Ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κ. κ. Γεώργιος. Φωτογραφία από τους διοργανωτές της εκδήλωσης
Στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Ιδρύματος Μακαρίου Γ’, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, έγινε η παρουσίαση του αφιερώματος του περιοδικού «Τετράδια» για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, την οποία οργάνωσαν οι εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ, το περιοδικό «ΤΕΤΡΑΔΙΑ» και το ΕΡΜΑ.
Για το αφιέρωμα μίλησαν ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου κ. κ. Γεώργιος, και ο Λουκάς Αξελός, Συγγραφέας- διευθυντής των εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια». Συντονιστής ήταν ο δημοσιογράφος Κώστας Βενιζέλος, Δημοσιογράφος. Παρακάτω δημοσιεύουμε την ομιλία του κ. Αξελού
Του ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Θλιβερή και απαισίας μνήμης η επέτειος που αναγκαστικά θυμούμαστε φέτος. Πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της Πατρίδας μας.
Μακρύς και επώδυνος ο δρόμος που, ως λαός, διανύσαμε από το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Μεγάλα και συνταρακτικά τα γεγονότα που ακολούθησαν, τις συνέπειες των οποίων υφίσταται ο Κυπριακός λαός μέχρι σήμερα:
Πενήντα χρόνια από τότε, κι ενώ στην αρχή το αγωνιστικό φρόνημα παρέμενε ακμαίο κι ο πόθος της επιστροφής άσβεστος κι αδιαπραγμάτευτος, κι ενώ θ’αναμενόταν, κρίνοντας από προηγούμενες συμπεριφορές της φυλής, όχι σε πενηνταετείς αλλά σε μακραίωνες περιόδους δουλείας, επαύξηση του πόθου για ελευθερία και περιφρόνηση μιας ατιμωτικής απλής επιβίωσης, γινόμαστε, σήμερα, μάρτυρες μιας απαράδεκτα θλιβερής κατάστασης.
Σ’αυτή την κατάσταση, αλλά και στους τρόπους αντιμετώπισής της προκειμένου να εξασφαλιστεί η εθνική αλλά και η φυσική επιβίωσή μας στη γη των πατέρων μας, θα ήθελα να αναφερθώ απόψε με την ευκαιρία που μου δίνεται από την εκδήλωση για τον αφιερωματικό τόμο των «Τετραδίων». Ευχαριστώ ιδιαίτερα για τον λόγο αυτό του κ. Λουκά Αξελού και όλους τους συντελεστές της συγκέντρωσης.
Ένα βλέμμα γύρω μας, θα μας πείσει για το τι επικρατεί, σήμερα, σε μεγάλο μέρος του Κυπριακού λαού: Αποπροσανατολισμός από αξίες και ιδανικά, έλλειψη αγωνιστικότητας, διάθεση συμβιβασμού με κάθε απαίτηση του κατακτητή, ίδιον όφελος εις βάρος του κοινού αλλά και του εθνικού συμφέροντος. Ξεχαστήκαμε στα μισά του δρόμου.
Μπαινοβγαίνουμε, κάτω από τους δοτούς περιορισμούς του κατακτητή, τις προσωπικές ταπεινώσεις και τον εθνικό εξευτελισμό, στα κατεχόμενα, ενισχύουμε την οικονομία τους με το να θητεύουμε στα καζίνα, να διασκεδάζουμε στα κέντρα και τα κλεμμένα ξενοδοχεία μας, ταξιδεύουμε πολλές φορές και από το παράνομο αεροδρόμιό τους, δίνοντας υπόσταση στο ψευδοκράτος τους.
Ηθική και εθνική πώρωση απροσμέτρητη. Μια ανεξήγητη ροπή προς ισοπέδωση των πάντων. Έκπτωση, ουσιαστικά, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης.
Η κατάσταση είναι αξιοθρήνητη και στο επίπεδο των στόχων και διεκδικήσεων του αγώνα μας. Παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία.
Το πόσο πέτυχε σ’αυτό τον στόχο της η Τουρκία, με τη δική μας συνέργεια, φαίνεται και από τις μέχρι σήμερα υποβληθείσες προτάσεις για λύση του Κυπριακού, αλλά και από τις δικές μας διεκδικήσεις: Ούτε υπαινιγμός για εισβολή και κατοχή, ούτε λόγος για εποικισμό και εθνικό ξεκαθάρισμα.
Η συνέχιση, για τόσα χρόνια, των συνομιλιών οδήγησε στην σταδιακή αποδοχή όλων των απαιτήσεων των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η αποδοχή μιας διεκδίκησής τους, οδηγούσε πάντα σε άλλη, πιο προχωρημένη διεκδίκηση, απ’ αυτούς. Κι εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε το παιχνίδι τους. Φτάσαμε στο σημείο να εκλιπαρούμε, σήμερα, για την επανέναρξη των συνομιλιών με τους απαράδεκτους τουρκικούς όρους.
Γι’ αυτό και είναι ανάγκη, να κατανοήσουμε τους σχεδιασμούς των Τούρκων και τις μεθοδεύσεις τους, προκειμένου να προστατευθούμε από τους θανάσιμους κινδύνους που συνεπάγονται για μας.
Η μεγάλη εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, το 1920, καθόρισε ως μόνιμο στόχο της Τουρκίας την ανάκτηση της Κύπρου. Κι από το 1956 με τον Νιχάτ Ερίμ κατάρτησε και σχεδιάγραμμα σταδιακής υλοποίησης του στόχου αυτού που εφαρμόζεται εκ μέρους της κατά γράμμα μέχρι τώρα.
Σήμερα η Τουρκία προσπαθεί να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιό της, να ολοκληρώσει τον ανόσιο στόχο της. Και η προσπάθειά της εξελίσσεται κυρίως με τρεις ταυτόχρονους, τρόπους:
— Με τις συνομιλίες στις οποίες προσέρχεται και αποχωρεί οπότε και όταν κρίνει ότι προωθούνται καλύτερα τα συμφέροντα της, και από τις οποίες προσδοκά κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία ενός μορφώματος το οποίο να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να διαλύσει και να μας καταστήσει ομήρους της, αφού τότε δεν θα’χουμε διεθνή υπόσταση. Γι’ αυτό και αναφέρεται στην Κυπριακή Δημοκρατία ως εκλιπούσαν.
— Με τον εποικισμό, οπότε, όταν τα καταφέρει, με τις διεθνείς σχέσεις της, και παραπλανώντας τον διεθνή παράγοντα, να τον νομιμοποιήσει, θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Ο εποικισμός είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος κίνδυνος. Έστω και αν μάς αναγνωρίσουν όλα τα άλλα απαράγραπτα δικαιώματά μας, αν παραμείνουν οι έποικοι, θα καταντήσουμε μία μικρή μειοψηφία. Θα ζητήσουν τότε οι Τούρκοι ενιαίο κράτος και εμείς θα καταποντιστούμε.
— Τρίτος τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να ολοκληρώσουν την πλήρη κατάληψη της Κύπρου, είναι ο εκφοβισμός. Με τον εκφοβισμό, τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στην πλευρά μας, δεν θα μείνει άλλη επιλογή, στον λαό μας, από την φυγή και θα’χουμε την τύχη της Ίμβρου και της Τενέδου. Ο στόχος αυτός υποβοηθείται σήμερα και με τα στίφη των Μουσουλμάνων λαθρομεταναστών, που μας προωθεί στις ελεύθερες περιοχές.
Γνωστοί και θανάσιμοι οι σχεδιασμοί των Τούρκων. Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του.
Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό.
Όπως, όμως, η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι και το μέλλον δεν διαγράφεται παθητικά, από την τύχη, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά από κάθε λαό. Κι οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν τόσον αφελείς ώστε να αυταπατώνται και να περιμένουν την ελευθερία τους από ξένα χέρια.
Ξέρουν, όμως, να λαμβάνουν τα μηνύματα των καιρών, να προσαρμόζουν τις διεκδικήσεις τους προς τα συμφέροντα άλλων λαών. Συνειδητοποιούν ότι όπως και η πρόσφατη Ιστορία, που εξελίσσεται στην περιοχή μας, διδάσκει, ουδείς είναι τόσο μεγάλος για να αδιαφορεί, για πάντα, έναντι των μικρών. Και όλοι, όσο μικροί και ασήμαντοι και αν είναι, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες συγκυρίες, που μπορούν, ενδεχομένως, να τους καταστήσουν καταλύτες σε κρίσιμες στιγμές.
Όπως ορθά επισημαίνει, ήδη από την αρχαιότητα, ο Θουκυδίδης, οι πόλεμοι, συνήθως, δεν εξελίσσονται όπως ήταν η πρόβλεψη των εμπνευστών τους. Απρόοπτοι και αστάθμητοι παράγοντες αναδεικνύουν αδυναμίες, για τους μεγάλους, και ευκαιρίες για τους μικρούς.
Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να μεταβάλουμε την κατάσταση. Φτάνει να εργαστούμε με σύνεση και μ’όλη τη δύναμη της ψυχής μας και να αξιοποιήσουμε όλα τα δεδομένα, όπως διαγράφονται σήμερα, προς τον σκοπό αυτό. Να πιστέψουμε ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν παραγράφονται, όσος χρόνος κι αν περάσει.
Οφείλουμε, λοιπόν, ως Εκκλησία και ως Πολιτεία, αλλά και ως οργανωμένοι φορείς, να πείσουμε τον καθένα ότι όπως δικαιούται να καυχάται για το παρελθόν, και όπως οδυνάται για το παρόν, οφείλει να ελπίζει και να ετοιμάζει το μέλλον. Οφείλουμε να προβάλλουμε, μέσα στο σκοτάδι της απελπισίας, ακτίνες μακρινής αυγής ελευθερίας.
Συγκεκριμένα: Οφείλουμε πρώτα να πληροφορήσουμε ειλικρινώς τον λαό για τις δυσκολίες και τις θυσίες που θα απαιτηθούν. Να αποκαλύψουμε, όσον φοβερά και αν είναι, τα σχέδια των Τούρκων.
Η αλήθεια είναι πάντοτε ερεβοκτόνος. Αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις του οποιουδήποτε προβλήματος και παρέχει τη δυνατότητα, εύκολη, ή δύσκολη, αντιμετώπισής του. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα ευκολότερα. Να σταματήσουμε αμέσως τις επισκέψεις, δίκην τουριστών, στα κατεχόμενα, τη διαμονή εκεί και την παντοειδή ενίσχυσή τους.
Θα πρέπει, κατόπιν, να απαιτήσουμε και να εμμείνουμε σε αλλαγή πλεύσης του αγώνα μας. Οι δικοινοτικές συνομιλίες, όπως αναφέραμε, δεν οδήγησαν πουθενά. Ήταν ο σχεδιασμός της κατοχικής δύναμης για αποτελμάτωση του θέματος μας, για αποπροσανατολισμό και ημών των ιδίων, και των ξένων. Κάθε υποχώρησή μας, οδηγεί σε νέες διεκδικήσεις των Τούρκων.
Πρέπει να πάρουμε την μεγάλη απόφαση της αλλαγής, όχι τακτικής στις συνομιλίες, αλλά, επανατοποθέτησης του θέματός μας ως θέματος εισβολής και κατοχής, με αίτημα την απελευθέρωση κι όχι απλώς την επανένωση.
Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιτεθούν σ’ ένα τέτοιο αίτημά μας που θα τεκμηριώνεται πλήρως, αφού είναι τα ίδια δικαιώματα που απολαμβάνουν κι εκείνοι που ζητούμε για μας; Όταν, όμως, εμείς συμβιβαζόμαστε με όλο και λιγότερα, ποιος ο λόγος να μεριμνούν εκείνοι; Βλέπετε μας λεν «βρείτε τα μεταξύ σας και ότι συμφωνήσετε εμείς θα το αποδεχτούμε».
Μέσα σ΄ αυτόν τον κύριο και ίσως μακροχρόνιο σχεδιασμό θα πρέπει αμέσως και τώρα να μεριμνήσουμε και για άλλα εξίσου σημαντικά θέματα:
Οφείλουμε, πρώτα, υπό τις περιστάσεις, όσο οδυνηρό και ανεπιθύμητο κι αν είναι για μας, να περιφρουρήσουμε, επί του παρόντος, ό,τι κατέχουμε, κυρίως την κρατική μας υπόσταση, και να αγωνιστούμε με όλες μας τις δυνάμεις για εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τον λαό μας. Είμαστε ισότιμο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης καὶ δικαιούμαστε κι εμείς ό,τι απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Παράλληλα οφείλουμε να ενισχύσουμε την άμυνα μας, δίνοντας το μήνυμα ότι όχι μόνο κάθε προσπάθεια επέκτασης της κατοχής θα έχει μεγάλο κόστος για τον εχθρό, αλλά και ότι δεν θα αποδεχθούμε ποτέ τα τετελεσμένα της εισβολής και της κατοχής και ότι θα εργαζόμαστε συνεχώς για αποκατάσταση των δικαιωμάτων όλων των νόμιμων κατοίκων της Κύπρου.
Η αγάπη του Ελληνικού λαού και η στήριξη του στους διαχρονικούς αγώνες μας ήταν και είναι συνεχής. Το ίδιο και της διοικούσας Εκκλησίας της Ελλάδος, της Αρχιεπισκοπής, των Μητροπόλεων και των Μονών. Τους ευχαριστούμε βαθύτατα και τους ευγνωμονούμε. Δεν μπορούμε, όμως, να πούμε το ίδιο, δυστυχώς, και για τις Ελληνικές κυβερνήσεις.
Εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν για μας στάση εγκατάλειψης, αδιαφορίας, απόρριψης. Ζήσαμε τη θλίψη αυτή- κι εμείς και οι πατέρες μας- όταν κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα εγκαταλειφθήκαμε από την κυβέρνηση της μητέρας πατρίδας μας και εξαναγκαστήκαμε να δεχθούμε τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου, που είναι αιτία και για τα σημερινά μας δεινά.
Ζήσαμε αναβαθμισμένη τη θλίψη και το 1974, όταν η Χούντα των Αθηνών, διενεργώντας το πραξικόπημα, μας παρέδιδε στα χέρια της Τουρκίας· κι όταν, εν μέσω της τουρκικής εισβολής, μας διαμηνυόταν ότι είμαστε μακριά και δεν θα’ πρεπε να περιμέναμε βοήθεια. Και σήμερα προγευόμαστε μιαν τρίτη, χειρότερη συμφορά.
Η πρόσφατη αποδοχή της αίτησης του Κοσσόβου από το Συμβούλιο της Ευρώπης, που έγινε με Ελληνική μάλιστα εισήγηση, παρά τη διαφωνία και τις έντονες αντιρρήσεις της Κύπρου, ανοίγει ανάλογες προοπτικές για την αποσχιστική οντότητα των Τουρκοκυπρίων.
Και οι επιβεβαιωμένες στην πράξη φημολογίες ότι η Ελλάδα πίστεψε στις διαβεβαιώσεις της Τουρκίας περί «καλής γειτονίας» και εξαιρεί το Κυπριακό από τις συζητήσεις για τα άλλα θέματα μαζί της, αφού έφτασε στο σημείο να κατέρχεται με κοινό ψηφοδέλτιο με την Τουρκία στον ΟΑΣΕ, μας δημιουργεί και πάλιν έντονες ανησυχίες.
Μιλώ με αυτόν τον τρόπο και με κάθε ειλικρίνεια και πιστεύω ότι αυτό ισχύει για όλους τους Κυπρίους, έχοντας απαιτήσεις, γιατί δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας ξένους. Δεν απευθυνόμαστε προς φίλους, ή συμμάχους, ή μακρινούς συγγενείς. Αν αυτή ήταν η σχέση μας θα παρακαλούσαμε με συστολή και λεπτότητα.
Αυτά τα κρατήσαμε με θυσίες και ποταμούς αιμάτων, μέσα στους αιώνες, αντιμετωπίζοντας ποικίλους κατακτητές. Ζητούμε την από κοινού αντιμετώπιση των κινδύνων για να κρατηθούμε στις ρίζες μας, να μην γίνει η Ελληνική παρουσία μας στην Κύπρο παρελθοντική αναφορά. Γιατί, αλλοίμονο! Αν πέσει η Κύπρος θα αρχίσει η αποδόμηση της Ελλάδος. Θα έλθει η σειρά της Θράκης, του Αιγαίου, της Μακεδονίας.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν βρισκόμαστε στο παραπέντε ή στο παραένα. Το φάσμα της καταστροφής πλανάται παντού. Ας μην ολιγοψυχούμε.
* Ομιλία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, κ.κ. Γεωργίου στην εκδήλωση για τα «Τετράδια» και το ειδικό αφιέρωμα για τα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, 19 Ιουνίου 2024
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE