Ο δικηγόρος της μητέρας της 12χρονης, Απόστολος Λύτρας (Κ) αντιδρά έξω από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, μετά την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου για την υπόθεση βιασμού και μαστροπείας της 12χρονης ανήλικης από τον Κολωνό, Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ
Την ευθεία αντίθεση τους στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου για τον πειθαρχικό έλεγχο ανακρίτριας και εισαγγελέα που χειρίστηκαν την υπόθεση με κατηγορούμενο τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα εκφράζουν η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας και πρόεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός κάνοντας μάλιστα λόγο για επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις.
Την ίδια ώρα, με νέα παρέμβασή της η ηγεσία του Αρείου Πάγου που επικρίνεται για τη χθεσινή της παραγγελία πειθαρχικού ελέγχου, σε ανακριτή και εισαγγελέα που τον αποφυλάκισαν χωρίς, όπως αποδεικνύεται να υπάρχει πρακτική δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης, διέταξε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα ανάκριση και δίκη
Ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Βερβεσός, και η πλειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους για τις πειθαρχικές παρεμβάσεις κατά δικαστών και εισαγγελέων, της προέδρου και της εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ιωάννας Κλάπα και Γεωργίας Αδειλίνη, επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων.
Συγκεκριμένα, ο κ. Βερβεσός, μεταξύ των άλλων, αναφέρει ότι «επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της».
Αναλυτικά στη δήλωσή του, ο κ. Βερβεσός σημειώνει:
«Η ηγεσία του Αρείου Πάγου, για μια ακόμη φορά, επιχειρεί με επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεις να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που ανακύπτουν σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, κάτι που, άλλωστε, έχει πράξει και κατά το πρόσφατο παρελθόν, όπως στις περιπτώσεις “του κινήματος της πετσέτας”, των συμβασιούχων, στο έγκλημα των Τεμπών, στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, στην υπόθεση βιασμού ανηλίκου από τον καθ’ ομολογία δολοφόνο της 11χρονης.
Η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του.
Ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στη δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περιπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς.
Δυστυχώς, η επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της.
Έτσι, περιπτώσεις πολιτών που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν, καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα.
Το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».
Παράλληλα, η πλειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), σε ανακοίνωσή της, μεταξύ των άλλων, τονίζει ότι «η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο».
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της ΕΔΕ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ.1 του Συντάγματος “Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησίας”, ενώ κατά την παράγραφο 2 “Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους…”.
»Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 109παρ.4 του ΚΟΔΚΔΛ “Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό: α…,β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του….γ)…”, ενώ και κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή “Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης”.
»’Αλλωστε, όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθρου 86 παρ. 4 Σ “..δεν επιτρέπεται πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για τη δικαστική τους κρίση καθεαυτή, δηλαδή για την επιστημονική άποψη που ακολούθησαν όσον αφορά τα νομικά ζητήματα που αντιμετώπισαν και την πεποίθηση την οποία σχημάτισαν από την εκτίμηση των αποδείξεων”.
»Η ανακρίτρια και ο εισαγγελέας που χειρίστηκαν τη δικογραφία σε βάρος κατηγορουμένου δικηγόρου για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης στο πλαίσιο κύριας ανάκρισης είναι οι μόνοι που έχουν πρόσβαση και γνωρίζουν το αποδεικτικό υλικό και οι μόνοι που μπορούν να κρίνουν τα κατάλληλα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του κατηγορουμένου.
»Θυμίζουμε εξάλλου τον νομικό κανόνα πως η προσωρινή κράτηση επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση σε κατηγορούμενο για κακούργημα, μόνο ως μέσο διασφάλισης της παρουσίας του στο δικαστήριο ή αποτροπής τέλεσης νέων εγκλημάτων, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που κατά περίπτωση προβλέπονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, εφόσον κρίνεται αιτιολογημένα ότι τα λοιπά μέτρα δικονομικού καταναγκασμού, στα οποία δίνεται προτεραιότητα, δεν επαρκούν (ή ο κατ’ οίκον περιορισμός με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να επιβληθεί) και χωρίς να αρκεί μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης.
»Η κρίση των δικαστικών λειτουργών είτε είναι ορθή είτε λανθασμένη, υπόκειται μόνο στους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και όχι σε πειθαρχικό έλεγχο.
»Ανεξαρτήτως των παραπάνω, παρατηρούμε ότι μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα μια προσπάθεια ταύτισης της ορθής απονομής Δικαιοσύνης με την αυστηροποίηση. Τα Μέσα Ενημέρωσης και η κοινή γνώμη που δήθεν αυτά εκφράζουν πλειοδοτούν στην επιβολή δρακόντειων ποινών.
»Οι θεσμοί των περιοριστικών όρων, της αναστολής της ποινής, η υφ’ όρον απόλυση φαίνεται να αντιμετωπίζονται ως ακατανόητη επιείκεια παρ’ όλο που απηχούν ισχυρούς θεσμούς του Κράτους Δικαίου, ενώ η προσωρινή κράτηση, η μη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση και οι μεγάλες ποινές, ως αντίδοτο στην εγκληματικότητα.
Η ανεξαρτησία του δικαστή -ζητούμενο και επιδίωξη μιας δημοκρατικής πολιτείας- καταλύεται όταν εισάγονται στη συνείδησή του υπολογισμοί και κριτήρια τρίτων που συνεπάγονται την αλλοτρίωση της προσωπικής του πεποίθησης με τη γνώμη εκείνων που μπορούν να του ασκήσουν πειθαρχικό έλεγχο.
»Οι παραπάνω διαπιστώσεις της υπ’ αριθμόν 25/2022 απόφασης που ήδη μνημονεύτηκε δεν αρκεί να μείνουν ως θεωρητική διακήρυξη της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά θα πρέπει να μετουσιώνονται καθημερινά σε πράξη».
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη απέστειλε σήμερα στην Ανακρίτρια του 18ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών παραγγελία για την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων.
Παράλληλα, ζητείται η κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Συγκεκριμένα, αναφέρεται:
“Αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ..Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. γ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο“.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Αθήνα, Ελλάδα
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE