Στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έγινε η παρουσίαση του αφιερώματος του περιοδικού «Τετράδια» για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την οποία οργάνωσαν οι εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, το περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ» και το ΕΡΜΑ. Φωτογραφία από τους διοργανωτές της εκδήλωσης.
Σε μια εκδήλωση με έντονο συναισθηματικό φορτίο, που πραγματοποιήθηκε στην ιστορική αίθουσα του Ιδρύματος Μακαρίου Γ, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, παρουσιάσθηκε ο τόμος του περιοδικού Τετράδια, ο οποίος είναι αφιερωμένος στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή.
Πρόκειται για ένα τόμο που περιλαμβάνει κείμενα πλειάδας αναλυτών και ειδικών, διπλωματών, ιστορικών, δημοσιογράφων και στρατιωτικών. Την εκδήλωση οργάνωσαν οι εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, το περιοδικό «Τετράδια» και το βιβιλοπωλείο Έρμα.
Για το αφιέρωμα μίλησαν ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κ. κ. Γεώργιος, και ο Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας- διευθυντής των εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια». Η εκδήλωση έγινε στη Λευκωσία, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Γ, στην Ιερά Αρχιεπισκοπή.
Οι αναφορές των ομιλητών στους σημερινές εξελίξεις σε συνάρτηση με τις τουρκικές επιδιώξεις ήταν κρίσιμης σημασίας. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Γεώργιος μιλώντας κατά την παρουσίαση (ΕΔΩ), ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι σήμερα η Τουρκία προσπαθεί να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιό της, να ολοκληρώσει τον ανόσιο στόχο της. Αυτό ανέφερε στην παρουσίαση του ειδικού αφιερώματος του περιοδικού Τετράδια για τα πενήντα χρόνια από την εισβολή.
Συνεχίζοντας στην ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος είπε πως η προσπάθειά της κατοχικής δύναμης, εξελίσσεται κυρίως με τρεις ταυτόχρονους, τρόπους:
– Με τις συνομιλίες στις οποίες προσέρχεται και αποχωρεί οπότε και όταν κρίνει ότι προωθούνται καλύτερα τα συμφέροντα της, και από τις οποίες προσδοκά κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία ενός μορφώματος το οποίο να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να διαλύσει και να μας καταστήσει ομήρους της, αφού τότε δεν θα’χουμε διεθνή υπόσταση. Γι’ αυτό και αναφέρεται στην Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσαν.
– Με τον εποικισμό, οπότε, όταν τα καταφέρει, με τις διεθνείς σχέσεις της, και παραπλανώντας τον διεθνή παράγοντα, να τον νομιμοποιήσει, θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Ο εποικισμός είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος κίνδυνος. Έστω και αν μάς αναγνωρίσουν όλα τα άλλα απαράγραπτα δικαιώματά μας, αν παραμείνουν οι έποικοι, θα καταντήσουμε μία μικρή μειοψηφία. Θα ζητήσουν τότε οι Τούρκοι ενιαίο κράτος και εμείς θα καταποντιστούμε.
– Τρίτος τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να ολοκληρώσουν την πλήρη κατάληψη της Κύπρου, είναι ο εκφοβισμός. Με τον εκφοβισμό, τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στην πλευρά μας, δεν θα μείνει άλλη επιλογή, στον λαό μας, από την φυγή και θα’χουμε την τύχη της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο στόχος αυτός υποβοηθείται σήμερα και με τα στίφη των Μουσουλμάνων λαθρομεταναστών, που μας προωθεί στις ελεύθερες περιοχές.
Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο, η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.
Γνωστοί και θανάσιμοι οι σχεδιασμοί των Τούρκων, είπε και σημείωσε: «Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του».
Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό.
Σημειώνοντας την ανάγκη να περιφρουρήσουμε, επί του παρόντος «ό,τι κατέχουμε, κυρίως την κρατική μας υπόσταση, και να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τον λαό μας. Είμαστε ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δικαιούμαστε κι εμείς ό,τι απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι».
Παράλληλα, σημείωσε, οφείλουμε να ενισχύσουμε την άμυνα μας, δίνοντας το μήνυμα ότι όχι μόνο κάθε προσπάθεια επέκτασης της κατοχής θα έχει μεγάλο κόστος για τον εχθρό, αλλά και ότι δεν θα αποδεχθούμε ποτέ τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής και ότι θα εργαζόμαστε συνεχώς για αποκατάσταση των δικαιωμάτων όλων των νόμιμων κατοίκων της Κύπρου.
Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου αναφέρθηκε και στη στάση ελληνικών κυβερνήσεων.
«Θα πρέπει, ακόμα, πάση θυσία να πείσουμε την Κυβέρνηση του Εθνικού κέντρου, την κάθε κυβέρνηση της μητρός Πατρίδος για την αναγκαιότητα τής από κοινού, με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας προώθηση του εθνικού μας θέματος σε όλες του τις πτυχές. Η αγάπη του Ελληνικού λαού και η στήριξη του στους διαχρονικούς αγώνες μας ήταν και είναι συνεχής. Το ίδιο και της διοικούσας Εκκλησίας της Ελλάδος, της Αρχιεπισκοπής, των Μητροπόλεων και των Μονών. Τους ευχαριστούμε βαθύτατα και τους ευγνωμονούμε. Δεν μπορούμε, όμως, να πούμε το ίδιο, δυστυχώς, και για τις Ελληνικές κυβερνήσεις.
Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν για μας στάση εγκατάλειψης, αδιαφορίας, απόρριψης. Ζήσαμε τη θλίψη αυτή- κι εμείς και οι πατέρες μας- όταν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα εγκαταλειφθήκαμε από την κυβέρνηση της μητέρας πατρίδας μας και εξαναγκαστήκαμε να δεχθούμε τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου, που είναι αιτία και για τα σημερινά μας δεινά.
Ζήσαμε αναβαθμισμένη τη θλίψη και το 1974, όταν η Χούντα των Αθηνών, διενεργώντας το πραξικόπημα, μας παρέδιδε στα χέρια της Τουρκίας· κι όταν, εν μέσω της τουρκικής εισβολής, μας διαμηνυόταν ότι είμαστε μακριά και δεν θα’ πρεπε να περιμέναμε βοήθεια. Και σήμερα προγευόμαστε μιαν τρίτη, χειρότερη συμφορά. Η πρόσφατη αποδοχή της αίτησης του Κοσσόβου από το Συμβούλιο της Ευρώπης, που έγινε με Ελληνική μάλιστα εισήγηση, παρά τη διαφωνία και τις έντονες αντιρρήσεις της Κύπρου, ανοίγει ανάλογες προοπτικές για την αποσχιστική οντότητα των Τουρκοκυπρίων. Και οι επιβεβαιωμένες στην πράξη φημολογίες ότι η Ελλάδα πίστεψε στις διαβεβαιώσεις της Τουρκίας περί «καλής γειτονίας» και εξαιρεί το Κυπριακό από τις συζητήσεις για τα άλλα θέματα μαζί της, αφού έφτασε στο σημείο να κατέρχεται με κοινό ψηφοδέλτιο με την Τουρκία στον ΟΑΣΕ, μας δημιουργεί και πάλιν έντονες ανησυχίες.
Μιλώ με αυτόν τον τρόπο και με κάθε ειλικρίνεια και πιστεύω ότι αυτό ισχύει για όλους τους Κυπρίους, έχοντας απαιτήσεις, γιατί δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας ξένους. Δεν απευθυνόμαστε προς φίλους, ή συμμάχους, ή μακρινούς συγγενείς. Αν αυτή ήταν η σχέση μας θα παρακαλούσαμε με συστολή και λεπτότητα . Είμαστε Έλληνες, όμως, που μετρούμε στον τόπο μας τόσα χρόνια ελληνικής παρουσίας όσα και οι Αθηναίοι στην Αττική, οι Σπαρτιάτες στην Πελοπόννησο. Κι έχουμε το δικαίωμα να απαιτούμε έντονα. Γιατί πρόκειται για κοινούς κινδύνους. Τα αιτήματά μας δεν αναφέρονται σε οικονομική στήριξη, όπως κάνουν οι Έλληνες της διασποράς, για να κρατήσουμε τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά μας.
Αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες και ποταμούς αιμάτων, μέσα στους αιώνες, αντιμετωπίζοντας ποικίλους κατακτητές. Ζητούμε την από κοινού αντιμετώπιση των κινδύνων για να κρατηθούμε στις ρίζες μας, να μην γίνει η Ελληνική παρουσία μας στην Κύπρο παρελθοντική αναφορά. Γιατί, αλλοίμονο! Αν πέσει η Κύπρος θα αρχίσει η αποδόμηση της Ελλάδος. Θα έλθει η σειρά της Θράκης, του Αιγαίου, της Μακεδονίας.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν βρισκόμαστε στο παραπέντε ή στο παραένα. Το φάσμα της καταστροφής πλανάται παντού. Ας μην ολιγοψυχούμε».
Στη δική του ομιλία, ο συγγραφέας και εκδότης του Στοχαστή και των Τετραδίων, Λουκάς Αξελός (ΕΔΩ), μεταξύ άλλων είπε πως «εξετάζοντας προσεκτικά το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων στην Κύπρο και στο Αιγαίο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η πραγμάτωσή τους ακυρώνει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο τους όρους της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Αυτά φρονώ ότι δεν αφορούν μόνο την ελληνική κυρίαρχη τάξη, ούτε επίσης αφορούν μόνο την τουρκική άρχουσα τάξη, που επιτήδεια εννοεί να προβάλλει και προωθεί τις απαιτήσεις της σαν αντίρροπο στα εσωτερικά αδιέξοδα της τουρκικής κοινωνίας. Τα ζητήματα αυτά θεωρώ ότι κατά πρώτο λόγο αφορούν τις υποτελείς τάξεις σε Ελλάδα και Τουρκία».
Ο Λουκάς Αξελός ανέφερε πως πολλές φορές έχει διερωτηθεί «μήπως αποτελεί ακραίο υποκειμενισμό ή κινδυνολογία η πεποίθησή μου ότι ο Ελληνικός Κόσμος, οι Έλληνες, ο Ελληνισμός, η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν μείζονα εθνικά προβλήματα που ξεκινώντας από την κατοχή της βόρειας Κύπρου, διαπερνούν το Καστελόριζο, το Αιγαίο, την Θράκη, την Μακεδονία, για να καταλήξουν στις συστηματικές προσπάθειες εξανδραποδισμού της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Βόρεια Ήπειρο; Όμως, ειλικρινά, στο σημερινό σημείο καμπής η προτεινόμενη λύση της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), αποτελεί την χειρότερη δυνατή εκδοχή. Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η έλλειψη λειτουργικότητας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση του υβριδιακού αυτού κρατιδίου και την απορρόφησή του από την ισχυρότερη πλευρά; Είναι, λοιπόν, λογικό, όταν όλα τα δεδομένα βοούν για το αδιέξοδο της μέχρι σήμερα ασκούμενης πολιτικής, να εξακολουθούμε να ξορκίζουμε το πρόβλημα με βασκανίες; Υπάρχει πραγματικά ένας σοβαρός μελετητής που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τον θανάσιμα διαλυτικό ρόλο της; Χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς ότι η ΔΔΟ είναι το δόλωμα που οδηγεί στην κατάλυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και την μετατροπή της σε συνιστώσα πολιτεία μιας συνομοσπονδίας, υπό καθαρή τουρκική επικυριαρχία;»
Ο Λουκάς Αξελός επισήμανε πως αισθάνεται πραγματική αποστροφή όταν σκέφτεται ότι «το σύνολο σχεδόν των ελλαδικών και ελληνοκυπριακών αριστερών, κυρίως, πολιτικών δυνάμεων είναι εύκολο να συστήσει επιτροπές αλληλεγγύης για κάθε θύμα βίας που εκδηλώνεται στις πέντε ηπείρους, την ίδια στιγμή που κρατάει αυτή την παχυδερμική στάση απέναντι στους 200.000 πρόσφυγες και αιχμαλώτους αδελφούς του στην Κύπρο, την στιγμή που κωφεύει στις αγωνιώδεις εκκλήσεις 300.000 και πλέον Ελλήνων συμπατριωτών του στην Βόρειο Ήπειρο, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα στην Χειμάρα.
Δεν μπορείς να εκφράσεις ουσιαστική διεθνιστική αλληλεγγύη όταν έχεις ολοκληρωτικά χάσει την εθνική σου ευαισθησία. Η συμπύκνωση όλων λοιπόν των παραπάνω, και όχι απλά η ιστορική τοποθέτηση ή η εξέταση από την σκοπιά του «στενού εθνικού συμφέροντος», είναι που δίνει μια καθολική διάσταση στο Κυπριακό, ανάγοντάς το σε μείζον, όχι μόνον εθνικό πρόβλημα, αλλά και μείζον πρόβλημα αρχών για όποιον ουσιαστικά θέλει να το αντιμετωπίσει.
Είναι, λοιπόν, κατά την γνώμη μου προφανές ότι για μιαν ολόκληρη σειράλόγων το Κυπριακό είναι αναγκαστικά θεμελιακό εθνικό μας ζήτημα», Επισήμανε δε πως «από την αναγνώριση όμως της ιστορικής και πολιτικής αυτής αλήθειας, μέχρι την κατανόηση και λειτουργοποίησή της η απόσταση είναι μεγάλη, διότι, όπως πριν σαράντα και πλέον χρόνια διατύπωνα:
«για να φτάσεις να αντιμετωπίσεις και πρακτικά το Κυπριακό σαν το υπ. αρ. 1 εθνικό πρόβλημα, δηλαδή για να υποστείς το πελώριο πολιτικό κόστος που αυτό συνεπάγεται, σημαίνει ότι πρέπει να εντάξεις στην απαιτητική λογική του τις όποιες στενές ταξικές, πολιτικές και συντεχνιακές σου σκοπιμότητες, σημαίνει δηλαδή ότι πρέπει να χάσεις πολλά, ότι πρέπει να ’ρθεις σε ρήξη με την μεταπρατική ιδεολογία δεξιάς και αριστεράς απόχρωσης, λέγοντας θαρρετά ότι η Κύπρος για να μην χαθεί χρειάζεται να υποστούμε πολλές και πραγματικές θυσίες, ότι χρειάζεται ένας μεθοδικός συνδυασμός εθνικής ενεργοποίησης, πολιτικής και διπλωματικής πάλης, στρατιωτικής οργάνωσης και επαγρύπνησης, λαϊκής-δημοκρατικής ενότητας στη βάση…
Όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει έναν διαφορετικού τύπου προγραμματισμό…»
Καταλήγοντας ανέφερε πως η διαπίστωση αυτή ισχύει δυστυχώς και σήμερα σε πιο οξεία και δραματική διάσταση. «Έχουμε στόχο και σκοπό να οδηγηθούμε στην ευθανασία; Ενδεχομένως με τα όσα ως Συβαρίτες ή Ποσειδωνιάτες δείχνουμε να επιδιώκουμε. Βεβαίως η ιστορία έδειξε την δυνατότητα και άλλων επιλογών το 1955-1959, αλλά και το 2004 με την απόρριψη του θανατηφόρου Σχεδίου Ανάν», ανέφερε.
Για τα Τετράδια και τον ειδικό τόμο- αφιέρωμα αναφέρθηκε στην ομιλία του ο αναπληρωτής καθηγητής και Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Πέτρος Παπαπολυβίου.
«Για το ελληνικό κράτος για πολλά χρόνια δεν υπήρξε καν πόλεμος στην Κύπρο το 1974. Η επέτειος των πενήντα χρόνων από την τουρκική εισβολή βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τα κυρίαρχα αφηγήματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, όπου στην καλύτερη περίπτωση για το Κυπριακό σε επίπεδο διακηρύξεων ακούγεται το «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται» (ή συμπαρατάσσεται, κατά περιόδους, επί το λαϊκιστικώς ηρωικότερον). Και το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική ιστοριογραφία, όπου με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυριαρχεί αποκλειστικά η στενή μητροπολιτική οπτική, με την Κύπρο να μένει είτε στο περιθώριο, είτε να απουσιάζει εντελώς από την αφήγηση».
Σύμφωνα με τον κ. Παπαπολυβίου «δεν λείπουν και οι οριενταλιστικές – πατερναλιστικές περιπτώσεις, που αντιμετωπίζουν την ιστορία της Κύπρου ως συνέχεια των αθηναϊκών ζητωπολέμων του 19ου αιώνα, αδυνατώντας ή αρνούμενες να αντιληφθούν τη μαζικότητα του ενωτικού κινήματος στα χρόνια της Αγγλοκρατίας ως απάντηση στην αυταρχικότητα και την καταστολή της αποικιοκρατίας». Για όλους τους παραπάνω λόγους, είπε, είναι πολύ σημαντικό το αφιέρωμα των «Τετραδίων» στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο».
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE