Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον Γεώργιο Γρίβα: Μια φιλία, κατ’ άλλους λυκοφιλία, που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και έκλεισε με το θάνατο του αρχηγού της ΕΟΚΑ. Φωτογραφία Αρχείου ΓΤΠ, PIO
Εδώ και πενήντα χρόνια γράφουμε για το δίδυμο έγκλημα κατά της Κύπρου που οδήγησε στην κατοχή της μισής σχεδόν πατρίδας μας.
Θα προσπαθήσω, με τη δημοσιογραφική πείρα των 60 χρόνων και την ανάμιξη στα γεγονότα αυτά όλη την περίοδο μέχρι σήμερα, να δώσω απαντήσεις στις ευθύνες που βαραίνουν τους δυο ηγέτες της νήσου Μακάριο και Γρίβα για ό,τι συνέβη.
Πενήντα χρόνια μετά λοιπόν ας δούμε κατάματα τα γεγονότα και την ιστορία.
Ο Γρίβας τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας από τη Βουλή της Κύπρου και τη Βουλή της Ελλάδας, αλλά έβλεπε, να πω το λιγότερο, τον Μακάριο να δρέπει τις πολιτικές δάφνες, ως Πρόεδρος της Κύπρου και αντιδρούσε πολύ περίεργα, διά των ανθρώπων του, στην Κύπρο περισσότερο, αλλά και στην Ελλάδα, επικρίνοντας τον πάντοτε ότι είχε εγκαταλείψει τον αγώνα για την Ένωση, ενώ γνώριζε ότι αυτό αποκλειόταν με τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου.
Το σύνθημα υπέρ της Ένωσης όμως «πουλούσε» ακόμα ανάμεσα στον λαό και ιδιαίτερα μεταξύ εκείνων που έμειναν εκτός του νυμφώνος της εξουσίας. Και ο Γρίβας χρησιμοποίησε και το εφαλτήριο της Ένωσης πάνω στο οποίο πατούσε για να βάλει εναντίον του Αρχιεπισκόπου από πολύ νωρίς με το τέλος του αγώνα του 1955-59.
Η συνηθισμένη επίκριση για τον Μακάριο και από την Ενωτική Παράταξη, που πρόσκειτο με φανατισμό στον Γρίβα, ήταν ότι κατέστη «επίορκος» της Φανερωμένης κάτι που αναστάτωνε τον Κύπριο Πρόεδρο, γι’ αυτό ακόμα και το 1971 είχε δώσει δημόσια την υπόσχεση στη Γιαλούσα ότι «την Κύπρον ακεραίαν την παρελάβομεν και ακεραίαν θα την παραδώσωμεν» στην Ελλάδα.
Το πρόβλημα με τον Γεώργιο Γρίβα ήταν ότι εκείνος έμεινε στο πολιτικό περιθώριο, καθώς δεν μπόρεσε να αναμιχθεί στην πολιτική και να ικανοποιήσει προφανώς φιλοδοξίες του, αφού οι πολιτικοί του φίλοι στην Ελλάδα, αρχικά, του τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια του, στην πρώτη του προσπάθεια να πολιτευθεί εκεί, σαν είδαν ότι δεν πρόσθετε στην πολιτική τους ισχύ, ενώ στην Κύπρο, για την οποία τόσο αγωνίστηκε το 1955, για τέσσερα χρόνια, ο αριθμός των υποστηρικτών του ήταν τόσο περιορισμένος που δεν του εξασφάλιζε με όλες τις δυνατότητες, πέρα από το 5% με πολύ αισιόδοξες το 10%.
Το αντίπαλο δέος του ήταν ο Μακάριος, ο οποίος κατέστη μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ακτύπητη, κατά τη λαϊκή έκφραση, που ο Γρίβας και οι οπαδοί του δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να ξεπεράσουν.
Στην Κύπρο πολλοί από τους αγωνιστές του Γρίβα, κατά την ΕΟΚΑ, είχαν βολευτεί ήδη σε διάφορες θέσεις, και έγιναν βουλευτές, υπουργοί, διευθυντές ή αξιωματούχοι σε διάφορα κυβερνητικά τμήματα και γι’ αυτό απέφευγαν να συνεργασθούν μαζί του κι έτσι αυτός αισθανόταν μόνος.
Πίστευε, ωστόσο, ότι μπορούσε να επενδύσει ακόμα στο θέμα της Ένωσης, για την οποία έγινε ο αγώνας της ΕΟΚΑ κι έτσι το 1971 έκανε το απονενοημένο, θα το χαρακτήριζα, πολιτικό διάβημα και ήλθε μυστικά στην Κύπρο, για τρίτη φορά, όπου έκανε το μοιραίο λάθος:
Αντί να ιδρύσει πολιτικό κίνημα και να κατέβει στον πολιτικό στίβο, ίδρυσε την παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄, την οποία μάλιστα εξόπλισε μυστικά και την εξαπέλυσε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα να διενεργεί παράνομες πράξεις με κύριο στόχο το κύρος του Προέδρου Μακαρίου και της Κυπριακής Κυβέρνησης ευρύτερα.
Και ενώ η Κύπρος χρειαζόταν πολιτικούς μαχητές δημιούργησε ένοπλους αντάρτες, σαν να είχαν να πολεμήσουν για δεύτερη φορά για την απελευθέρωση της Κύπρου, με ένα αχρείαστο αντάρτικο και όχι με πολιτικούς αγώνες.
Η οργάνωση όμως δεν ήταν η ίδια όπως το 1955, καθώς τα διάφορα παιδιά του, όπως τα αποκαλούσε, που ζώνονταν τα πιστόλια και κυριαρχούσαν κατά τον Αγώνα, αλλά και πολλά χρόνια μετά, έγιναν πια άνδρες, με οικογένειες και άλλους προσανατολισμούς και πολλοί παρουσιάζονταν απρόθυμοι να τον ακολουθήσουν.
Είχαν ήδη βολευτεί ή αναζητούσαν, όντας μεσήλικες πια, μια ήρεμη πια ζωή, έστω και αν δεν πήραν πολιτικά οφίκια. Ίσως ακόμα να φοβούνταν ότι η τυχόν νέα πάλη για την Ένωση να σήμαινε κάτι άλλο από εκείνο για το οποίο είχαν αγωνιστεί το 1955.
Ο Γρίβας βρήκε υποστήριξη περισσότερο από μερικούς πικραμένους και νεότερους αντιμακαριακούς, που αρέσκονταν να οπλοφορούν ως μισθοφόροι, με χρήματα που στέλνονταν από τη χούντα των Αθηνών, όπως κατήγγειλε και δημόσια ο Πρόεδρος Μακάριος.
Προφανώς η Χούντα, θέλοντας τον στην Κύπρο, για να διαυρώνει το κυπριακό κράτος, έκανε τα στραβά μάτια, όπως αφήνεται να εννοηθεί στην έκθεση της Επιτροπής της Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου. Ωστόσο, σαν ήλθε, βραχυκυκλώθηκε πολύ γρήγορα καθώς βρισκόταν πλέον κρυμμένος και δρούσε στην παρανομία.
Κι η επικοινωνία με ντιρεκτίβες και ανακοινώσεις και διαταγές σε διάφορες επιλεγμένες εφημερίδες, που παραδίδονταν σε συγκεκριμένους δημοσιογράφους σε κλειστούς φακέλους υπογραμμένες από τον ίδιο, δεν αποτελούσε το καλύτερο βήμα για να προωθήσει τον μοναχικό, πια αγώνα του.
Ακόμα ο Γρίβας, ενώ μιλούσε για αγώνα, δεν ήθελε κι αυτός, όπως και ο Μακάριος, να πλήξει με κανένα τρόπο ή να εξουδετερώσει τον Μακάριο. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που είχε με μέλη του στενού του περιβάλλοντος σαν κατέβηκε στην Κύπρο, όπως μου αφηγήθηκε ένας από τους συνεργάτες του από τη Λεμεσό:
«Μιλάς, μιλάς, για τον Μακάριο αρχηγέ, αλλά δεν βλέπω να γίνεται τίποτε. Δώσε τη διαταγή, να πάμε εμείς να τον καθαρίσουμε να τελειώνουμε», του παρατήρησε. Κι ο Γρίβας έδειξε τις πραγματικές του προθέσεις: «Εγώ παιδί μου δεν ήλθα εδώ για να βάψω τα χέρια μου με αίμα παπά…»
Αυτή την περίοδο, ο Γρίβας είχε ακόμα ένα μειονέκτημα. Ήταν ήδη σε κάπως προχωρημένη ηλικία, με καρδιακά προβλήματα, τα οποία γνώριζε ο Μακάριος και κρατείτο ενήμερος από δικούς του πληροφοριοδότες, ενώ οι άνθρωποί του βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν εκείνους με τους οποίους είτε διαφωνούσαν πολιτικά είτε και τους καταδίωξαν ακόμα στη μετά τον Αγώνα ζωή τους ή δεν τους διευκόλυναν σε κάτι που επιδίωκαν.
Η συνέχεια ήταν πλέον προκαθορισμένη καθώς ο Δημήτριος Ιωαννίδης εγκολπώθηκε μετά τον θάνατο του Γρίβα, την ΕΟΚΑ Β΄ και σάρωσε τα πάντα. Τα γεγονότα είναι γνωστά.
Ο Μακάριος δεν μπόρεσε ή μάλλον παρουσιαζόταν απρόθυμος να παρέμβει, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια και να στραφεί ανοικτά εναντίον του συναρχηγού του στον αγώνα, Γεώργιου Γρίβα κι έτσι τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχό του, ως Προέδρου του κράτους. Η μεγαλοσύνη του ως ιερωμένου και Αρχιεπισκόπου, όμως, δεν αρκούσε γι’ αυτό που έπρεπε να κάνει ως Πρόεδρος.
την άλλη ήταν η περίεργη, ας λεχθεί έτσι, στάση του για να μην πω αρνητική και επίμονη, έναντι των χουντικών, για να εξευρεθεί λύση στο θέμα της μείωσης του αριθμού των Ελλήνων αξιωματικών, ένας συμβιβασμός, που ίσως να απέτρεπε περισσότερα δεινά, μέχρι να εξασφάλιζε στήριξη για να διακόψει τους δεσμούς του, με αυτήν ή μέχρι που η χούντα να ανατρεπόταν από μια άλλη χούντα ή να έφθανε σε πολιτικά αδιέξοδα.
Είναι ιστορικά αποδεκτό ότι οι Χούντες δεν επιβίωσαν ποτέ για πάντα με μερικές, έστω εξαιρέσεις, όπως στην Ισπανία και την Αργεντινή..
Θα μπορούσε, όμως, να λεχθεί όπως ήταν το παράδειγμα του Γρίβα που δεν ήθελε να βάψει τα χέρια του με αίμα παπά, ότι ούτε και ο Μακάριος ήθελε να αντιπαραταχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με ένα στρατηγό, όπως ανέφεραν συνεργάτες του στο Εφεδρικό. Στο θέμα του Γεώργιου Γρίβα, ο Μακάριος παρουσιαζόταν στα μάτια του κυπριακού λαού περισσότερο ως θρησκευτικός ηγέτης και Αρχιεπίσκοπος, παρά ως Πρόεδρος και αυτό δεν ήταν καλό για τον ίδιο και τον τόπο ευρύτερα.
Μάλιστα συναντήθηκε μυστικά μαζί του, ελπίζοντας ότι θα επιτύγχανε τη γεφύρωση των διαφορετικών απόψεων και στόχων που υπήρχαν μεταξύ τους. Και αυτό ήταν και μοιραίο λάθος για τον Μακάριο.
Γιατί αντί να προειδοποιήσει από την αρχή τον Γρίβα ότι δεν υπήρχε περιθώριο για παρανομίες, γιατί καραδοκούσε τώρα πιο έντονα και αποφασιστικά η Τουρκία, του έδωσε περιθώριο να συνέλθει και σαν οξύνθηκαν τα πράγματα και έφθασαν σε σημείο χωρίς επιστροφή, αντί να τον συλλάβει και να τον μεταφέρει, το λιγότερο, σώο και με σεβασμό, πίσω στην Ελλάδα, με τρόπο που δεν θα έμοιαζε καθόλου με απέλαση, τον άφησε να συνεχίζει την παράνομη δράση του.
Ακόμα και σαν έφθασε ο κόμπος στο κτένι, απέφευγε να λάβει τα σωστά μέτρα, με αποτέλεσμα τα βουνά και οι πόλεις να γεμίσουν με λεγόμενους αντάρτες που κάθε βράδυ προκαλούσαν εκρήξεις σε περιουσίες πολιτικών τους αντιπάλων δημιουργώντας συνθήκες εμφυλίου με δολοφονίες και άλλες παράνομες πράξεις.
Ένα άλλο λάθος του Μακαρίου ήταν ότι το Γενάρη του 1974, ενώ παρουσιαζόταν ότι πείστηκε να πάρει σκληρά μέτρα εναντίον της ΕΟΚΑ Β’, ύστερα από τρία και πλέον χρόνια, και προέβαινε σε πολύ οξύθυμες δηλώσεις, εναντίον του Γρίβα, όταν αυτός πέθανε ξαφνικά στα τέλη του μήνα, ανέτρεψε τα πάντα, κήρυξε εθνικό πένθος, όπως συνήθως γίνεται με τους ήρωες, και τον κήδεψε ως εθνικό ήρωα, στέλλοντας, δυστυχώς, λανθασμένα μηνύματα στους παράνομους επιγόνους του Γρίβα, που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την παρανομία.
Επίσης δεν διαφώνησε, για να μην πω ότι επιδίωξε την απόφαση της Βουλής, υπό την προεδρία του Γλαύκου Κληρίδη, κηρύσσοντας τον Γρίβα εθνικό ήρωα, προσθέτοντας ακόμα ένα λάθος στην ίδια σειρά.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, που ακολούθησε τον θάνατο του Γρίβα, τον έλεγχο της ΕΟΚΑ Β΄ ανέλαβε, όπως αναφέρθηκε, πιο δυναμικά, πλέον, μέσω των Ελλήνων αξιωματικών στην Κύπρο, ο Δημήτριος Ιωαννίδης από την Αθήνα και τα πράγματα έφθασαν σε οριακό και επικίνδυνο σημείο.
Στο μεταξύ είχε κορυφωθεί η εκστρατεία εναντίον του Μακαρίου ύστερα από την υποκινηθείσα εξέγερση των τριών Μητροπολιτών πολύ νωρίτερα και η οποία συνέχιζε να προκαλεί σχίσμα με το εκκλησίασμα να διασπάται και να αναγνωρίζει η μια παράταξη τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και η άλλη τον τέως Μητροπολίτη, Γεννάδιο, ως τοποτηρητή που λειτουργούσε σε λεγόμενες κατακόμβες, όπως έκαναν οι διοκώμενοι Χριστιανοί την εποχή του Χριστού.
Παρά τις συνεχείς αναφορές του Μακαρίου ότι ενδεχόμενο πραξικοπήματος στην Κύπρο και ανατροπής του, θα οδηγούσε σε τουρκική εισβολή, το νέο απονενοημένο διάβημα έγινε, αυτή τη φορά από τη χούντα που διενήργησε πραξικόπημα δίνοντας την αφορμή στην Τουρκία να επέμβει στην Κύπρο.
Και το χειρότερο ήταν ότι η χούντα δεν ενήργησε μόνη της, αλλά έδρασε με οδηγίες ή την κάλυψη των αμερικανών φίλων του Ιωαννίδη, όπως έκανε κι αυτός στην περίπτωση της ΕΟΚΑ Β’.
Μέσα σε αυτή την τραγωδία μια αόρατη χείρα ανέλαβε τα πάντα. Έγινε το πραξικόπημα, που ο Πρόεδρος Μακάριος το κατήγγειλε στα Ηνωμένα Έθνη ως ελληνική εισβολή στην Κύπρο, μια και το έκανε η χούντα, και ακολούθησε μια άλλη εισβολή, η τουρκική, με τέτοια μαεστρία, που στην Κύπρο δεν υπήρξε αντίδραση ή η αντίδραση υπήρξε αναμενόμενη στο βαθμό που ήθελαν.
Και αυτή ήταν η επιτυχία των ανθρώπων του ΝΑΤΟ. Γιατί οι Τούρκοι κατάφεραν, με ένα περίπατο να θέσουν υπό τον έλεγχό τους σχεδόν αμαχητί, το 40% περίπου της Κύπρου.
Έτσι Ελλάδα και Τουρκία διαμοιράστηκαν ουσιαστικά την Κύπρο, υπό την έννοια ότι η μισή Κύπρος έμεινε να στηρίζεται στην Ελλάδα και η άλλη να ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία. Κι έτσι επήλθε φυσικά η ηρεμία στη νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Όλα φυσικά έγιναν με τη χούντα της Ελλάδας και την Τουρκία να διεξάγουν ένα σχεδόν εικονικό πόλεμο στο κυπριακό έδαφος, και η Κύπρος πλήρωσε τα σπασμένα, αλλά η Ελλάδα και η Τουρκία δεν συγκρούστηκαν, στα εδάφη τους, ενώ στην Κύπρο είχαν τις λιγότερες απώλειες:
Μερικές δεκάδες νεκρούς η Ελλάδα, που για μας ήταν ήρωες και μερικές εκατοντάδες οι Τούρκοι από την αντίδραση των Κυπρίων που δεν ήξεραν τα σχέδια. Αυτά ήταν τα αισχρά που παραδέχθηκε ο Ρίτσιαρντ Χόλμπρουκ στα τέλη της δεκαετιας του 1990 ενώ βρισκόταν στην Κύπρο.
Τα άλλα είναι πλέον ιστορία την οποία θα διαβάσετε μέσα από τα όσα κατέγραψαν για το δράμα της πατρίδας μας δημοσιογράφοι, ανάλογα με το πόστο στο οποίο βρέθηκαν, αλλά πάντοτε, υπεύθυνα για την ιστορική αλήθεια στο νέο μου βιβλίο για το πραξικόπημα (21ος τόμος) που κυκλοφορει αυτές τις μέρες.
Ο Πρόεδρος Μακάριος έφυγε από τη ζωή το 1977, τρία χρόνια μετά την καταστροφή, αλλά ποτέ κανένας δεν ήταν σίγουρος ότι γνώριζε επακριβώς τις μύχιες σκέψεις του ή αυτά που σκεφτόταν εκείνες τις κρίσιμες ώρες της τελικής αναμέτρησής του με την χούντα.
Ούτε και το πόρισμα της Βουλής τα καταγράφει απόλυτα, παρά τις 155 συνεντεύξεις. Γιατί από τις μετέπειτα δηλώσεις τους διαφαίνεται ότι ορισμένοι συνεργάτες του, που είχαν πρόσβαση στο τηλέφωνό του ή ακόμα και τον συνάντησαν, για να του δώσουν τη δική τους συμβουλή, πίστευαν ότι φοβόταν ή παρουσιαζόταν να φοβάται ότι η χούντα θα τον δολοφονούσε, παρά να διενεργούσε πραξικόπημα εναντίον του.
Άλλοι πάλι πίστευαν ότι είχε απόλυτες πληροφορίες ότι θα του έκαναν πραξικόπημα και ότι έστειλε την επιστολή στον Στρατηγό Γκιζίκη στις 2 Ιουλίου ’74 σε μια απέλπίδα προσπάθεια να προκαλέσει παρέμβαση τρίτων προς τη χούντα, για να συνέλθει για το κακό που κινδύνευε να υποστεί η Κύπρος, με μια τέτοια ενέργεια, με απρόβλεπτες συνέπειες και γι’ αυτό φρόντισε ώστε να διαρρεύσει επειγόντως, μετά που την παρέλαβε η στρατιωτική χούντα των Αθηνών. Ωστόσο, τέτοια στήριξη δεν φαινόταν εκ των υστέρων να εξασφάλισε και δεν βρήκε καμιά σίγουρη ανταπόκριση.
Άλλοι ακόμα ανέφεραν ότι ανάμεσα στα σχέδια που αιωρούνταν και του προτάθηκαν από συνεργάτες του, για απόκρουση ενός πραξικοπήματος ήταν η σύλληψη όλων των Ελλήνων αξιωματικών και η ομαδική μεταφορά τους στην Ελλάδα, αλλά παρουσιαζόταν να ανησυχεί μήπως αυτό θεωρείτο ως αντιπραξικόπημα, παραγνωρίζοντας την παροιμία «παρά παπάς σκοτωμένος καλύτερα παπάς φονιάς».
Όμως από τις ενέργειές του και τα όσα έκαμε ο στενότερος των συνεργατών του, Γεώργιος Τομπάζος, που γνώριζε όλες τις πληροφορίες που έφθαναν συνεχώς κοντά του, και του τις διοχέτευε, αλλά και όσα του ανέφερε ύστερα από μια δραματική σύσκεψη με το Εφεδρικό, λίγες ώρες πριν εκδηλωθεί το πραξικόπημα, αλλά και νωρίτερα, ήταν σίγουρος ότι αυτό ερχόταν και δεν μπορούσε καμιά δύναμη να το αντικόψει και αφέθηκε, ως μη όφειλε, ή υπέκυψε στη μοίρα του.
Όλα αυτά ήρθαν στην επιφάνεια ύστερα από μια βόμβα που έριξε ο Γεώργιος Τομπάζος που ήξερε πρόσωπα και πράγματα μέσα από τις πληροφορίες της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της οποίας προίστατο τις δραματικές εκείνες ημέρες και οι οποίες, ωστόσο, δεν ήλθαν ποτέ στην επιφάνεια, ούτε και μέσα από το πόρισμα της Επιτροπής της Βουλής, έστω και αν της παραχωρήθηκαν συνολικά 130,000 σελίδες πλήρεις υποκλοπών και άλλων πληροφοριών.
Η ΚΥΠ είχε γίνει στενός κορσές των Ελλαδιτών αξιωματικών, αλλά και εκείνοι παρακολουθούσαν κάθε κίνηση της μέσω των δικών τους πρακτόρων από ένα άριστο δίκτυο πληροφοριών και στην κρίσιμη στιγμή άλλαξαν τα σχέδιά τους και διενήργησαν το πραξικόπημα μέρα μεσημέρι σχεδόν αντί τις αυγινές ώρες.
Το περίεργο στην όλη ιστορία είναι ότι η ελληνική ΚΥΠ διέθετε δικές της εγκαταστάσεις σε μικρή απόσταση από το Προεδρικό Μέγαρο, κοντά στο 9οΤακτικό Συγκρότημα, στη λεωφόρο Προδρόμου, σύμφωνα με τον λοχαγό του Εφεδρικού Τάκη Τσαγγάρη και από τις οποίες σίγουρα η ΚΥΠ του Βασίλη Βιντζηλαίου θα μπορούσε να παρακολουθεί ή να ακούει όσα συνέβαιναν ή αποστέλλονταν ηλεκτρονικά από και προς το Προεδρικό Μέγαρο με τα σύγχρονα μέσα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1968 οι άνθρωποι του Γιωρκάτζη, που βρίσκονταν στο δρόμο, μπόρεσαν να εξασφαλίσουν με τα μέσα της εποχής, την πληροφορία για το ποιος θα ήταν ανθυποψήφιος του Μακαρίου πολύ πριν ανακοινωθεί το όνομά του.
* Από το 21ο τόμο της Ιστορίας της Κυπριακής Δημοσιογραφίας που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες κάτω από τον τίτλο “Πραξικόπημα”
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE