάταξης της Συνθήκης. Η διαχρονική αποφυγή αναφοράς των Ελλήνων ηγετών στο παράνομο της τουρκικής εισβολής επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι από το ’74 κυβερνώντες σε Ελλάδα και Κύπρο κάνουν λόγο για τουρκική εισβολή, αποφεύγοντας να την χαρακτηρίσουν παράνομη. Αυτό σημαίνει ότι κατ’ αυτούς ικανοποιήθηκε η Συνθήκη Εγγυήσεως.
Με το επιχείρημα αυτό συγκρατήθηκε φανερά η Ελλάδα από την αυτονόητη υποχρεώσή της να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία εκείνο τον μαύρο Ιούλιο. Αν η Τουρκία ενήργησε κατά πώς όφειλε, γιατί η Ελλάδα να την πολεμήσει;
Αυτή πιθανώς είναι και η αιτία που οι τωρινές κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο αποκαλούν το μαρτυρικό νησί την τελευταία διηρημένη πρωτεύουσα της Ευρώπης, χωρίς να αναφέρουν κ α ι την παράνομη εισβολή, παρά τις διαμαρτυρίες των πολιτών όπως εκδηλώνονται στην δημόσια ψηφιακή σφαίρα.
Η παγιωμένη, καθώς φαίνεται ανωτέρω, νομική ερμηνεία του ακρωτηριασμού της Κύπρου οδηγεί τα σύγχρονα ελληνικά βήματα, αλλά είναι εσφαλμένη.
Πρόβλημα για τις ηγεσίες μας αποτελεί η ζοφερή παρουσία 40.000 Τούρκων στρατιωτών πάνω στο νησί, δίχως να υπολογίζονται οι έποικοι, ένας άλλος πολιτικός στρατός με διαφορετικό αντικειμενικό σκοπό. Και οπωσδήποτε είναι σημαντικό πρόβλημα η παρουσία των τουρκικών κατακτητών, δηλαδή η Κατοχή, αλλά όχι το μόνο.
Πιστεύω ότι το βασικό πρόβλημα είναι η μεγάλη και ασύγγνωστη υποχώρηση που έκαναν Ελλάδα και Κύπρος από την κάθετη αντίδρασή τους έναντι της τουρκικής εισβολής (Ιουλ 1974). Και δεν εννοώ στα όπλα, αλλά στα χαρτιά.
Διότι αναλογιστείτε το εξής: όσο εμείς θεωρούμε, νομικά, περίπου δικαιολογημένη την τουρκική εισβολή τόσο η Τουρκία οχυρώνεται πίσω από αυτό το παρωχημένο και ανυπόστατο έρεισμα προκειμένου να διαιωνίζει την στρατιωτική της παρουσία στο νησί.
Εφόσον συνομολογούν όλες οι πλευρές ότι, όταν απαιτήθηκε επέμβαση, δικαίως και νομίμως επενέβη η Τουρκία, τότε θα πρέπει να διατηρήσει δυνάμεις μπας και ξαναχρειαστεί.
Αν όμως και η τουρκική εισβολή καταγγέλλεται από Ελλάδα και Κύπρο παντού ως παράνομη, τότε δεν απομένει κανένα επιχείρημα στην Τουρκία, ούτε καν ισχνό, για την διατήρηση των στρατευμάτων Κατοχής στο νησί. Κακώς εισέβαλε την πρώτη φορά και δεν έχει κανένα δικαίωμα να συζητά ότι θα το επαναλάβει.
Η εκ πλαγίου νομιμοποίηση της τουρκικής εισβολής δια της μη καταγγελίας της urbi et orbi αδυνατίζει τις ελληνικές θέσεις και προσδίδει μανδύα ψευδονομιμότητας στην Τουρκία. Για να την αποκηρύξει η ευρωπαϊκή και διεθνής κοινότητα ως εισβολέα, πρέπει πρώτα να την ονοματίζουν ως τέτοια Ελλάδα και Κύπρος.
Αν αυτό είχε εμπεδωθεί, ουδείς θα δεχόταν τον υπουργό Εξωτερικών του ε ι σ β ο λ έ α και κατακτητή στα άτυπα ευρωπαϊκά συμβούλια.
Έτσι αποκτά νόημα η απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ