Turkish President Recep Tayyip Erdogan leaves a press conference during the Meeting of the European Political Community in Prague, Czech Republic, 06 October 2022. EPA, MARTIN DIVISEK
Ενας μοντέρνος πύργος με 1.500 εργαζόμενους στην καρδιά της Αγκυρας με ανταποκριτές σε όλον τον κόσμο. Μέσα στον πύργο ένας 45χρονος εγκέφαλος, πιστός στρατιώτης του Ερντογάν, που κινεί τα νήματα της προπαγάνδας.
Εντολές για απόκρυψη ειδήσεων και σιωπητήρια. Οικονομικός στραγγαλισμός μέσω κρατικής διαφήμισης. Ποινές δι΄ ασήμαντον αφορμήν επί ζητημάτων «δημοσίας ηθικής» ή «προσβολής» Σουλτάνων. Μέσα εξαγορασμένα από φίλια στον Τούρκο Πρόεδρο πρόσωπα.
Αυτό είναι το σύγχρονο τοπίο της ελευθεροτυπίας στην Τουρκία του Ερντογάν. Ενας ολόκληρος μηχανισμός απόκρυψης της αλήθειας που, όσο πλησιάζουν οι τουρκικές εκλογές, γίνεται όλο και πιο αδυσώπητος.
Αυτές τις ημέρες το τουρκικό κοινοβούλιο ετοιμάζεται να ψηφίσει έναν ακόμη νόμο: «Περί παραπληροφόρησης» είναι, χονδρικά, ο τίτλος του νομοσχεδίου που ήδη αποδοκιμάζεται από τις ευρωπαϊκές αρχές.
Με αφορμή αυτήν τη συγκυρία αναδημοσιεύουμε την μακροσκελή αλλά αποκαλυπτική έρευνα του Reuters που τιτλοφορείται: Insiders reveal how Erdogan tamed Turkey’s newsrooms.
Δημοσιεύθηκε την 31η Αυγούστου 2022, και αναπαρήχθη μάλλον αποσπασματικώς στον ελληνικό Τύπο. Τεχνικά, είναι ένα άριστο υπόδειγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας. Στην ουσία του δε, συνιστά μια αποκαλυπτική περιγραφή της ραγδαία ολισθαίνουσας προς τον απολυταρχισμό τουρκικής Δημοκρατίας.
Αξίζει ίσως να το διαβάσουν και κάποιοι εν Ελλάδι «αφελείς» που σπεύδουν μέσα στην επικίνδυνη άγνοιά τους και τον φθηνό αντιπολιτευτικό τους οίστρο (το σχόλιο θα ίσχυε και ισχύει ανεξαρτήτως κυβέρνησης) να ενστερνιστούν τμήμα της τουρκικής προπαγάνδας.
Παραθέτουμε την έρευνα του Reuters, σχεδόν αυτούσια. Mε ελάχιστες παρεμβάσεις που αφορούν κυρίως στους μεσότιτλους και τις χρησιμοποιηθείσες φωτογραφίες.
Γ.Δ
——————————————————————
Όταν ο γαμπρός του Προέδρου Ταγίπ Ερντογάν παραιτήθηκε ξαφνικά από τη θέση του υπουργού Οικονομικών στα τέλη του 2020, τέσσερα στελέχη των κορυφαίων δημοσιογραφικλων γραφείων της Τουρκίας δέχθηκαν μια σαφή οδηγία από τους διευθυντές τους: μην το δημοσιεύσετε μέχρι να το ανακοινώσει η κυβέρνηση.
Η παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, «έπαιζε» ήδη σε διεθνή και ανεξάρτητα τουρκικά ειδησεογραφικά μέσα καθώς η λίρα εκτινασσόταν στα ύψη και οι ελπίδες για μια νέα πορεία της δεινοπαθούσης τουρκικής οικονομίας ξαναφούντωναν.
Σιωπητήριο
Αλλά για περισσότερες από 24 ώρες, οι φιλοκυβερνητικές τηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες που κυριαρχούν στο ενημερωτικό στερέωμα της Τουρκίας παρέμειναν ουσιαστικά σιωπηλοί έναντι εκείνης της ρήξης, της πλέον δραματικής στον στενό κύκλο του Ερντογάν κατά τις σχεδόν δύο δεκαετίες εξουσίας του.
Το επεισόδιο αποκαλύπτει ότι τα τουρκικά κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, έχουν μετατραπεί σε μια σφιχτή αλυσίδα υλοποίησης κυβερνητικών εντολών για εγκεκριμένα από την κυβέρνηση πρωτοσέλιδα, τίτλους και θέματα τηλεοπτικών συζητήσεων.
Η φάμπρικα
Συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν στο Reuters από δεκάδες πηγές σε ΜΜΕ, κυβερνητικούς αξιωματούχους και ρυθμιστικές αρχές απεικονίζουν μια βιομηχανία ενημέρωσης που έχει πλήρως εναρμονιστεί με τη μοίρα άλλων πρώην ανεξάρτητων θεσμών, τις οποίες ο Ερντογάν έχει επίσης λυγίσει: Δικαστικό σώμα, στρατός, κεντρική τράπεζα και τμήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο πύργος με τους παπαγάλους
Οι οδηγίες προς τα δημοσιογραφικά γραφεία προέρχονται συχνά από αξιωματούχους της Διεύθυνσης Επικοινωνιών της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία χειρίζεται τις σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, ανέφεραν στο Reuters περισσότεροι από δώδεκα γνώστες του κλάδου. Η συγκεκριμένη διεύθυνση είναι δημιούργημα του Ερντογάν.
Απασχολεί περίπου 1.500 άτομα και εδρεύει σε έναν μεγάλο πύργο στην Άγκυρα. Επικεφαλής της Διεύθυνσης είναι ένας πρώην ακαδημαϊκός, ο Φαχρετίν Αλτούν. (Fahrettin Altun).
Αδερφέ…
Οι αξιωματούχοι του Αltun μεταφέρουν τις οδηγίες τους με τηλεφωνήματα ή με μηνύματα στο Whatsapp ενίοτε απευθυνόμενοι στους υπεύθυνους των δημοσιογραφικών ειδήσεων με την προσφώνηση «αδελφέ».
Όταν το Reuters επικοινώνησε με την εν λόγω Διεύθυνση για κάποιο σχόλιο, ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος αρνήθηκε ότι ο Aλτούν καθορίζει την ατζέντα των ειδήσεων, λέγοντας ότι απλά «ενημερώνει περιστασιακά τους συντάκτες και τους δημοσιογράφους ως μέρος της δουλειάς του και όχι με τρόπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την ανεξαρτησία των ειδησεογραφικών οργανισμών ή παραβιάζει την ελευθερία του Τύπου».
Ο αξιωματούχος αρνήθηκε ωστόσο να σχολιάσει εάν η Διεύθυνση έδωσε εντολή στα ΜΜΕ να σταματήσουν να μεταδίδουν την παραίτηση Αλμπαϊράκ.
Σκληρή θηλειά
Οι υποστηρικτές του Ερντογάν έχουν και άλλα εργαλεία για να διαμορφώσουν τον τρόπο κάλυψης των ειδήσεων. Τα μεγαλύτερα brands των μέσων ενημέρωσης ελέγχονται από εταιρείες και ανθρώπους πλησίον του Ερντογάν και το Κόμμα του (AKP) μετά από μια σειρά εξαγορών που ξεκίνησαν το 2008. Τα έσοδα από τις κρατικές διαφημίσεις διοχετεύονται σε μεγάλο βαθμό σε φιλοκυβερνητικές εκδόσεις, σύμφωνα με όσα κατέδειξε έρευνα του Reuters επί των στατιστικών δεδομένων.
Άλλα και οι ρυθμιστικές αρχές που έχουν διοριστεί από την κυβέρνηση προσανατολίζουν τις κυρώσεις τους για παραβίαση του κώδικα των μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας σχεδόν αποκλειστικά σε ανεξάρτητους ή αντιπολιτευόμενους παρόχους ειδήσεων. Κριτική εις βάρος του προέδρου και ισχυρισμοί για κρατική διαφθορά μπορεί να επισύρουν ποινές και σε βάρος των ρυθμιστικών αρχών.
Μηχανή απόκρυψης της αλήθειας
«Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία εξυπηρετούν περισσότερο την απόκρυψη της αλήθειας παρά τη δημοσιοποίηση ειδήσεων», λέει ο Φαρούκ Μπιλντιρίτσι (Faruk Bildirici), δημοσιογράφος που εργάστηκε για 27 χρόνια, έως το 2019, στη μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας, την Hurriyet. Μετά την αλλαγή ιδιοκτησίας το 2018, η Hurriyet έγινε και αυτή φιλοκυβερνητική.
«Οι δημοσιογραφικές ανησυχίες έχουν αντικατασταθεί από προσπάθειες να τα πάμε καλά με το κυβερνών κόμμα και να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες τους», λέει ο Μπιλντιρίτσι. «Το κόμμα δίνει οδηγίες για τον καθορισμό της ατζέντας…και οι αρχισυντάκτες, οι ανταποκριτές της Άγκυρας ή οι διευθυντές τηλεοπτικών προγραμμάτων είναι οι κύριες επαφές» με το κόμμα και τη Διεύθυνση Επικοινωνιών.
Το Reuters απέστειλε ερωτήσεις σχετικά με τις φερόμενες πιέσεις στα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας στο γραφείο του Ερντογάν καθώς και στις ρυθμιστικές αρχές για την τηλεόραση και τα έντυπα μέσα ενημέρωσης.
Το γραφείο του Ερντογάν δεν απήντησε.
Το πανούργο Ινστιτούτο Διαφήμισης Τύπου ή απλώς «ΒΙΚ»
Σε μια αρχική δήλωση προς το Reuters, το Ινστιτούτο Διαφήμισης Τύπου (BIK), θυγατρική της Διεύθυνσης που επιβλέπει τα έντυπα μέσα ενημέρωσης και τους ιστότοπούς τους, απέρριψε την κριτική ότι έχει γίνει εργαλείο λογοκρισίας που τιμωρεί αρνητικά δημοσιεύματα για την κυβέρνηση. Διαβεβαίωσε ότι «δεν ενδιαφέρεται» για τις «απόψεις ή την ιδεολογία» των εκδόσεων.
Λίγες μέρες αργότερα όμως (10 Αυγούστου), το BIK ανέστειλε μερικές κυρώσεις για παραβιάσεις δεοντολογίας, καθώς το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας είχε δεχθεί και εγκρίνει αρκετές καταγγελίες κατά του BIK από ανεξάρτητες εφημερίδες, κρίνοντας ότι το BIK «παραβίασε την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου».
To άγχος της τρίτης δεκαετίας
Η ρυθμιστική αρχή για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, δηλαδή το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTUK), απέρριψε επίσης αιτιάσεις ότι λειτουργεί ως λογοκριτής ή ότι λαμβάνει οδηγίες από τον Ερντογάν.
Καθώς η Τουρκία πλησιάζει τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, οι οποίες αναμένεται να γίνουν εντός του επόμενου έτους, ο Ερντογάν βρίσκεται πίσω σε πολλές δημοσκοπήσεις. Η ανορθόδοξη πολιτική του για μείωση των επιτοκίων πυροδότησε νομισματική κρίση και πληθωριστική σπείρα ακόμη και πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η λίρα έχει χάσει περισσότερο από το ένα τέταρτο της αξίας της φέτος και ο ετήσιος πληθωρισμός είναι 80%, βαθαίνοντας τη φτώχεια των βασικών υποστηρικτών του Ερντογάν στην εργατική και τη χαμηλότερη μεσαία τάξη.
Πολιτικοί αναλυτές λένε ότι ο πρόεδρος θα χρειαστεί όση περισσότερη βοήθεια μπορεί να λάβει από τα μέσα ενημέρωσης, εάν θέλει να επεκτείνει τη θητεία του σε μια τρίτη δεκαετία στο τιμόνι της Τουρκίας.
Τον Μάιο, η κυβέρνηση του Ερντογάν εισηγήθηκε έναν νόμο που υπόσχεται «να καταπολεμήσει την παραπληροφόρηση» των μέσων ενημέρωσης χωρίς ωστόσο να ορίσει τι σημαίνε αυτό. Πρόκειται για ένα βήμα που ορισμένοι υποστηρικτές της ελευθερίας του λόγου λένε ότι θα διπλασιάσει την πολυετή καταστολή των επικριτικών ρεπορτάζ.
Μάλιστα ένα άρθρο στο προτεινόμενο νομοσχέδιο λέει ότι όποιος διαδίδει ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη κινδυνεύει με ποινή φυλάκισης έως και τριών ετών. (σσ: Είναι το νομοσχέδιο που πρόκειται να συζητήσει το Κοινοβούλιο αυτές τις ημέρες).
Τα πλοκάμια του διευθυντηρίου
Ο Αλτούν, ο άνθρωπος που διευθύνει τη μηχανή των μέσων ενημέρωσης, ήταν ελάχιστα γνωστός στη βιομηχανία των ειδήσεων το 2018, όταν ο Ερντογάν τον όρισε πρόεδρο της Διεύθυνσης Επικοινωνιών. Ο 45χρονος Αλτούν έχει εργαστεί στο παρελθόν σε πανεπιστήμια και στη συνέχεια σε κάποιο φιλοκυβερνητικό think-tank.
Η Διεύθυνση, με ετήσιο προϋπολογισμό περίπου 680 εκατομμυρίων λιρών (38 εκατομμύρια δολάρια), ήταν επιφορτισμένη με τον συντονισμό της κυβερνητικής επικοινωνίας. Προέκυψε από την παλιά Διεύθυνση Μέσων Ενημέρωσης, Τύπου και Πληροφοριών, της οποίας ο κύριος ρόλος ήταν η έκδοση δελτίων τύπου. Αλλά η δικαιοδοσία της είναι πολύ ευρύτερη καθώς περιλαμβάνει πλέον την αντιμετώπιση «συστημικών εκστρατειών παραπληροφόρησης» κατά της Τουρκίας μέσω μιας ειδικής μονάδας που ιδρύθηκε φέτος.
Ο φορέας απασχολεί παρατηρητές μέσων ενημέρωσης, μεταφραστές και προσωπικό νομικών και δημοσίων σχέσεων εντός και εκτός Τουρκίας. Διαθέτει 48 γραφεία εξωτερικού σε 43 χώρες παγκοσμίως. Αυτά τα φυλάκια παραδίδουν στα κεντρικά, εβδομαδιαία ραπόρτα για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται η Τουρκία στα ξένα μέσα ενημέρωσης.
Τριάντα βασανιστικές ώρες
«Είναι μια τεράστια δομή, αλλά οι αποφάσεις λαμβάνονται στην κορυφή από τον Altun και τους αναπληρωτές του», δηλώνει στο Reuters πληροφοριοδότης υπό τον όρο της ανωνυμίας.
Όταν ανακοινώνονται σημαντικές ειδήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στον Ερντογάν ή την κυβέρνησή του -ιδίως ειδήσεις που σχετίζονται με την οικονομία ή τον στρατό- ο Αλτούν επικοινωνεί τακτικά με τους εκδότες και τους ανώτερους ανταποκριτές για να καθορίσει ένα σχέδιο κάλυψης, λέει το ίδιο πρόσωπο.
Μετά την παραίτηση του Αλμπαϊράκ από τη θέση του υπουργού Οικονομικών, (επικαλέστηκε λόγους υγείας), τέσσερις πηγές ανέφεραν ότι το μήνυμα του Αλτούν στα ΜΜΕ ήταν να παραμείνουν σιωπηλοί έως ότου ο Ερντογάν αποδεχτεί την παραίτηση με μια δήλωση το επόμενο βράδυ. Μόνο τότε αναφέρθηκε η παραίτηση του Αλμπαϊράκ από τους μεγάλους τουρκικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και εφημερίδες.
«Επί τριάντα μακρές ώρες περιμέναμε το πράσινο φως σχετικά με την κάλυψη του γεγονότος», είπε ένας βετεράνος συντάκτης του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού TRT. Το TRT δεν απάντησε σε αίτημα του Reuters για σχολιασμό.
Εκτελώντας εντολές και αποκρύπτοντας ειδήσεις
Ο Ερντογάν αντιμετώπισε μία ακόμη κρίση, τον Φεβρουάριο του 2020μ που ώθησε τη Διεύθυνση να επικοινωνήσει με τους ηγέτες των δημοσιογραφικών υπηρεσιών:
Ηταν μία αεροπορική επιδρομή στη βορειοδυτική Συρία από ρωσιά αεροσκάφη που κόστισε τη ζωή σε περισσότερους από 30 Τούρκους στρατιώτες. Ήταν η πιο πολύνεκρη επίθεση εναντίον των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας εδώ και τρεις δεκαετίες.
Ωστόσο, το επόμενο πρωί, οι μεγάλοι τηλεοπτικοί σταθμοί είχαν μια διαφορετική ιστορία: μια διαμάχη με την Ευρωπαϊκή Ένωση για τους Σύρους μετανάστες. Η κάλυψη της επίθεσης περιορίστηκε σε επίσημες κυβερνητικές δηλώσεις. Τρία άτομα με γνώση του θέματος είπαν ότι οι υπεύθυνοι των δημοσιογραφικών υπηρεσιών έκαναν ό,τι ζήτησε η Διεύθυνση.
«Έγινε αίτημα να μην κοινοποιηθούν οι πληροφορίες», είπε στο Reuters μια άλλη πηγή, βετεράνος ρεπόρτερ. «Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τίποτα άλλο εκτός από επίσημες δηλώσεις», ήταν η εντολή.
Ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος ερωτηθείς γενικότερα εάν η Διεύθυνση παρέχει συγκεκριμένες οδηγίες στα δημοσιογραφικά γραφεία, είπε ότι η Διεύθυνση «δεν δίνει οδηγίες σε στελέχη των μέσων ενημέρωσης με κανέναν τρόπο».
Ο αξιωματούχος εξήγησε ότι είναι «απόλυτα φυσικό, ωστόσο, να ενημερώνονται οι δημοσιογράφοι για το πλαίσιο ορισμένων δημόσιων δηλώσεων προκειμένου να αποφευχθεί η παραπλάνηση του κοινού. Τέτοιες ενημερώσεις παρέχονται μέσω διαφόρων καναλιών».
Τα deals των εξαγορών
Μια σειρά εξαγορών για περισσότερο από μια δεκαετία έθεσε τους κύριους ομίλους των μέσων ενημέρωσης στα χέρια εταιρειών και ανθρώπων κοντά στον Ερντογάν και το κόμμα του.
Η διαδικασία ξεκίνησε το 2008 όταν η Turkuvaz Media Group, η οποία υποστηρίζει την κυβέρνηση, αγόρασε την εφημερίδα Sabah και τον τηλεοπτικό σταθμό ATV.
Πλέον αμφότερες είναι από τους πλέον σθεναρούς υπέρμαχους της κυβέρνησης.
Ο έλεγχος του κράτους στα μέσα ενημέρωσης έγινε πιο σφιχτός μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, για την οποία ο Ερντογάν κατηγόρησε τους υποστηρικτές του εξόριστου κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν. Χρησιμοποιώντας εξουσίες έκτακτης ανάγκης, η κυβέρνηση της Τουρκίας έκλεισε περίπου 150 Μέσα ενημέρωση με φερόμενους δεσμούς με τον Γκιουλέν.
Η τελευταία σημαντική εξαγορά των μέσων ενημέρωσης έγινε το 2018, όταν ο μεγιστάνας των ειδήσεων Aydin Dogan, ο οποίος ήταν αντίπαλος του Ερντογάν, πούλησε την Hurriyet και άλλα μέσα ενημέρωσης στον φιλοκυβερνητικό όμιλο Demiroren, που δραστηριοποιείτο έως τότε σε ενέργεια, λαχεία και ακίνητα.
Ο Dogan είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν πιέσεις από την κυβέρνηση για την επιχείρησή του, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων του (σύμφωνα με τους επικριτές προϊόν εξαναγκασμού από την κυβέρνηση) αλλά και μιας διαδήλωσης από υποστηρικτές του Ερντογάν στα γραφεία της Hurriyet.
Ο Όμιλος Dogan εγκατέλειψε ουσιαστικά τον κλάδο των μέσων ενημέρωσης το 2018 ως μέρος «αναδιάρθρωσης» και αρνήθηκε να σχολιάσει οποιαδήποτε ασκηθείσα πίεση για πώληση.
Η εξαγορά του ομίλου Dogan ολοκλήρωσε τη μετατόπιση των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης υπό την εξουσία του Ερντογάν. Οικονομικά έγγραφα που εξετάστηκαν από το Reuters, δείχνουν ότι η εξαγορά επιβάρυνε πολύ τον όμιλο Demiroren, τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη μέσων ενημέρωσης της χώρας. Η επιχείρηση μέσων ενημέρωσης του ομίλου κατέγραψε καθαρή ζημία 1,75 δισεκατομμυρίων λιρών μετά τη συμφωνία το 2018 (97 εκατομμύρια δολάρια με τις σημερινές συναλλαγματικές ισοτιμίες και 330 εκατομμύρια δολάρια τότε), σύμφωνα με τα έγγραφα.
Το ρόπαλο
Οι εφημερίδες και οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που επέζησαν και εξακολουθούν να επικρίνουν την κυβέρνηση αντιμετωπίζουν το «ρόπαλο» της ρυθμιστικής αρχής των μέσων ενημέρωσης, δηλώνει ο Osman Vedud Esidir, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο Firat στο Ελαζίγ. Ο Εσιντίρ εργαζόταν στο παρελθόν για τη ρυθμιστική αρχή BIK, αποχωρώντας όμως το 2018 μετά από μια διαφωνία σχετικά με το ποια ακριβώς θα έπρεπε να είναι η δουλειά του.
Όταν το BIK κρίνει ότι ένα άρθρο έχει παραβιάσει τον κώδικα δεοντολογίας του, τιμωρεί την ενδιαφερόμενη εφημερίδα με την αναστολή της κρατικής διαφήμισης.
Διερεύνηση του Reuters επί των εκθέσεων του BIK έδειξε ότι το 2019 και το 2020 – τα πιο πρόσφατα χρόνια για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα, πλήρη και λεπτομερή στοιχεία – τα άρθρα σχετικά με τη διαφθορά κρίθηκαν από το Ινστιτούτο ως στρεφόμενα «κατά της δημοσίας ηθικής» ή ότι «δημιουργούν εσφαλμένη αντίληψη».
Οι αναφορές του BIK δεν αναφέρουν λεπτομερώς πόσα άρθρα εμπίπτουν σε αυτές τις κατηγορίες και το Reuters δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τους αριθμούς.
Περί δημοσίας ηθικής
Η αναστολή διαφήμισης που σχετίζονται με την «δημόσια ηθική» και η οποία επιβλήθηκε στις μεγαλύτερες εθνικές εφημερίδες, με έδρα την Κωνσταντινούπολη, υπερδιπλασιάστηκαν το 2020 (μέσα σε 328) ημέρες σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Σχεδόν όλες οι αναστολές επιβλήθηκαν στις πέντε πιο επιφανείς, ανεξάρτητες εφημερίδες. Και οι πέντε μαζί τους, αποκλείστηκαν από περίπου 4 εκατομμύρια λίρες κρατικής διαφήμισης το 2020, τις οποίες το BIK διένειμε σε άλλες εφημερίδες
Μία από τις εφημερίδες, η Evrensel, της οποίας η τριετής απαγόρευση από τη χορήγηση κρατικής διαφήμισης έγινε τελικά μόνιμη (τον Αύγουστο), ανακοίνωσε ότι οι «αυθαίρετες» κυρώσεις επιβάρυναν τα οικονομικά της. Το BIK «μεταμορφώθηκε πλήρως σε μηχανισμό λογοκρισίας κατά την περίοδο του κυβερνώντος κόμματος για τις εφημερίδες των οποίων τα ρεπορτάζ ενοχλούν την κυβέρνηση», δηλώνει ο Fatih Polat, αρχισυντάκτης της. Οι άλλες τέσσερις εφημερίδες – Sozcu, Korkusuz, Cumhuriyet, Birgun – δεν απάντησαν στο αίτημα του Reuters για κάποιο σχόλιο.
Στις 10 Αυγούστου, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας δημοσίευσε μια λεπτομερή απόφαση σχετικά με καταγγελίες ανεξάρτητων εφημερίδων, συμπεριλαμβανομένης της Evrensel, ότι το BIK παραβιάζει την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου με τις κυρώσεις για την αναστολή διαφημίσεων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενέργειες του BIK «κείνται πέραν του στόχου ρύθμισης των ηθικών αξιών του Τύπου και έχουν μετατραπεί σε τιμωρητικό εργαλείο». Συνέστησε στο μάλιστα στο κοινοβούλιο να τροποποιήσει τη σχετική νομοθεσία. Η BIK είπε σε απάντηση ότι θα σταματήσει την αξιολόγηση της δεοντολογίας του Τύπου.
Βλέπουμε, ακούμε, διαβάζουμε μόνο… κυβέρνηση
«Η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να κάνει όλους να βλέπουν, να ακούν και να διαβάζουν μόνο» τη γραμμή της κυβέρνησης, λέει ο Εσιντίρ, καθηγητής δημοσιογραφίας.
Το πανούργο BIK δεν είναι το μόνο τιμωρητικό εργαλείο. Ο Εμπουμπεκίρ Σαχίν, ο οποίος ηγείται του RTUK, της Ρυθμιστικής Αρχής Ραδιοφώνου και Τηλεόρασης, είναι ένα από τα έξι σημερινά μέλη του συμβουλίου που διορίζονται από το AKP και τους συμμάχους του.
Το RTUK επέβαλε 22 πρόστιμα αξίας 5 εκατομμυρίων λιρών (275.000 δολαρίων) σε ανεξάρτητα κανάλια τους πρώτους έξι μήνες του περασμένου έτους. Σε κανένα φιλοκυβερνητικό κανάλι δεν επιβλήθηκε πρόστιμο εκείνη την περίοδο από το RTUK που περιγράφεται ως απολύτως «εξαρτώμενο από τις οδηγίες του κυβερνώντος κόμματος και του Παλατιού», μια ευθεία αναφορά στο γραφείο του Ερντογάν.
Σε δήλωσή του στο Reuters, ο Σαχίν απέρριψε τις αιτιάσεις υποδείξεις ότι η ρυθμιστική αρχή λειτουργεί ως λογοκριτής ή ότι ο Ερντογάν της λέει τι να κάνει. «Ούτε μια φορά δεν έχει υπάρξει οδηγία από τον αξιότιμο πρόεδρό μας ή τους γύρω του σχετικά με κυρώσεις στα κανάλια ή σχετικά με τα έργα και τις διαδικασίες μας», είπε.
Εργαλείο καταπίεσης
Είναι μια «ψευδής αντίληψη» ότι το RTUK επιβάλλει πρόστιμα κυρίως σε ανεξάρτητα κανάλια, συνέχισε. «Κρατάμε την ίδια απόσταση από κάθε ραδιοτηλεοπτικό φορέα. Για εμάς, υπάρχουν μόνο ραδιοτηλεοπτικοί φορείς που παραβιάζουν τους κανόνες και αυτοί που τηρούν τους κανόνες».
Ο Merdan Yanardag, αρχισυντάκτης του καναλιού Tele1, είπε στο Reuters ότι «τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν στην Tele1 μόνο πέρυσι ήταν περίπου έξι εκατομμύρια λίρες». Ο Yanardag είπε ότι στο κανάλι επιβλήθηκε πρόστιμο για μία μετάδοση αντίθετη με την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και προσβολή του σουλτάνου Αβδουλχαμίντ Β, του τελευταίου ηγεμόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πρόστιμο επιβλήθηκε για μια εκπομπή του Δεκεμβρίου 2021 που έλεγε ότι «Η Τουρκία επιδιώκει ιμπεριαλιστικές περιπέτειες στη Συρία και τη Λιβύη» καθώς και για επικριτικά σχόλια (τον Ιούλιο του 2020) για τον Σουλτάνο Αβδουλχαμίντ Β΄, τον οποίο θαυμάζουν πολλοί υποστηρικτές του AKP.
Ο Yanardag χαρακτηρίζει το RTUK «εργαλείο καταπίεσης» που τιμωρεί ηθικούς και ανεξάρτητους φορείς αυτός «για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους».
Δείξτε σβησμένες πυρκαγιές
Στην περίπτωση μίας έκτακτης είδησης, αξιωματούχοι του RTUK τηλεφωνούν στα δημοσιογραφικά γραφεία για να ζητήσουν αλλαγές στις εκπομπές, είπε ο Tasci, μέλος του συμβουλίου του RTUK. Ανέφερε ως παράδειγμα τις θανατηφόρες πυρκαγιές που μαίνονταν στα νοτιοδυτικά της Τουρκίας το περασμένο καλοκαίρ.
«Το RTUK έδωσε εντολή στα κανάλια να δείχνουν τις σβησμένες πυρκαγιές αντί για τις μαινόμενες πυρκαγιές», είπε.
Forest fires in Turkey have continued for more than a week and forced thousands to evacuate their homes. President Recep Tayyip Erdogan has come under attack by his opponents over his handling of the disaster. https://t.co/DuEE0b1c1O pic.twitter.com/QuFO2uL3gh
— The New York Times (@nytimes) August 5, 2021
Απαντώντας σε αυτά τα σχόλια, ο Σαχίν είπε: «Είμαστε πάντα σε στενή επαφή με στελέχη του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Καταλαβαίνουμε ότι η επιβολή ποινής είναι η τελική μας λύση. Προτιμάμε πρώτα την επικοινωνία».
Κατά τη διάρκεια των πυρκαγιών της Τουρκίας πέρυσι, ο Σαχίν είπε ότι το RTUK «επέστησε την προσοχή στα success stories, τις ανθρώπινες ιστορίες» προκειμένου να αντιμετωπίσει τις «αλλοιωμένες ειδήσεις».
Αυτολογοκρισία
Αξιωματούχοι της Διεύθυνσης του Αλτούν στέλνουν τακτικά μηνύματα στο WhatsΑpp προς τα κύρια μέσα ενημέρωσης, καθοδηγώντας τους να τονίσουν ή να αποφύγουν ορισμένα σχόλια από μέλη του υπουργικού συμβουλίου ή του κόμματος, σύμφωνα με screenshots που περιήλθαν σε γνώση του Reuters.
Οι βουλευτές του AKP τηλεφωνούν επίσης τακτικά στα δημοσιογραφικά γραφεία για να απαιτήσουν να καλυφθούν ορισμένες ομιλίες ή να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδονται. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η ίδια η Διεύθυνση Επικοινωνιών εξετάζει και αλλάζει τίτλους και βασικές παραγράφους σε κείμενα άρθρων, με αρχισυντάκτες να απαιτούν ότι «πρέπει να συντονιστούμε μαζί τους».
Η αυτολογοκρισία είναι πλέον και ως επί το πλείστον αυτόματη στα κύρια μέσα ενημέρωσης, σύμφωνα με διάφορες πηγές του κλάδου. Υπάρχει με κάποια μορφή εδώ και χρόνια.
Ούτε το Νόμπελ του Ορχάν Παμούκ
Συντάκτης του TRT εξοολογείται ότι όταν ο Ορχάν Παμούκ κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 ο κρατικός τηλεοπτικός σταθμός δεν ανέφερε την είδηση μέχρις ότου ο Ερντογάν απένειμε τα επίσημα συγχαρητήριά του. «Ήταν τόση η ανακούφιση, που τη θυμάμαι μέχρι σήμερα, γιατί δεν θα το είχαμε καλύψει ποτέ αν δεν υπήρχαν τα συγχαρητήρια Ερντογάν».
Ο ίδιος ο Παμούκ είπε στο Reuters ότι δεν γνώριζε ότι το TRT καθυστέρησε να καλύψει το βραβείο του το 2006, μια εποχή που τα μέσα ενημέρωσης ήταν «σχετικά ελεύθερα» σε σύγκριση με τώρα. «Συγγράφω 50 χρόνια, αλλά ποτέ τα μέσα ενημέρωσης, οι εφημερίδες και τα ρεπορτάζ δεν υποκλίνονταν ποτέ στην κυβέρνηση όπως κάνουν τώρα», δήλωσε.
Πηγή: Reuters – Insiders reveal how Erdogan tamed Turkey’s newsrooms
Ακολουθήστε τη HELLAS JOURNAL στη NEWS GOOGLE