Οι μητέρες, οι αδελφές, οι γυναίκες, οι αρραβωνιαστικιές των αγνοουμένων της Κύπρου. Τoυς αναζητούν μέχρι και σήμερα. Φωτογραφία Αρχείου ΓΤΠ, PIO
Ένα κοριτσάκι έξι μόλις μηνών είναι η νεαρότερη αγνοούμενη της κυπριακής τραγωδίας. Τα οστά της εντοπίστηκαν στο Τραχώνι Κυθραίας και ταυτοποιήθηκαν εδώ και πολλά χρόνια.
Οι αγνοούμενοί μας είναι, όπως πάντοτε τονίζεται, η τραγικότερη πτυχή του δράματος της Κύπρου. Από τον μακρύ κατάλογο των 1,619 αγνοουμένων, που περιλαμβάνει άμαχους, στρατεύσιμους και γυναικόπαιδα, το 49% ή 776 άτομα δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί.
Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν αλλά και αδιάσειστες μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια και μετά την τουρκική εισβολή, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι είχαν συλληφθεί και κρατηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο από τον τουρκικό στρατό και τους Τουρκοκύπριους παραστρατιωτικούς, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες της Άγκυρας.
Παρά τους ισχυρισμούς της Άγκυρας μετά την εισβολή ότι οι τουρκικές δυνάμεις δεν κρατούν αιχμαλώτους, κάποιες ευτυχείς συγκυρίες επέτρεψαν με τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και των Ηνωμένων Εθνών να εντοπισθούν οκτώ συνολικά αγνοούμενοι σε φυλακές στην κατεχόμενη Κύπρο, όπου οι Τούρκοι τους έκρυβαν.
Συγκεκριμένα στις 20 Νοεμβρίου 1974 εντοπίζονται στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και ελευθερώνονται οι Γεώργιος Κάϊζερ από την Κερύνεια, Μιχαήλ Φραγκόπουλος από το Μπέλλαπαϊς, Μιχαήλ Ποντικού από τη Μόρφου, Κλεάνθης Χαραλάμπους από τη Λακατάμεια και Ανδρέας Κατσούρης από τους Στύλλους Αμμοχώστου.
Στις 7 Αυγούστου 1975 εντοπίζεται κι ελευθερώνεται ο Χαράλαμπος Μοσχοβίας από την ΄Αχνα, ο οποίος κρατείτο στις τουρκικές φυλακές Σεραΐου και αργότερα στην Κερύνεια.
Την ίδια μέρα ανευρίσκεται κι ελευθερώνεται ο Στέλιος Γρηγοράκης από την Κρήτη, που κατάφερε να δραπετεύσει και κρυβόταν σε σπηλιά σε περιοχή της Καρπασίας.
Στις 25 Οκτωβρίου 1976 εντοπίζεται στις τουρκικές φυλακές Ομορφίτας κι ελευθερώνεται ο Λάμπρος Πλίτσης από τη Λάρισα-Ελλάδα.
Οι γονείς, σύζυγοι, συγγενείς των αγνοουμένων ο ένας μετά τον άλλο φεύγουν από τη ζωή χωρίς να έχουν λάβει απαντήσεις για την τύχη των προσφιλών τους ατόμων. Στις κηδείες όσων ταυτοποιούνται, τις περισσότερες φορές η πολύ στενή οικογένεια, οι σύζυγοι και γονείς είναι απόντες γιατί έχουν αποβιώσει και τους επικήδειους πλέον εκφωνούν εγγόνια ή και δισέγγονα.
Αγνοούμενοι Ε/κ αλλά και Ελλαδίτες περιλαμβάνονται και στον κατάλογο των δικοινοτικών συγκρούσεων του ’63-’64. Ταυτοποιήθηκαν 17 και αναζητούνται 27. Τρεις από τους 44 αγνοούμενους είναι Ελλαδίτες και ουδείς εξ αυτών έχει ταυτοποιηθεί.
Τον χρόνο που μας πέρασε, σύμφωνα με στοιχεία από την υπηρεσία αγνοουμένων και εγκλωβισμένων και δηλώσεις της επικεφαλής Άννας Αριστοτέλους στο ΚΥΠΕ, πραγματοποιήθηκαν 20 ταυτοποιήσεις από τις οποίες οι 7 αφορούν το πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Από αυτές οι 6 αφορούν ταυτοποιήσεις μικρών οστών Ελλαδιτών στρατιωτών. Τα οστά τους, ως γνωστό, επαναπατρίστηκαν πρόσφατα.
Από τον κατάλογο των 1,619 ατόμων οι 619 είναι άμαχοι , περιλαμβανομένων και γυναικόπαιδων. Χίλιοι είναι στρατεύσιμοι, έφεδροι και εθελοντές με τον μικρότερο εξ αυτών να είναι 17 ετών.
Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και τα παιδιά που χάθηκαν το καλοκαίρι του ‘74 καταρτίστηκε ένας κατάλογος για τους ανήλικους που περιλαμβάνει 36 ονόματα. Εξ αυτών ταυτοποιήθηκαν 20.
Η νεαρότερη αγνοούμενη από τον κατάλογο αυτό είναι μόλις έξι μηνών και η μεγαλύτερη 18. Οι γυναίκες αγνοούμενες είναι 118 και από αυτό τον κατάλογο ταυτοποιήθηκαν μόνο 26.
Σε χωριστό κατάλογο περιλαμβάνονται οι γυναίκες πεσούσες της εισβολής. Είναι 248 άτομα και ταυτοποιήθηκαν 38.
Συνολικά, ο κατάλογος γυναικών αγνοουμένων και πεσουσών περιλαμβάνει 366 ονόματα. Εντοπίστηκαν μόνο 64.
Όπως είπε στο ΚΥΠΕ η κ. Αριστοτέλους, οι κυριότερες δυσκολίες στις εκταφές αφορούν τις σκόπιμες μετακινήσεις από χώρους ταφής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ομαδικών τάφων.
Μια τέτοια υπόθεση αφορά την Αφάνεια όπου σε 2 περιπτώσεις έγιναν μετακινήσεις οστών. Στην μία εξ αυτών των περιπτώσεων βρέθηκε και ο πρωταρχικός και ο δευτερογενής χώρος ταφής.
Περιπτώσεις μετακίνησης οστών καταγράφονται επίσης στον Κορνόκηπο, την Σίντα, την Σκυλλούρα, το Τέμπλος και την Λάπηθο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις μετακινήσεων οστών εντοπίστηκαν 2, 250 θραυσματικά οστά που οδήγησαν σε κάποιες ταυτοποιήσεις, ωστόσο ο στόχος είναι ο εντοπισμός και των υπόλοιπων οστών.
Η τεράστια οικοδομική ανάπτυξη στα κατεχόμενα, οι περιβαλλοντικές αλλαγές και η οριοθέτηση λεγόμενων στρατιωτικών ζωνών από το κατοχικό καθεστώς δυσχεραίνουν εξίσου το έργο των εκταφών.
Η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ), που συστάθηκε το 1981 και η οποία λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, έχει ως αποστολή της τη διερεύνηση 1.468 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων αγνοουμένων, καθώς και 502 υποθέσεων Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων.
Η ΔΕΑ, έχει περιορισμένους όρους εντολής και δεν είναι εντεταλμένη να αποδώσει ευθύνες για τις εξαφανίσεις και δολοφονίες, ούτε και για να εξακριβώσει την αιτία θανάτου των αγνοουμένων.
Οι όροι εντολής της αποκλείουν θέματα που άπτονται της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Ως εκ τούτου, η ΔΕΑ δεν λειτουργεί ως μηχανισμός θεραπείας και αποκατάστασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αγνοουμένων και των οικογενειών τους. Επικεντρώνει τις προσπάθειες της μόνο στην επίλυση της ανθρωπιστικής πτυχής των εξαφανίσεων.
Στο ανθρωπολογικό εργαστήρι της ΔΕΑ, στο χώρο του παλαιού αεροδρομίου Λευκωσίας, γίνονται αναλύσεις των οστών που έχουν εκταφεί. Οι γενετικές αναλύσεις και η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA γίνονται στα εργαστήρια του Κυπριακού Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής έως και το 1976, στην Κύπρο λειτουργούσε κλιμάκιο αντιπροσώπων της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, το οποίο παρείχε ανθρωπιστική βοήθεια και στήριξη στις οικογένειες των προσφύγων, αγνοουμένων και παθόντων.
Στους αντιπροσώπους της ΔΕΕΣ, είχαν δηλωθεί από τις οικογένειες τους, ως αγνοούμενοι πέραν των 2.500 Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών.
Οι κατάλογοι αυτοί, αφορούσαν πολίτες, γυναίκες και παιδιά όπως και στρατιωτικούς μέλη της Εθνικής Φρουράς, της ΕΛΔΥΚ καθώς και εφέδρους. Οι κατάλογοι αυτοί παραδόθηκαν στις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και στην τουρκική πλευρά το 1975, όταν το κλιμάκιο της ΔΕΕΣ αποχώρησε από την Κύπρο.
Μετά από μελέτη των αρμοδίων υπηρεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας, συνομολογήθηκε ένας κατάλογος 1.619 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής.
Το 1995, από τις 1.619 υποθέσεις κατατέθηκαν στη ΔΕΑ οι 1.493. Έκτοτε, δημιουργήθηκε η κατηγορία των 126 υποθέσεων αγνοουμένων, που δεν είχαν κατατεθεί στη ΔΕΑ και για τους λόγους της μη κατάθεσής τους είχαν ενημερωθεί οι οικογένειες τους.
Εκτός από αυτές τις υποθέσεις αγνοουμένων, κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας του σχεδίου καταλόγου πεσόντων της τουρκικής εισβολής, που αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο το 2000, καταγράφηκαν και πέραν των 500 υποθέσεων Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών πεσόντων, που είχαν ταφεί σε γνωστούς και άγνωστους χώρους στις κατεχόμενες περιοχές.
Η Κυπριακή Κυβέρνηση προχώρησε στην εκταφή και αναγνώριση με τη μέθοδο DNA 200 περίπου ατόμων, που φονεύθηκαν στην τουρκική εισβολή και τάφηκαν στο στρατιωτικό κοιμητήριο Λακατάμειας και στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία, αφού μεταξύ αυτών υπήρχαν 74 άτομα που δεν μπόρεσαν να αναγνωρισθούν και τάφηκαν με την ένδειξη «άγνωστος».
Συγκεκριμένα τάφηκαν 44 με την ένδειξη «άγνωστος – Εθνική Φρουρά», 26 με την ένδειξη «άγνωστος – ΕΛΔΥΚ» και 4 με την ένδειξη «άγνωστος πολίτης».
Εκτός από τους αγνοούμενους της τουρκικής εισβολής, στη ΔΕΑ κατατέθηκαν και περίπου 44 υποθέσεις Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών αγνοουμένων της περιόδου 1963-67.
Στη ΔΕΑ κατατέθηκαν και περίπου 500 υποθέσεις Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων της περιόδου 1963-67 καθώς και της τουρκικής εισβολής. Επισημαίνεται ότι για καθαρά πολιτικούς λόγους, η Τουρκία δεν έχει καταθέσει υποθέσεις αγνοουμένων Τούρκων στρατιωτών.
Οι πρώτες προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος των αγνοουμένων έγιναν την περίοδο 1974-1976, στο πλαίσιο των συνομιλιών Γλαύκου Κληρίδη- Ραούφ Ντενκτάς για επίλυση του Κυπριακού.
Για το σκοπό αυτό είχε συσταθεί μια υποεπιτροπή για αγνοούμενα πρόσωπα, της οποίας οι εργασίες, λόγω διαφωνιών που προέκυψαν από την αρνητική στάση της τουρκικής πλευράς, τερματίστηκαν μετά από 11 συνεδριάσεις.
Την 31η Ιουλίου 1997, ο Γλαύκος Κληρίδης, τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο τότε ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς, κατέληξαν σε συμφωνία για τους αγνοουμένους η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή πληροφοριών για τις τοποθεσίες όπου μπορεί να βρίσκονται τάφοι Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων, καθώς και για την προετοιμασία των αναγκαίων διευθετήσεων που θα οδηγήσουν στην επιστροφή των λειψάνων αγνοουμένων προσώπων στους συγγενείς τους.
Το καλοκαίρι του 1999, έγιναν εκταφές σε δύο κοιμητήρια της Λευκωσίας από τη διεθνή μη κυβερνητική οργάνωση «Γιατροί για Ανθρώπινα Δικαιώματα». Ως αποτέλεσμα έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα 24 αγνοουμένων προσώπων με τη μέθοδο του DNA.
Τον Ιούλιο του 1974 ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός της περιοχής, την οποία σήμερα κατέχουν τα τουρκικά στρατεύματα, ήταν 162.000. Στο τέλος της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής τον Αύγουστο του 1974, 142,000 Κύπριοι είχαν εκδιωχθεί ή αναγκαστεί να φύγουν για να σωθούν.
Οι περισσότεροι από τις 20,000 που παρέμειναν, κυρίως στη χερσόνησο της Καρπασίας υποχρεώθηκαν σταδιακά να εγκαταλείψουν την περιοχή.
Ο ολικός αριθμός των Κυπρίων που έχουν εκδιωχθεί από το σπίτια τους ανέρχεται σε πάνω 160.000, δηλαδή στο ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου το 1974.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία, ο κατάλογος αριθμεί 332 άτομα ενώ οι Μαρωνίτες εγκλωβισμένοι και επανεγκατεσταθέντες είναι 338. Το 60% όλων των εγκλωβισμένων είναι ηλικίας 65 ετών και άνω. Τα παιδιά ανέρχονται στα 87 από τα οποία τα 17 είναι βρεφικής ηλικίας και διαμένουν με τους γονείς τους στο Ριζοκάρπασο. Από τους επανεγκατεσταθέντες τα 32 είναι παιδιά , εξ αυτών 2 είναι βρέφη.
Δώδεκα άτομα είναι φοιτητές που αυτή την περίοδο είναι στις ελεύθερες περιοχές για τις σπουδές τους.
Εγκλωβισμένοι διαμένουν σε Αγία Τριάδα, ‘Αγιο Ανδρόνικο, ‘Αγιο Θέρισο, Κορμακίτη και Καρπάσια.
Στο Ριζοκάρπασο λειτουργεί νηπιαγωγείο, δημοτικό και εξατάξιο Γυμνάσιο-Λύκειο. Μόλις πριν λίγες βδομάδες αποφοίτησε από το Λύκειο του Ριζοκαρπάσου ένας μαθητής.
Στον Κορμακίτη λειτουργεί νηπιαγωγείο και δημοτικό σχολείο.
‘Όπως είπε στο ΚΥΠΕ η ‘Αννα Αριστοτέλους, επικεφαλής της υπηρεσίας αγννουμένων και εγκλωβισμένων, υπάρχει εξαιρετική συνεργασία με τα Ηνωμένα ‘Εθνη για επίλυση των όποιων προβλημάτων προκύψουν και κωλυμάτων που δημιουργεί το κατοχικό καθεστώς.
Κάθε χρόνο σχεδόν υπάρχουν προβλήματα σε ό,τι αφορά τα βιβλία που στέλνονται από το ΥΠΑΝ και τα οποία πρέπει να ελέγξει το καθεστώς και να δώσει άδεια. Πολλές φορές δεν επιτρέπονται βιβλία στα σχολεία, σκίζονται σελίδες από αυτά ή γίνονται και έφοδοι σε σχολεία, όπως τον περασμένο χρόνο, ενέργεια που καταγγέλθηκε από την Υπουργό Παιδείας στο Ευρωκοινοβούλιο.
Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στο Ριζοκάρπασο και η γενικότερη κατάσταση των μαθητών αλλά και η διαβίωση γενικά των εκγλωβισμένων μας παρακολουθείται στενά.
Να σημειωθεί ότι στο Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο στο Ριζοκάρπασο λειτουργεί Προαιρετικό Ολοήμερο με όλα τα παιδιά να συμμετέχουν σε αυτό, ενώ στο Γυμνάσιο συχνά γίνονται απογευματινά ιδιαίτερα μαθήματα ενίσχυσης. Από την νέα σχολική χρονιά θα λειτουργήσουν, κατόπιν ενδιαφέροντος, και επιμορφωτικά μαθήματα.
Στα σχολεία εργοδοτούνται εκτός από τους εκπαιδευτικούς και καθαρίστριες, επιμελήτρια, συντηρητής, μάγειρας για το ολοήμερο σχολείο και βοηθητικό γραμματειακό προσωπικό.
Στον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Βιέννης (31 Ιούλη – 2 Αυγούστου 1975) μεταξύ Εκπροσώπων των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς, που έγιναν υπό την Προεδρία του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Κούρτ Βάλντχαϊμ, είχε συμφωνηθεί η μεταφορά των Τουρκοκυπρίων του νοτίου τμήματoς της Κύπρου στο βόρειο. Παράλληλα όμως είχε επιτευχθεί και συμφωνία που αφορούσε τους Ελληνοκυπρίους εγκλωβισμένους.
Η συμφωνία πρόβλεπε ότι όσοι Ελληνοκύπριοι βρίσκονταν την εποχή εκείνη στο βόρειο τμήμα της Κύπρου θα ήταν ελεύθεροι να παραμείνουν και θα τους δινόταν κάθε βοήθεια για μια ομαλή ζωή, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων για εκπαίδευση και άσκηση της θρησκείας τους, ιατρικής φροντίδας από δικούς τους γιατρούς και ελευθερίας διακίνησης στη βόρεια περιοχή.
Αναφερόταν ακόμη ότι στο νότιο τμήμα της Κύπρου θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι Έλληνες Κύπριοι του βορείου τμήματος που θα ήθελαν, ύστερα από δική τους αίτηση που δυνατό να γινόταν, χωρίς να ασκηθεί σ’ αυτούς οποιοδήποτε είδος πίεσης.
Επίσης είχε συμφωνηθεί ότι η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ θα είχε ελευθερία και ομαλή προσπέλαση στα χωριά όπου ζούσαν εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι. Τέλος, είχε συμφωνηθεί ότι θα δινόταν προτεραιότητα σε ζητήματα επανένωσης οικογενειών, που δυνατόν να συνεπαγόταν και τη μεταφορά στο βόρειο τμήμα αριθμού Ελληνοκυπρίων.
Οι Τούρκοι, ωστόσο, δεν τήρησαν τη συμφωνία αυτή για τους Ελληνοκυπρίους εγκλωβισμένους παρά το ότι το άλλο σκέλος της συμφωνίας, εκείνο που πρόβλεπε τη μεταφορά από το νότιο στο βόρειο τμήμα όσων Τουρκοκυπρίων επιθυμούσαν να μετακινηθούν, εφαρμόστηκε χωρίς εμπόδια εκ μέρους των Ελλήνων.
Η εκδίωξη Ελληνοκυπρίων από τις κατεχόμενες περιοχές συνεχίστηκε και μετά τη συμφωνία του τρίτου γύρου των συνομιλιών της Βιέννης και τελικά παρέμεινε μικρός μόνο αριθμός από αυτούς.
Με πληροφορίες από ΚΥΠΕ – Κυριακή Χριστοδούλου
Λευκωσία, Κύπρος
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE