A general view over the restored palace of Philip II during the inauguration event at Aigai archaeological site, Greece, 05 January 2024. The palace of Philip II (359-336 BC), father of Alexander the Great, is the central feature of the Macedonian king’s great building program for his capital city of Aigai and is considered the largest building of classical Greece. The restoration project was expanded into the surrounding complex and the area beyond. Excavations and registration of thousands of portable findings and architectural components of stone were carried out on the entire site, as well as restoration of a section of the roof of the museum’s atrium. EPA/ACHILLEAS CHIRAS
Στην πολιτισμική, αλλά και εθνική σημασία του αναστηλωμένου ανακτόρου του Φιλίππου Β’, αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του στην τελετή εγκαινίων η οποία έγινε στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών.
«Είναι ο τόπος στον οποίον στέφθηκε βασιλιάς στην κυριολεξία, όπως μου θύμισε η κυρία Κοτταρίδη, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου, ο Μέγας Αλέξανδρος, για να ξεκινήσει αυτή τη λαμπρή εκστρατεία μετατρέποντας τον τότε γνωστό κόσμο στην ελληνιστική οικουμένη, στην πρώτη ουσιαστικά έκφραση της παγκοσμιοποίησης εκείνης της εποχής.
Αυτό το οποίο κάνουμε σήμερα κατά συνέπεια είναι ένα γεγονός, εκτιμώ, με παγκόσμια σημασία και πολύ μεγάλη διεθνή εμβέλεια (…)
Είναι το κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο ξεδιπλώνεται ένας μεγάλος -μοναδικός, θα έλεγα, για τα ελληνικά δεδομένα- αρχαιολογικός χώρος, με τον τάφο του Φιλίππου, το αποτέλεσμα αυτής της μοναδικής ανασκαφικής δραστηριότητας του Μανώλη Ανδρόνικου, τη νεκρόπολη, όλη την ταφική συστάδα, το αρχαίο θέατρο λίγο παρακάτω από το ανάκτορο.
Σε όλα αυτά τώρα προστίθεται και το αναστηλωμένο ανάκτορο, ώστε όλα αυτά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και να μπορούν να συνδιαλέγονται δυναμικά με τον επισκέπτη.
Όπως τυχαία δεν είναι και η επιλογή μου να είμαι πάλι εδώ, στην πρώτη μου επίσκεψη του νέου χρόνου. Τιμώντας ένα μνημείο του Βασιλείου των Μακεδόνων, το οποίο με αφετηρία τις Αιγές άφησε το αποτύπωμά του από τον Δούναβη, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Φίλιππος ο Β’ υπήρξε ουσιαστικά ο πρώτος Ευρωπαίος βασιλιάς, επεκτείνοντας προς τα βόρεια τη δυναμική του νέου του Βασιλείου, για να έρθει ο γιός του στη συνέχεια και να φτάσει το ελληνιστικό αποτύπωμα μέχρι την Ινδία και την Αίγυπτο.
Είναι ένα αποτύπωμα ζωντανό στο πέρασμα των αιώνων, χάρη στη διαρκή και αρμονική ώσμωση του ελληνικού πολιτισμού με τους μεγάλους πολιτισμούς με τους οποίους συναντήθηκε.
Αν αυτή η πορεία είναι πολύ γνωστή, είναι χιλιοειπωμένη, ο χώρος από τον οποίο ξεκίνησε αυτή η πορεία παραμένει, θα έλεγα, ακόμα σχετικά άγνωστος στο ευρύ κοινό. Είναι παρών στα βιβλία της Ιστορίας αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό απών από τη βιωμένη εμπειρία.
Στοίχημά μας, λοιπόν, είναι να μπορέσουμε να καταστήσουμε τις Αιγές ένα σημείο συνάντησης με το μεγαλείο των αρχαίων μας καταβολών. Μια σφραίδα της διαχρονικής τους ελληνικότητας, αλλά και ένα μέρος της σύγχρονης ζωής μας.
Γιατί, παρά τη φθορά του χρόνου και, όπως ακούσαμε, την ισοπεδωτική παρέμβαση των Ρωμαίων, οι οποίοι επιχείρησαν να σβήσουν από τη μνήμη όλες τις ενδείξεις μεγαλείου του Μακεδονικού πολιτισμού, αυτό το πνεύμα των Αιγών τελικά δεν έσβησε, ώστε σήμερα να μπορεί να αναδεικνύεται ξανά σε τρισδιάστατη μορφή από τη λήθη, από τη σκόνη των αιώνων, με όλη την λάμψη της κλασικής του αίγλης.
Ο πρωθυπουργός πρόσθεσε τα εξής:
«Πρέπει να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα βαθιά από αυτό το οποίο είδα πριν από λίγο, διότι αυτό το ανάκτορο είναι πραγματικά ένα πολύ ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό έργο. Ένα κομψοτέχνημα, διώροφο, με πολλά μωσαϊκά και τοιχογραφίες που αντανακλούν την αίγλη και την ισχύ του Φιλίππου.
Ουσιαστικά αυτός ο χώρος έρχεται σε αντιδιαστολή -νομίζω ότι το εξηγήσατε πολύ καλά, κυρία Κοτταρίδου- με τους ναούς της αρχαιότητας, με τον Παρθενώνα, το σημαντικότερο επίτευγμα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην αίγλη της. Ήταν ένα λειτουργικό κτήριο, ένα ανοιχτό κτήριο. Είναι ένα κέντρο διοικητικής, θρησκευτικής, δικαστικής, στρατιωτικής εξουσίας και νομίζω είναι ένα κτήριο το οποίο ίσως συμβολίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτή την συναρπαστική, για εμάς που έχουμε και ένα ενδιαφέρον για την ιστορία, μετάβαση από τις πόλεις-κράτη της κλασικής Ελλάδας σε ένα πρόπλασμα μιας ενιαίας και εξωστρεφούς κεντρικής εξουσίας που κάλυπτε μια πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική ενότητα.
(…)
Ακριβώς σε αυτόν τον χώρο της συνάθροισης ανακηρύχθηκε βασιλιάς και στρατηλάτης ο Αλέξανδρος. Είναι μια καινοτομία που παραπέμπει σε αυτή την έννοια της πεφωτισμένης ηγεμονίας, η οποία στάθηκε ουσιαστικά και ιδεολογική, πολιτική βάση όλου του ελληνιστικού κόσμου που ακολούθησε.
Ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος, εξάλλου, με τον τρόπο τους υπήρξαν δεινοί μεταρρυθμιστές. Ο πρώτος, εξελίσσοντας ουσιαστικά μια αρχαϊκή κοινωνία σε μια κοινωνία με πιο αστικά χαρακτηριστικά, με κοινούς, με ενιαίους θεσμούς. Και ο δεύτερος, ιδρύοντας πόλεις, ενσωματώνοντας μεγάλους και διαφορετικούς πληθυσμούς σε μια πρωτοφανούς έκτασης αυτοκρατορία.
Βλέπετε, λοιπόν, πώς ένα μνημείο ουσιαστικά μπορεί να διαπερνά την αρχαιολογία και την Ιστορία, να οδηγεί στην πολιτική επιστήμη, στην κοινωνική ανθρωπολογία. Να έχει τη δύναμη ουσιαστικά να διαπερνά εποχές, οξύνοντας την αναζήτηση για διαχρονικά αιτήματα τα οποία απασχολούν και εμάς στις ημέρες μας, από την οργάνωση του κράτους μέχρι την κατανομή των δημόσιων πόρων και τη συνύπαρξη διαφορετικών λαών και πολιτισμών.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΙΣΧΥΟΣ
Το ανάκτορο των Αιγών που αποτελούσε βασικό πόλο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος του Φιλίππου Β΄ στην πόλη-λίκνο της δυναστείας, θα πρέπει να είχε ολοκληρωθεί πριν το 336 π.Χ., όταν ο βασιλιάς με πρόφαση τους γάμους της κόρης του με τον Αλέξανδρο της Ηπείρου γιόρτασε εδώ την παντοδυναμία του.
Με έκταση περ. 9.250 τετρ. μ. στο ισόγειο, το κτήριο -μεγάλο τμήμα του οποίου ήταν διώροφο- είναι μεγαλύτερο από τα ελληνιστικά ανάκτορα της Δημητριάδος και του Περγάμου, σώζεται πολύ καλύτερα από αυτά, η δε μορφή του είναι πολύ περισσότερο σαφής και ευανάγνωστη από ”τα βασίλεια” της Πέλλας που γνώρισαν πολλές επεκτάσεις και τροποποιήσεις.
Ενταγμένο στην ίδια οικοδομική ενότητα με το θέατρο που βρίσκεται δίπλα του, το μεγάλο ορθογώνιο κτήριο είναι προσανατολισμένο σύμφωνα με τους γεωγραφικούς άξονες.
Η πρόσβαση γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή διαμορφωνόταν η πρόσοψη με το μνημειακό πρόπυλο στο κέντρο μιας εντυπωσιακής δωρικής κιονοστοιχίας.
Τα μαρμάρινα κατώφλια της τριπλής βασιλικής εισόδου σώζονται ακόμη στη θέση τους, ενώ τα λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη που μιμούνται παραθυρόφυλλα και τα χαριτωμένα ιωνικά κιονόκρανα που βρέθηκαν πεσμένα εδώ θα πρέπει να προέρχονται από την πρόσοψη του ορόφου.
Ο συνδυασμός των ρυθμών, δωρικού και ιωνικού, τον οποίο βρίσκουμε ήδη στον Παρθενώνα, θα γίνει κυρίαρχη τάση για την μακεδονική αρχιτεκτονική που φαίνεται να την χαρακτηρίζει ο ”λειτουργικός εκλεκτικισμός”.
Περνώντας το πρόπυλο φτάνει κανείς στην αυλή που παραδοσιακά αποτελούσε το κέντρο, γύρω από το οποίο αρθρώνονταν οι χώροι και οι λειτουργίες κάθε σπιτιού. Όπως η πρόσοψη έτσι και η αυλή που είναι ακριβώς τετράγωνη αποκτά εδώ μια απολύτως κανονική μνημειακή μορφή με ένα τεράστιο περιστύλιο, σε κάθε πλευρά του οποίου υπάρχουν 16 λίθινοι δωρικοί κίονες που επιστέφονται από την χαρακτηριστική δωρική ζωφόρο. Κατασκευασμένα από πωρόλιθο τα αρχιτεκτονικά μέλη καλύπτονταν από λεπτότατα κονιάματα που θα πρέπει να τα φανταστούμε να λάμπουν στο λευκό του μαρμάρου και να ποικίλλονται με ζωηρό γαλάζιο και κόκκινο.
Η αυλή που χωράει άνετα καθιστούς περισσότερο από δύο χιλιάδες ανθρώπους λειτουργούσε όχι μόνον σαν πνεύμονας του σπιτιού, αλλά κυρίως σαν χώρος όπου επικεντρωνόταν η πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτου.
Στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου υπάρχει μία μεγάλη κυκλική αίθουσα, η λεγόμενη θόλος, στην οποία βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές που αναφέρουν τον ”πατρώο Ηρακλή”, τον θεό που οι Μακεδόνες βασιλιάδες τιμούσαν σαν πρόγονό τους μαζί με τη βάση μιας κατασκευής που θα μπορούσε να είναι βωμός ή βάθρο. Οι χώροι στην περιοχή αυτή φαίνονται στο σύνολο τους να έχουν ”ιερό” χαρακτήρα, εξυπηρετώντας τις αυξημένες λατρευτικές ανάγκες του βασιλιά που ήταν συγχρόνως και αρχιερέας.
Χώροι συμποσίων, ανδρώνες, με δάπεδα στρωμένα με ψηφιδωτά από βότσαλα υπήρχαν στην ανατολική και την βόρεια πλευρά όπου δύο διάδρομοι οδηγούσαν από το περιστύλιο στον εξώστη, μια ευρύχωρη βεράντα με πανοραμική θέα στην πόλη και σε ολόκληρη τη μακεδονική λεκάνη που αποτελεί μία ακόμη καινοτομία του ανακτόρου των Αιγών.
Ιδιαίτερα επίσημο χαρακτήρα φαίνονται να έχουν οι πέντε χώροι της νότιας πλευράς, από τους οποίους οι τρεις σχηματίζουν κλειστό σύνολο με πρόσβαση από τον μεσαίο που δίνει την εντύπωση προθαλάμου, καθώς ανοίγεται προς την αυλή με ένα ιδιαίτερα μνημειακό πολύθυρο με τρεις ιωνικούς αμφικίονες. Όλοι αυτοί οι χώροι είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, ένα από τα οποία σώζεται σε καλή κατάσταση. Φτιαγμένο από μικροσκοπικά λευκά, μαύρα, γκρίζα, αλλά και κίτρινα και κόκκινα βότσαλα, το ψηφιδωτό αυτό θυμίζει χαλί με ένα εντυπωσιακό λουλούδι να ανθίζει στο κέντρο του, πλαισιωμένο από πολύπλοκα ελικωτά βλαστάρια και λουλούδια που εγγράφονται σε έναν κύκλο. Ο πολλαπλός μαίανδρος και ο σπειρομαίανδρος που στολίζουν την περιφέρεια του κύκλου μοιάζουν πολύ με αυτούς που βρίσκουμε στη χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου Β΄. Ξανθές νεράιδες, μισές γυναίκες-μισά λουλούδια, φυτρώνουν στις γωνίες, ποικίλλοντας με μια ευχάριστη νότα ζωντάνιας και χάρης το σύνολο που παρά τη φαινομενική πολυπλοκότητά του υποτάσσεται στην καθαρή γεωμετρία της αυστηρής συμμετρίας.
Εξοπλισμένο με όλες τις ανέσεις της εποχής το ανάκτορο διέθετε ένα άψογο σύστημα αποχέτευσης αλλά και ύδρευσης που έφερνε μέχρι εδώ το δροσερό νερό από τις πηγές του βουνού. Στον όροφο που υπήρχε στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά θα πρέπει να βρισκόταν, όπως συνήθως, τα διαμερίσματα των γυναικών και οι κοιτώνες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή και πολυτελής ήταν η κορινθιακού τύπου κεράμωση των στεγών.
Οι Αιγές εξαφανίζονται και ξεχνιούνται ωστόσο η ανάμνηση του βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει στο βυζαντινό όνομα Παλατίτζια που στοιχειώνει τον τόπο ως σήμερα. Ακόμη και η λατρεία συνεχίζεται στο χώρο που στη συλλογική μνήμη καταγράφηκε σαν τόπος ιερός. Μετά τον ρωμαϊκό βωμό ήρθε η μικρή εκκλησούλα της Αγίας Τριάδας: χτισμένη στη σκιά της αιωνόβιας βελανιδιάς στα χρόνια της τουρκοκρατίας διαλύθηκε το 1961 για να προχωρήσει η ανασκαφή.
Στο μεταξύ το ανάκτορο έγινε νταμάρι και χτίστηκαν με τις πέτρες του τα χωριά της περιοχής, τελευταία από όλα στη δεκαετία του είκοσι η ίδια η Βεργίνα.
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE