Οταν το 1952 η Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας: Διπλωματία στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου

Συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας στο Παρίσι το 1952. Photo: UN Photo/MB 01 January 1952. Photo # 48050 via Flickr




Δύο φορές στο παρελθόν η Ελλάδα έχει συμμετάσχει ως μή μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η πρώτη ήταν τη διετία 1952 – 53 και η δεύτερη τη διετία 2005 – 2006.

Η πρώτη θητεία της Ελλάδας προετοιμάζεται από νωρίς  και τελικά επιτυγχάνεται στα πρώιμα στάδια του Ψυχρού Πολέμου, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ελληνική στάση και τις δεσμεύσεις της εντός του κορυφαίου αυτού θεσμού της συλλογικής διεθνούς ασφαλείας.

Η Ελλάδα είχε εκφράσει ανεπίσημα την προθυμία της να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας ήδη από την εποχή της Διάσκεψης του Σαν Φρανσίσκο το 1945. Το αίτημά της δεν είχε ικανοποιηθεί τότε, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1950 οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής πίστεψαν ότι η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την επαναφορά και εκλογή της χώρας στο Σ.Α.

Στην αρχή φαινόταν ότι η Ελλάδα ήθελα να εκλεγεί στην έδρα που θα άφηνε κενή με την αποχώρησή της η Τουρκία όταν ολοκληρωνόταν η θητεία της για τα έτη 1951 και 1952.

Όμως μέχρι το τέλος του 1950 πύκνωναν οι συζητήσεις ότι η Ελλάδα μάλλον θα έπρτεπε να υποβάλει αίτηση για την κενή θέση που θα άφηνε η Γιουγκοσλαβία μετά την ολοκλήρωση της θητεία της το 1951.

Τον Απρίλιο του 1951 η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να επικοινωνεί με άλλες κυβερνήσεις για το θέμα. Ξεκινώντας από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, προσπάθησε να εξασφαλίσει την ψήφο τους και τη στήριξή τους. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν η πρώτη που προσεγγίστηκε, ήδη από τον Απρίλιο του 1951, με επιστολή του Πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου προς τον Αμερικανό Πρέσβη στο Αθήνα Τζον Πιούριφόι.

Τα κύρια επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η ελληνική κυβέρνηση σε αυτή αλλά και σε όλες τις επόμενες επιστολές για να πείσει τους συνομιλητές της, ήταν

α) Το κριτήριο των Ηνωμένων Εθνών ότι θα πρέπει να υπάρχει «δίκαιη γεωγραφική κατανομή» των εδρών του Σ.Α. Ετσι αν η Ελλάδα καταλάμβανε την έδρα της γείτονος Γιουγκοσλαβίας το κριτήριο αυτό θα ικανοποιείτο.

β) ότι η Ελλάδα «είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει στο Συμβούλιο Ασφαλείας γιατί ήταν μεταξύ των χωρών που είχαν, από την αρχή, προσπαθήσει να επιβάλουν το γράμμα καθώς και το πνεύμα του Χάρτη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από τις οποίες εξηρτάτο σε μεγάλο βαθμό η εκλογή της Ελλάδας, φαινόταν να είναι υπέρ της ελληνικής υποψηφιότητας από το πρώτο κιόλας λεπτό.

Οι αναφορές που έφθαναν στην Αθήνα από τον μόνιμο εκπρόσωπος της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη Αλέξη Κύρου, έλεγαν ότι μέχρι τον Μάιο του 1951 η αμερικανική κυβέρνηση είχε ήδη πάρει το απόφαση να στηρίξει τις ελληνική υποψηφιότητα, αν και η επίσημη απάντηση της αμερικανικής πρεσβείας τον Ιούνιο του ίδιου έτους στην επιστολή του Έλληνα Πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου ήταν μάλλον ουδέτερη. Αντίθετα, η Κίνα στη σχετική επιστολή της 8ης Αυγούστου, ανακοίνωσε στην Ελλάδα ότι είχε αποφασίσει αμέσως να στηρίξει την ελληνική υποψηφιότητα. Η υποψηφιότητα ανακοινώθηκε επίσημα με επίσημη επιστολή προς όλα τα μέλη του ΣΑ στις 12 Σεπτεμβρίου 1951. 

Η αντίδραση των Βρετανών

Μέχρι τον Οκτώβριο ήταν φανερό ότι το μόνο σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική υποψηφιότητα ήταν η βρετανική αντίθεση. Το Ηνωμένο Βασίλειο πίστευε ότι η εκλογή μιας χώρας από  το δυτικό μπλοκ για να αντικαταστήσει μια χώρα του ανατολικού μπλοκ θα ήταν πρόκληση για τη Σοβιετική Ένωση και συνεπώς έπρεπε να αποφευχθεί.

Η γαλλική κυβέρνηση ακολούθησε επίσης την ίδια τακτική κατά την έναρξη των ψηφοφοριών, αλλά αργότερα κατά τους διαδοχικούς γύρους ψηφοφορίας που έγιναν τον Δεκέμβριο υποστήριξε την ελληνική υποψηφιότητα.

Έτσι, στους πρώτους γύρους της ψηφοφορίας που έγινε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1945 η Ελλάδα δεν κατάφερε να αποκτήσει τα 2/3 των ψήφων στη Γενική Συνέλευση όπως απαιτείτο για την εκλογή της. Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση καθησύχασε τους Έλληνες αντιπροσώπους ότι στο τέλος η χώρα θα εξελέγετο έναντι της Λευκορωσίας που ήταν η κύρια της αντίπαλος. Η Λευκορωσία είχε προταθεί για την έδρα από το ανατολικό μπλοκ.

Σε ορισμένους αξιωματούχους στην Αθήνα υπήρχε η σκέψη ότι αφού απέτυχε να εκλεγεί αμέσως, η Ελλάδα έπρεπε αποσυρθεί για να αποφύγει πιθανή ταπείνωση. 

Ευτυχώς για την Ελλάδα, οι σκέψεις αυτές δεν πρυτάνευσαν και τελικά στις 20 Δεκεμβρίου 1951 η Ελλάδα εξελέγη ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και κατέλαβε την έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας από την 1η Ιανουαρίου 1952 έως την 31η Δεκεμβρίου 1953.

Κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών το Συμβούλιο Ασφαλείας πραγματοποίησε -σχετικά λίγες- συνεδριάσεις, 84 τον αριθμό. 

Ωστόσο, τα θέματα που συζητήθηκαν σε αυτές τις συναντήσεις ήταν αρκετά σημαντικά για τους διατήρηση της ειρήνης στον κόσμο εκείνη την εποχή.

Ετσι το 1952 το Συμβούλιο Ασφαλείας ασχολήθηκε με:

1. Το ζήτημα Ινδίας-Πακιστάν για τις περιοχές Τζαμού και Κασμίρ.

2. Το ζήτημα της Τυνησίας.

3. Την επικύρωση του Πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1925 για απαγόρευση της χρήσης βακτηριακών όπλων.

4. Το αίτημα για διερεύνηση υποτιθέμενων βακτηριακών όπλων.

5. Την αίτηση 14 κρατών για ένταξη στον ΟΗΕ.

6. Τη διάλυση της Επιτροπής Συμβατικών Εξοπλισμών.

Το 1953 τα θέματα που εντάχθηκαν στην ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν:

1. Ο διορισμός νέου Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.

2. Εκλογή νέου δικαστή του Διεθνούς Δικαστηρίου.

3. Το ζήτημα του Μαρόκου.

4. Ο Κυβερνήτης της Τεργέστης.

5. Συγκρούσεις στα σύνορα Ισραήλ – Ιορδανίας.

6. Διαμαρτυρία της Συρίας κατά του Ισραήλ σχετικά με εργασίες στη δυτική όχθη του ποταμού Ιορδάνη στην αποστρατικοποιημένη περιοχή.

Η στάση της Ελλάδας εναρμονισμένη με τις ΗΠΑ

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η Ελλάδα ψήφιζε πάντα υπέρ των θέσεων των χωρών του δυτικού μπλοκ. Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική ψήφος ήταν πανομοιότυπη με αυτή των ΗΠΑ, ακόμη και στις διαδικαστικές ψηφοφορίες (εγκρίσεις ημερήσιας διάταξης κ.λπ.). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα ευθυγραμμίστηκε με τις ΗΠΑ ακόμη και σε ζητήματα που αφορούσαν τη διαδικασία αποαποικιοποίησης (π.χ. Τυνησία), ζήτημα για το οποίο θα περίμενε κανείς ότι η Ελλάδα θα ευθυγραμμιζόταν με μικρότερες χώρες.

Η μόνη εξαίρεση σε αυτή την σχεδόν πανομοιότυπη ψήφο μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών σημειώθηκε στη συζήτηση του ζητήματος του Μαρόκου, οπότε η Ελλάδα ψήφισε υπέρ ή απείχε σε διαδικαστικά θέματα (ένταξη στην ημερήσια διάταξη, εμφάνιση των άλλων κρατών-μελών ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά τη συζήτηση του θέματος), ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες καταψήφισαν σε όλες τις περιπτώσεις.

Το Κυπριακό

Σημειωτέον ότι οι ψηφοφορίες αυτές έγιναν το Σεπτέμβριο του 1953, μόλις επτά μήνες προτού η ελληνική κυβέρνηση προσφύγει στον ΟΗΕ για το Κυπριακό, που τότε αποτελεούσε επίσης ζήτημα αποαποικιοποίσης. 

Τη σύνδεση των δύο ζητημάτων παραδέχτηκε ο Αλέξης Κύρου, σε πολυάριθμα έγγραφα πριν από την ψηφοφορία της 3ης Σεπτεμβρίου 1953.

«Η ελληνική στάση ήταν τέτοια που δεν θα έπρεπε να προσβάλουμε τη σύμμαχό μας Γαλλία, να μην συγκρουστούμε με τις ευαισθησίες των Αράβων φίλων μας και να μη φαίνεται ότι κλείνουμε μόνοι μας τον δρόμο προς τα Ηνωμένα Έθνη για τη δυνατότητα προσφυγής στο μέλλον σχετικά με το Κυπριακό», σημείωνε ο έμπειρος διπλωμάτης.  

Ο Αλέξης Κύρου, στον τελικό του απολογισμό μετά το τέλος της ελληνικής θητείας, έγραψε επίσης ότι παρ΄ όλο  που το Συμβούλιο Ασφαλείας «δεν είναι -και δεν θα ήταν είναι δυνατό να είναι- μια παντοδύναμη παγκόσμια κυβέρνηση, παραμένει ωστόσο ο πιο σημαντικός διεθνής θεσμός, ο οποίος είναι ικανός να επηρεάσει έμμεσα ή και αρνητικά την ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων και την η πολιτική μικρότερων χωρών».

Οι συμβουλές του Αλέξη Κύρου

Σύμφωνα με τον Κύρου, οι μικρότερες χώρες με τη συμμετοχή τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας «… αποκτούν πολλές ευκαιρίες να εδραιώσουν το κύρος τους και να προωθήσουν ίσως τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά τους, αρκεί να είναι στοιχειωδώς προσεκτικές και να ενεργούν με διπλωματικά έξυπνο τρόπο».

Όταν η Ελλάδα σκέφτηκε για πρώτη φορά να υποβάλει αίτηση για ένταξη στο Συμβούλιο Ασφαλείας, από πολλούς πολιτικούς και δημοσιογράφους εκφράστηκαν αμφιβολίες για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης, πρωτίστως γιατί θα έφερνε τη χώρα σε δύσκολη θέση να «κρίνει» φίλους και συμμάχους. Ομως ο Κύρου θεώρησε ότι η πολιτική μη συμμετοχής σε θεσμούς και μη δραστηριοποίησης στις διεθνείς σχέσεις ήταν μια πολιτική «προφανώς ευνουχιστικής φύσης… μη ρεαλιστική στη σημερινή διεθνή συνθήκες».

Για τον Κύρου και για την Ελλάδα ήταν προφανές, τότε ότι «η ζωή περιέχει αναμφίβολα πολλά επικίνδυνα, αλλά ο θρίαμβος της νίκης έρχεται σε όσους είναι ζωντανοί και σε όσους είναι μαχητές. Ο ελληνικός λαός, μετά από όλον αυτόν τον αγώνα και όλα αυτά τα ολοκαυτώματα, αξίζει μια διπλωματικό υπηρεσία που είναι ζωντανή, δυναμική, εκσυγχρονισμένη, τολμηρή, μια διπλωματία που δεν είναι κολλημένη στο άνετο αλλά άγονο σύνθημα του «μην ασχολείσαι με ό,τι είναι ήδη κακό».

Πληροφορίες από: Γεώργιος Πολυδωράκης: Η Συμμετοχή της Ελλάδας στο Συνέδριο του Σαν Φρανσίσκο για τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών (1945) και η πρώτη συμμετοχή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας ως μη μόνιμο μέλος (1952-1953)

 

ΥΠΕΞ Ελλάδας – Τουρκίας: Συζητήσεις 20 ημερών σε απόλυτη μυστικότητα έφεραν την αμοιβαία στήριξη υποψηφιοτήτων

Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE

Hellasjournal - Newsletter


%d bloggers like this: