Εμείς, της Αθήνας οι εκδρομείς, προσπαθήσαμε να φέρουμε το νησί του Αιόλου στο αστικό μπαλκόνι και “του Διονύσου την πευκόφυτη πλαγιά” στο σαλόνι…

FILE PHOTO: Τουρίστες παρακολουθούν τους Εύζωνες στην αλλαγή της φρουράς, στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αλέξανδρος Μπελτές




Της ΝΑΝΤΙΑΣ ΦΩΣΚΟΛΟΥ*, Τα Νέα

“-Ποιος είναι ο αγαπημένος σας μήνας;
-Ο Ιούλιος, γιατί τότε είναι πραγματικό καλοκαίρι.”

Την απάντηση την είχα δώσει σε λεύκωμα της Πέμπτης ή Έκτης Δημοτικού (πολύ πιθανό σε μια έξαρση αυταρέσκειας να ήταν και στο δικό μου λεύκωμα – εφηύρα την ερώτηση για να την απαντήσω η ίδια περιχαρής). Τόση μούρλα για το καλοκαίρι. Ομολογουμένως, ήμασταν προνομιούχοι.

Αν και μισθοσυντήρητοι, οι γονείς μας, με τη συνδρομή κάποιας θείας χάρης αλλά και κοινωνικής πρόνοιας άλλων εποχών, είχαν καταφέρει να μας εξασφαλίσουν συνθήκες αξιοζήλευτες: η αδερφή μου κι εγώ “φυγαδευόμασταν” στο εξοχικό του ενός σετ παπουδογιαγιάδων (των Ρουμελιωτών) την επομένη που κλείναν τα σχολεία, κι επιστρέφαμε στην Αθήνα μια-δυο μέρες πριν ξανανοίξουν, μαζί με τους κατεργάρηδες στους πάγκους τους.

Οι ονειρεμένοι τρεις μήνες κατανέμονταν σε τρεις βασικούς προορισμούς: το παραλιακό θέρετρο στη Φθιώτιδα, το σπιτάκι στο νησί (προίκα των τηνίων παπουδογιαγιάδων) και την Κατασκήνωση στον Διόνυσο (δωρεάν χάρη στο Ταμείο Υγείας της μαμάς).

  • Εμβόλιμα έμπαιναν ολιγοήμερες αποδράσεις στο κλεινόν άστυ για πολιτιστικά -αρχικά “Χόλιντεϊ ον Άις” στο Καλλιμάρμαρο, όταν μεγάλωσα λίγο άρχισε η πιο βαριά κουλτούρα (Μπαλέτα Μπεζάρ, Σανγκάι Τζούκου)-, και φυσικά Επίδαυρος, είτε με βροχή είτε με καύσωνα. Α, και κάποιο κυκλαδονήσι, με ορμητήριο την Τήνο.

Αυτά η μέση αστική μας οικογένεια. Σαν τρελή έκανα, λοιπόν, για το καλοκαίρι.

Η ενότητα ζωής που ξεκίνησε με το τέλος του Λυκείου μοιάζει με ένα μεγάλο μακροβούτι από παραλία σε παραλία, από μπάρα σε μπάρα, όπου φύκια, σφηνάκια, φιλίες, έρωτες, υπαρξιακές και άλλες αναζητήσεις μπερδεύονται σε ένα κοκτέιλ που οδηγεί από την τρικυμία εν κρανίω προς τη νηφαλιότητα.

Και χωρίς οίκτο όλα σου τα κανονάκια σε άκυρα οχήματα και διασκεδαστικές γνωριμίες, αλλά συνεχίζεις να βουτάς όλο και βαθύτερα γιατί η προπέλα της επιθυμίας σε ωθεί ασταμάτητα προς τα μπρος.

Ο δρόμος προς την ωριμότητα περνάει μέσα από το δίπολο κάθε διδακτικής εμπειρίας, τα δύο άκρα της ηδονής και του πόνου. Άλλωστε η ακρογιαλιά όπου, ως παιδί, νόμιζες ότι ήσουν στον παράδεισο, ήταν η ίδια που σου έμαθε τον πόνο της τσούχτρας και της δράκαινας.

Όσες απώλειες και επώδυνες ανατροπές κι αν περιέκλειαν, τα καλοκαίρια εκείνης της περιόδου δεν έπαυαν να αποτελούν παραλλαγές στο ίδιο θέμα – του αρχετυπικού, ιερού, προνομιακού παιδικού καλοκαιριού.

  • Ο άλλος Αύγουστος

Ύστερα ήρθε το μεταπτυχιακό στην Αμερική και μαζί του η πρώτη ριζική μεταμόρφωση του καλοκαιριού: ο Αύγουστος μετατράπηκε σε μήνα έναρξης της ακαδημαϊκής χρονιάς. Το “ραντεβού τον Σεπτέμβρη” μετατέθηκε έναν μήνα νωρίτερα.

Το πρώτο έτος έφτασα για να εγκατασταθώ στη φοιτητική εστία (και στη νέα ήπειρο) 23 Αυγούστου, με τα μαθήματα να ξεκινάνε σε μόλις δύο εβδομάδες.

Το δεύτερο έτος γύρισα μία βδομάδα νωρίτερα, Δεκαπενταύγουστο, το δε τρίτο και τελευταίο έτος του μεταπτυχιακού μετέφερα την επιστροφή μου στη Νέα Υόρκη και στο πανεπιστήμιο όσο νωρίτερα γινόταν – πέρασα ολόκληρο τον Αύγουστο εκεί.

Κοίτα να δεις που η παράδοση των Τηνιακών να λένε “Άντε, και καλό χειμώνα!” με το που τελειώνει η τελετή το μεσημέρι του Δεκαπενταύγουστου (ατάκα που ακουγόταν σουρεαλιστική στα εφηβικά αφτιά μου – “Μα αφού έχουμε ακόμα έναν μήνα μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία!”), έμελλε να βρει την επιβεβαίωσή της στο εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ.

Πολύ σύντομα ήρθε μία ακόμα “μεταμόρφωση του θέρους” – εκείνη που έφερε τη γλύκα του… “θερισμού”: οι περισσότερες από τις παραστάσεις που είχα την τύχη να σκηνοθετήσω στη Νέα Υόρκη υλοποίηθηκαν στο πλαίσιο θερινών φεστιβάλ (Διεθνές Φεστιβάλ Fringe NYC, Between the Seas Festival, Euripides Festival, Salty Women Festival).

Τότε το θέρος χαρίζει τον οργασμό της δημιουργίας – θερίζεις τους καρπούς του ιδρώτα σου (διπλού, χάρη στη δυσκολία της ζέστης) και έχεις την ικανοποίηση ότι τους μήνες που άλλοτε ήταν “εξωσχολικοί” εσύ όχι μόνο δούλεψες σκληρά αλλά μοιράστηκες και το καλλιτεχνικό σου έργο με το κοινό. Η δεύτερη αυτή μεταμόρφωση σήμανε γιορτινά θεατρικά “καλοκαίρια” (σε εισαγωγικά γιατί το καλοκαίρι, όσο χαρωπό κι αν το κάνει η μητρόπολη, κατά βάθος δεν είναι ποτέ αληθινό για μια Ελληνίδα αν δεν έχει Κυκλάδα).

  • Ό,τι σπείραμε, θερίζουμε

Μ’αυτά και μ’αυτά, φτάσαμε στο 2024. Πώς και πότε η εκδρομή που δεν ήθελα να τελειώσει μεταμορφώθηκε όχι απλά σε ένα εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσω αλλά σε έναν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσω; Όπως συχνά συμβαίνει με τις αλλαγές, δουλεύουν αθόρυβα αλλά συστηματικά, και αποκαλύπτονται τελικά προκαλώντας σου θλίψη γιατί έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τη μεταμόρφωση.

Ενώ το φετεινό καλοκαίρι ξεκίνησε και πάλι με νεοϋορκέζικη παράσταση, μετά θάφτηκε στην αττική έρημο. Εμείς, της Αθήνας οι εκδρομείς, εγκλωβισμένοι από τον άνευ προηγουμένου χαλκά της θερμοκρασίας που δεν πέφτει ούτε καν τα βράδια επί βδομάδες, προσπαθήσαμε να φέρουμε το νησί του Αιόλου στο αστικό μπαλκόνι και “του Διονύσου την πευκόφυτη πλαγιά” στο σαλόνι:

Κάναμε μεταμεσονύχτιο ντους με μαγιό και κουβά στη βεράντα (όπως όταν ξεπλενόμαστε από τα αλάτια στην ταράτσα στη Χώρα), και κουβαλήσαμε τα στρώματά μας στο λίβινγκ-ρουμ, όπου το σιωπητήριο των “παιδικών εξοχών” χτυπάει κοντά στα ξημερώματα, για να εκμεταλλευτούμε και την τελευταία σταγόνα δροσούλας.

Όσοι καταφεύγουμε στον κλιματισμό μόνο ως ύστατη λύση και αφού πρώτα εξαντλήσουμε κάθε άλλο λιγότερο ενεργοβόρο και συμβάλλον στην υπερθέρμανση του πλανήτη (και της πόλης) δροσιστικό μέσον (μπερντέδες για να κόβουν τον ήλιο στα μπαλκόνια, ανεμιστήρες στα δωμάτια, σφράγιση του διαμερίσματος την ημέρα, παγίδευση της όποιας δροσιάς τη νύχτα), ακόμη κι εμείς φέτος σχεδόν παραδώσαμε τα όπλα.

Το δε τελευταίο προπύργιο της πάλαι ποτέ λατρεμένης αθηναϊκής “στεϊκέισιον”, το θερινό σινεμά χωρίς όρια, έπεσε κι αυτό: τα ντουβάρια βράζουν τόσο πολύ που νομίζεις ότι θα σε καταπιούν σαν τα σαγόνια του καρχαρία.

“Εστίασε στο ελάχιστο κομμάτι πραγματικότητας επί του οποίου μπορείς να έχεις τον έλεγχο” λένε κάποιοι σοφοί. Βγαίνουμε μετά τα μεσάνυχτα να περπατήσουμε. Στους πυρωμένους δρόμους των Αμπελοκήπων, οι γάτες, βαλαντωμένες από τη ζέστη, έχουν γίνει ένα με την πιο απίθανη χαραμάδα δροσιάς σε ρωγμές και γωνιές. Τι μπορώ να κάνω; Μπορώ να τους βάλω φρέσκο νεράκι. Και να τους προσφέρω την ηθική μου συμπαράσταση.

Τώρα που η μοιραία ημερομηνία του Δεκαπενταύγουστου παρήλθε, λυπούμαι γιατί άφησα το πλατύ ελληνικό καλοκαίρι να περάσει μέσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω ούτε μια στάλα Αιγαίο. Ήλπιζα ότι θα έμενα τουλάχιστον με τις αναμνήσεις της κατασκήνωσης στο παρκέ και του πλατσουρίσματος με θέα το Πρέζιντεντ, αλλά αφού κάηκε και η Πεντέλη δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα.

Προσδοκώ ανάσταση δασών. Και του χρόνου στον Υπερσιβηρικό.

* Η Νάντια Φώσκολου είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.

Το νέο μιούζικαλ “MANIFESTO: The Diaghilev Project” παρουσιάστηκε σε συναυλιακή μορφή στη Νέα Υόρκη σε σκηνοθεσία της καταπληκτικής Νάντιας Φώσκολου

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: