Η πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αννίτα Δημητρίου στη συνεδρίαση του ΕΛΚ, στις Βρυξέλλες. Φωτογραφία Annita Demetriou, @AnnitaDemetriou
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν του είχε προταθεί από τους συνεργάτες του, το 1987, να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές καλοκαιριάτικα, είχε απορρίψει την ιδέα, με την ιστορική φράση «να μην χαλάσουμε τα μπάνια του λαού». Κι έκτοτε έμεινε αυτή η αναφορά και χρησιμοποιείται στο πολιτικό λεξιλόγιο.
Το καλοκαίρι, με τόσο ψηλές πλέον θερμοκρασίες, «απροσανατολίζει» και δεν προσφέρεται προφανώς και για πολιτικές πράξεις, όπως είναι εκλογές και εσωκομματικές συζητήσεις. Δροσιά αναζητείται. Το ίδιο θα ισχύσει και για την περιβόητη αποτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων της 9ης Ιουνίου. Όταν οι κομματικές ηγεσίες παραπέμπουν στα συλλογικά όργανα, τότε σημαίνει ότι θα χρειασθεί χρόνος και «δαιδαλώδεις», ενίοτε σκοπίμως, συζητήσεις.
Η ανάληψη ευθύνης για ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα πάντα είναι και προσωπικό ζήτημα. Είναι μια αναμέτρηση με τη συνείδηση του καθενός ανεξάρτητα εάν κάποιος είναι αρχηγός, ψηλά στην κομματική ιεραρχία ή ένας υποψήφιος που πάτωσε. Γιατί είδαμε να έρχεται υποψήφιος τρίτος και να του φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον ίδιο.
Έχει αναφερθεί και προφανώς ισχύει, πως μετά το πρώτο μούδιασμα, σοκ για τα μειωμένα ποσοστά και το γεγονός ότι τους κέρδισε ένας 24χρονος, φάνηκε πως το αποτέλεσμα των εκλογών θα περάσει μέσα από χαμηλές πτήσεις. Βασικά θα αφεθεί να… ξεχαστεί. Από ποιους όμως; Αυτή η λογική δεν επιλύει το πρόβλημα. Το κρύβει προσωρινά κάτω από το χαλί και το διαιωνίζει.
Ζούμε την πλήρη απαξίωση του πολιτικού συστήματος και οι απαξιωμένοι δεν φαίνεται να ασχολούνται με τούτο. Αλλά, εάν δεν τους απασχολεί αυτούς τότε γιατί να ασχολούμαστε εμείς; Πρέπει να απασχολεί τους πολίτες και την κοινωνία. Γιατί τους αφορά, είναι μέρος του εθνικού και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Θα φθάσουνε στο σημείο το παλιό καλό σύνθημα «φωνή λαού», να μην είναι μόνο βραχνό αλλά δεν θα… βγαίνει ήχος.
Ο Γιώργος Λιλλήκας, ο οποίος ήταν μέρος του πολιτικού συστήματος αλλά «δραπέτευσε», στο βιβλίο του «Η μετάβαση από τη Δημοκρατία στην Κομματοκρατία και τη διαπλοκή (το Πολιτικό και Κοινωνικό Χρέος)», γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Πόσο ευδιάκριτες είναι οι πολιτικές διαφορές μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και κυρίως πόσο διαφορετικές ήταν οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που εφάρμοσαν οι δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις;
Η αποϊδεολολογικοποίηση της κοινωνίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στα ίδια τα πολιτικά κόμματα, η διακυβέρνηση των οποίων κάθε άλλο παρά καθοδηγείται από την ιδεολογία από την οποία το κόμμα επενδύεται. Η κοινωνία διέκρινε τη διαφορά των διακηρύξεων από τις πράξεις κι απαγκιστρώθηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τις ιδεολογικές ερμηνείες του κόσμου, όπως αυτές καθιερώθηκαν μέσα στον χρόνο…».
Την ίδια ώρα, η θυμική δημοκρατία γίνεται όλο και λιγότερο δημοκρατία. Και ο θυμός ενίοτε υποβαθμίζει την πολιτική. Εάν διά του θυμού επιλέγεται, για παράδειγμα, ένας 24χρονος, όπως ο Φειδίας, δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αλλάξει οτιδήποτε. Να σταλεί το μήνυμα λένε.
Και μετά; Στο ίδιο έργο θεατές. Αλλά αυτό εν πολλοίς συντηρεί τις πολιτικές ελίτ και τα κατεστημένα. Ο θυμός όταν δεν ανατρέπει το σύστημα, το ενισχύει, το τρέφει!
Προφανώς και χρειάζεται μια άλλη σχέση με την Πολιτική. Από τη στιγμή που αυτή, όπως εκφράζεται από το πολιτικό σύστημα απέτυχε τότε πρέπει να αναζητηθούν διέξοδοι. Οι οποίοι μπορεί να αναζητηθούν μέσα από εγχειρήματα εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανάπτυξης.
Μπορεί να γίνει μέσα από την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, που παραμένει ένας διαλυτικός ιός για την κοινωνία.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΕΔΩ – ΓΙΑ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΜΥΝΑΣ ΕΔΩ
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE